Γράφει
ο: Γιάννης Δημητρούκας,
ιστορικός, Δρ. Βυζαντινολογίας Πανεπιστημίου Μονάχου
Ήδη από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
και ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Αγώνα είχε συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα σύστασης
σχολείων βασικής εκπαίδευσης ως προϋπόθεσης για το φωτισμό του λαού και την ανοικοδόμηση
της χώρας. Ο Καποδίστριας έγραφε προς το φιλέλληνα Εϋνάρδο: «Εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ στηρίξω τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς Ἑλλάδος σὲ δύο μεγάλας βάσεις, τὴν ἐργασίαν
καὶ τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσιν»[1].
Στα τέλη του έτους 1829 οι
ηγούμενοι των μονών της επαρχίας Ξηρομέρου εκδήλωσαν πρωτοβουλία ίδρυσης σχολείων
και για το σκοπό αυτό συγκέντρωσαν 8.100 γρόσια. Το ποσό προοριζόταν κυρίως για
την οικοδόμηση Αλληλοδιδακτικού και Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας στο Δραγαμέστο, διοικητικό
κέντρο της επαρχίας με αξιόλογες οικονομικές και επικοινωνιακές δυνατότητες, αλλά
και για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Το σχέδιο εγκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές,
αλλά δεν πραγματοποιήθηκε, κυρίως διότι η Ακαρνανία δυνάμει του Πρωτοκόλλου του
Λονδίνου (22.01./03.02.1830) έμενε εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους[2].
[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.
ΙΒ΄ (1975), σ. 582.
[2] Τα σχετικά έγγραφα δημοσιεύτηκαν
στη διεύθυνση http://www.astakos-news.gr/2015/06/1829.html
από το Ν. Μήτση.
Τελικά, μόλις την
άνοιξη του 1842 και με καθυστέρηση αρκετών ετών σε σχέση με άλλες πόλεις της
Ακαρνανίας, όπου τα πρώτα Δημοτικά Σχολεία ιδρύθηκαν κατά τα έτη 1837 (Βόνιτσα)
και 1838 (Κατούνα), κατέστη δυνατή η έναρξη της λειτουργίας Δημοτικού Σχολείου
όχι πλέον στο Δραγαμέστο, αλλά στην ταχύτατα αναδυόμενη κωμόπολη του Αστακού,
έδρα του ομώνυμου Δήμου, ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1836 και διευρυνθεί το 1840. Στις
18.01.1842 το Δημοτικό Συμβούλιο Αστακού όρισε τη μηνιαία μισθοδοσία του δασκάλου
στις 70 δραχμές, ποσό, το οποίο θα εγγραφόταν στον προϋπολογισμό του Δήμου και θα
κατέβαλλε ο εισπράκτορας του Δημοτικού Ταμείου. Ο Διοικητής Ακαρνανίας, υπέβαλε
ακριβές αντίγραφο της αποφάσεως στη Γραμματεία της Εκπαιδεύσεως, συνηγορώντας για την ικανοποίηση του αιτήματος[3].
Στις 16.02.1842 το
Δημοτικό Συμβούλιο απέστειλε έγγραφο προς τη Διοίκηση Ακαρνανίας σχετικά με τις
προϋποθέσεις λειτουργίας του Σχολείου: Το Συμβούλιο υπολόγιζε τον αριθμό των
κατοίκων του διευρυμένου Δήμου σε 2970 άτομα περίπου, ενώ έκρινε ως ανεπίληπτη τη
διαγωγή των δημοτών και ως επαρκή την οικονομική τους κατάσταση. Προέβλεπε ότι στο
σχολείο θα φοιτούσαν περίπου 80 μαθητές. Ενημέρωνε τη Διοίκηση ότι ο Δήμος
διέθετε από το 1840 νεόδμητο διδακτήριο, το οποίο χωρούσε πλέον των 100
μαθητών, ότι θα ήταν έτοιμα σύντομα τα γραφεῑα και τα θρονία
των μαθητών και ότι ο Δήμος θα προμηθευόταν με δικά του έξοδα τα βιβλία και τα
πινάκιά τους (ἀββάκια) από
τη Διοίκηση. Διευκρίνιζε ότι ο Δήμος είχε ετήσια φορολογικά έσοδα 7000 δραχμών
και ήταν σε θέση να καταβάλλει στο δάσκαλο μηνιαίο μισθό 70 δραχμών. Τέλος
πληροφορούσε τη διοίκηση ότι οι εκπαιδευτικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας
καλύπτονταν μέχρι τότε πλημμελώς με την πρόσληψη «παιδαγωγών» ή «κοινοδιδασκάλων»,
οι οποίοι πληρώνονταν άλλοτε από τους γονείς των μαθητών και άλλοτε από το Δήμο[4].................