Εικόνα: Η Καλλιόπη Μπαρμπαρούση στο Μαχαιρά Ξηρομέρου. Κρατάει την τσαντήλα με το τυρί που παρασκεύασε η ίδια…Φωτογραφία Μ.Α. το 2000.
Γράφει η Μαρία Ν.Αγγέλη
Εφτά χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια
Η Αλέξω τα τσελίγκευε χειμώνα- καλοκαίρι
Σύρε, Αλέξω μ’, για χ(ει)μαδιά και ψάξε για λιβάδια
Θα πέσουν χιόνια στα βουνά και χιόνια μέσ’ τους κάμπους
Και θα ψοφήσουν πρόβατα και θα χαθούν τα γίδια.
(Παναγιώτου Δημ.Χ.,Νεχωρίτικα Τραγούδια,Αθήνα 1977,σ.267).
Η γυναίκα του τσοπάνη είναι βοηθός και συνεργάτρια σε όλες τις εργασίες που απαιτεί η παραδοσιακή τσοπάνικη ζωή.Στα μαντριά, στη στρούγκα,στον κούρο, στο τυροκόμημα…...
Η κύρια ευθύνη του κοπαδιού, η βόσκηση, το κλείσιμο συμφωνιών, λιβαδιών, η διαχείριση πώλησης ζώων είναι του άνδρα.Υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις που και η γυναίκα, όταν υπήρχε ανάγκη, αναλάμβανε τη φύλαξη και βόσκηση του κοπαδιού.Ακόμα και στο άρμεγμα κάθισε δίπλα στον άνδρα στη στρούγκα. Ομότιμη συμμέτοχος στην κουραστική αυτή διαδικασία.
Ο ρόλος της γυναίκας ήταν κυρίως βοηθητικός σε ότι αφορούσε το κοπάδι. Αναλαμβάνει το σκούπισμα και καθάρισμα των μαντριών, κουβαλάει μαζί με τον άνδρα κλαρί για τη διατροφή των αρνοκάτσικων, συμμετέχει στο άρμεγμα «κεντάει», «βαράει» τα γαλάρια για να περάσουν από τη στρούγκα στον άνδρα αρμεχτή, τυροκομά, παρασκευάζει βούτυρο, μυζήθρα, πρέντζα κ.ά.Η επιδίωξη της αυτάρκειας ήταν μια συνετή επιλογή για την εποχή εκείνη.Γι’ αυτό οι γυναίκες αξιοποιούσαν το γάλα και τα υποπροϊόντα του, όπως τυρόγαλο και ξυνόγαλο. Ο ρόλος της γυναίκας ήταν βασικός σε ότι αφορούσε το νοικοκυριό:Μαγείρεμα, ζύμωμα, πλύσιμο, πλέξιμο, υφαντική, ανατροφή των παιδιών…
Ο άνδρας αναλάμβανε στο μαγείρεμα την ετοιμασία των χαρακτηριστικών μεζέδων του Ξηρομέρου: κοκορέτσια, φρυγαδέλια, σπληνάντερο και φυσικά, το σφάξιμο και ψήσιμο ολόκληρου του ζώου. Η τσοπάνισσα δεν μπορούσε να συμμετέχει στις γιορτές του χωριού αφού «τα πράματα δεν ξέρουν από γιορτές», όπως έλεγαν.Στερούνταν αυτή και ο σύζυγός της τη χαρά των γιορτών και άλλων εκδηλώσεων της αγροτικής κοινωνίας.
Ιδιαίτερα δύσκολος ήταν ο ρόλος της γυναίκας που ήταν αναγκασμένη να μοιράζεται ανάμεσα στο στανοτόπι και στο καπνοτόπι.Ήταν η περίοδος που δούλευε δεκάξι και πλέον ώρες το εικοσιτετράωρο…Η λέξη σχόλη ήταν άγνωστη και άπιαστη πολυτέλεια για κείνη.
Θυμάμαι τη μάνα που είχε αναλάβει η ίδια μια μικρή καλλιέργεια καπνού.Έτρεχε να προλάβει το μάζεμα των καπνόφυλλων και το άρμεγμα των γιδιών.Αγωνιούσε μην «καεί»[1] ο καπνός μην «καούν»[2] τα γίδια. «Καιγόταν» η ίδια για να τα προλάβει όλα.
Όλο το χρόνο η ζωή του τσοπάνη είχε αγωνία, αγρυπνία και πολύ μόχθο.Παραθέτω στη συνέχεια κάποιους στίχους που αναφέρονται στη σκληρή ζωή του τσοπάνη:
«Έντεκα χρόνια πιστικός
κι εξήντα τρία τζοπάνος
τον ύπνο δεν εχόρτασα
και στο χορό δεν μπήκα
και την ημέρα της Λαμπρής
στην εκκλησιά δεν μπήκα».
Αυτοί οι στίχοι είναι χαραγμένοι στο μνήμα ενός τσοπάνη στο Μαχαιρά Ξηρομέρου: Του Μιλτιάδη Βότση, του γνωστού «μπάρμπα Μίλτα». Ήταν για δεκαετίες γιδοβοσκός. Η σύζυγός του, Αλεξάνδρα (Αλέξω) Βότση, γνωστή ως «θεια Μίλταινα», από το όνομα του άνδρα της, έπλεξε αυτούς τους στίχους για να περιγράψει τη δύσκολη ζωή του.Μια λαϊκή ποιήτρια και φημισμένη μοιρολογίστρα η θεια Μίλταινα, με τους στίχους για τον άνδρα της περιγράφει και τη ζωή του κάθε τσοπάνη της εποχής του Μίλτα…
Δίπλα στον άνδρα τσοπάνη, συνεργάτρια ακούραστη η γυναίκα.Με την ταπεινή ενδυμασία,με το τσεμπέρι στο κεφάλι να την προφυλάσσει από τον ήλιο του καλοκαιριού και το κρύο του χειμώνα, με τα λαστιχένια παπούτσια ανηφόριζε στη στάνη και στη στρούγκα, κοντά στο σύζυγό της. Κοινός ο αγώνας για την επιβίωση, την ανατροφή και αποκατάσταση των παιδιών…
Κάποιες από αυτές τις γυναίκες του βουνού και της στάνης, απόμαχες σήμερα, τις συναντάμε στα χωριά του Ξηρομέρου. «Ζήσαμε από τα πράματά μας», είναι κοινός λόγος στη συζήτηση μαζί τους.
Στο Μαχαιρά η γειτόνισσά μας Καλλιόπη Μπαρμπαρούση, αφού πούλησαν το προβατοκόπαδο που είχαν για δεκαετίες, κράτησε μερικά ζώα για να τα φροντίζει. Η ίδια, ενώ αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα με τα πόδια της, εξακολουθεί να περιποιείται τα πρόβατά της, σαν να είναι παιδιά της.Χαμογελά κάθε φορά που αναφέρεται σ’ αυτά.Δεν μπορούσε να αποκοπεί συναισθηματικά από τα ζώα της…Υπάρχει ένα δέσιμο με αυτά που δύσκολα να το κατανοήσει κάποια γυναίκα που δεν έχει βιώσει την τσοπάνικη ζωή.
Σήμερα οι συνθήκες στην κτηνοτροφία, όπως και στη γεωργία, έχουν βελτιωθεί πολύ.Πάλι όμως τα ζώα χρειάζονται τη φροντίδα τους.Οι γυναίκες των κτηνοτρόφων δεν κουράζονται όπως άλλοτε στη στάνη. Εξασφαλίζουν χρόνο για το νοικοκυριό και για την προσωπική τους ζωή. Συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή του χωριού και απολαμβάνουν τις όποιες χαρές της…
[1] Όταν τα καπνόφυλλα δεν μαζευτούν στην ώρα τους κιτρινίζουν πολύ, «καίγονται» και χάνουν την ποιοτική και εμπορική αξία τους.
[2] Όταν το ζώο δεν αρμέγεται «καίγεται», δηλαδή στερεύει το μαστάρι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο