Γράφει ο: Γεώργιος Παληγεώργος
Νια τσγάρα δρόμους…*
Έμπαινε στο σπίτι μας, χινόπωρο, ο μπάρπα Στάθης κι αφού άλλαζε τις πρώτες κουβέντες με τους δικούς μου, άπλωνε αψηλά το χέρι του και τράβαε με προσοχή δυο-τρία φύλλα καπνό απ’ τα βαντάκια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι.
Τα φύσαε ψίχα τα φύλλα κι ύστερα αφού τα μύριζε κάμποσο, τάτριβε στην απαλάμη του κι έβανε τον τριμμένο καπνό στο τσιγαροχάρτι το ροζ και τόστριβε και το σάλιωνε στην άκρα κι έφκιανε μια τσιγάρα και την άναβε με το τσακμάκι του. Και φούμερνε κι έβγανε καπνούς απ’ τη μύτη κι απ’ το στόμα και τήραε τάχα μακριά και τάχα σκέβονταν κι έλεε κι έδωνε γνώμη, άαα είνι καλός ου καπνός φέτου, πουλύ καλός, ούλου ζάχαρ’. Τήραγα κι εγώ τις άκρες απ’ τα δάχτυλά του όπως κράταγαν την τσιγάρα, πούχανε κιτρινίσει απ’ τον καπνό και το μουστάκι του που ήτανε καψαλό…
Είχε και μια καπνοσακούλα πόβανε μέσα κομμένο καπνό και στο απ’ όξω τσεπάκι της τα τσιγαροχάρτια. Και την είχε ολοένα στην τσέπη του την καπνοσακούλα, στο πουκάμισο το καλοκαίρι, στη χλαίνη το χειμώνα. Κι έστριβε και φούμερνε ολούθε, στον καφενέ, στη στράτα, στο χωράφι, στο σπίτι, κοντά στα πράματα, στο γλέντι, στο πένθος. Πάσα στιγμή, η τσγάρα είνι συνουδειά, έλεε. Άκοπα έβηχε, μα η τσιγάρα δεν τ’ απόλειπε απ’ το στόμα........