Η μνημειώδης επιστολή του Κωνσταντίνου Κουτσομπίνα σε τοπικό περιοδικό το 1976 με την οποία με ντοκουμέντα απαντά στην περιρρέουσα και στην Ακαρνανία σύγχυση γύρω από τους Ελληνόβλαχους
Γράφει ο: Δημήτρης Στεργίου*
Στο τεύχος 48 (Ιανουάριος – Απρίλιος 1976) του περιοδικού «Νιοχώρι» δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Θανάση Κοντοπάνου «Περί Βλάχων – Καραγκούνηδων» στο οποίο ήταν διάχυτη η σύγχυση που κυριαρχούσε επί δεκαετίες κυρίως στη γύρω περιοχή για τους κατοίκους των έξι βλαχοχωριών της Ακαρνανίας, δηλαδή της Παλαιομάνινας, της Στράτου, των Οχθίων, της Γουριώτισσας, των Αγραμπέλων και του Στρογγυλοβουνίου. Στο άρθρο αυτό απάντησε με τεκμηριωμένη επιστολή – ντοκουμέντο ο αείμνηστος Κωσταντίνος Νικολάου Κουτσομπίνας...
Ο Κωνσταντίνος Κουτσομπίνας, γιος του Νίκου Κουτσομπίνα και εγγονός του Θύμιου Κουτσομπίνα, ιδρυτών της Παλαιομάνινας, ήταν ο δεύτερος γιος της οικογενείας (ο πρώτος ήταν ο αείμνηστος Φώτης Κουτσομπίνας).
Πολυμαθέστατος, πολυδιαβασμένος. Ίσως, επειδή είχε το χρόνο όλο δικό του καθώς από τα εφηβικά του χρόνια (λίγο μετά την εισαγωγή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μαζί με το Βασίλη Φίλιππα Νίτσα) ήταν καθηλωμένος στο αναπηρικό κρεβάτι και καθόταν στο παράσπιτο που βρισκόταν (και είναι ακόμα) στην εντυπωσιακή αυλή του αρχοντικού Κουτσομπίνα.
Πολυμαθέστατος, πολυδιαβασμένος. Ίσως, επειδή είχε το χρόνο όλο δικό του καθώς από τα εφηβικά του χρόνια (λίγο μετά την εισαγωγή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μαζί με το Βασίλη Φίλιππα Νίτσα) ήταν καθηλωμένος στο αναπηρικό κρεβάτι και καθόταν στο παράσπιτο που βρισκόταν (και είναι ακόμα) στην εντυπωσιακή αυλή του αρχοντικού Κουτσομπίνα.
Είχα την καλή τύχη και την τιμή να συζητάμε ώρες ολόκληρες με τον Κωνσταντίνο Κουτσομπίνα, ενώ πολλές φορές τον εφοδίαζα και με δικά μου βιβλία, καθότι, όπως προανέφερα, ήταν δεινός μελετητής.
Αυτές οι επισκέψεις και οι συζητήσεις στο σπίτι του άρχισαν κυρίως μετά το 1955 (από μαθητής του Γυμνασίου τη Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου), συνεχίσθηκαν, όταν κατέβαινα στο χωριό, όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο και κορυφώθηκαν μετά το 1969, όταν ήδη είχε αρχίσει η δημοσιογραφική μου πορεία.
Αυτές οι επισκέψεις και οι συζητήσεις στο σπίτι του άρχισαν κυρίως μετά το 1955 (από μαθητής του Γυμνασίου τη Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου), συνεχίσθηκαν, όταν κατέβαινα στο χωριό, όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο και κορυφώθηκαν μετά το 1969, όταν ήδη είχε αρχίσει η δημοσιογραφική μου πορεία.
Θυμάμαι, λοιπόν, ότι μετά το Πάσχα του 1976 είχα επισκεφθεί το χωριό μας και, φυσικά, πήγα να δω (όπως έκανα πάντα!) τον Κωνσταντίνο Κουτσομπίνα, ο οποίος πάντα ρωτούσε τον πατέρα μου (ήταν ο κουρέας του!) πότε θα κατέβαινα στο χωριό.
Με είχε ενημερώσει ο πατέρας μου, λέγοντας ότι ο «Κωστάκης» (έτσι τον έλεγαν στο χωριό!) «σε περιμένει με αγωνία, αλλά δεν μού είπε τι σε θέλει»! Πράγματι, επισκέφθηκα τον Κωνσταντίνο Κουτσομπίνα κι αμέσως μου έδωσε να διαβάσω το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Νιοχώρι».
Για πρώτη φορά διαπίστωσα ότι ήταν εκνευρισμένος. Και εξεπλάγην διότι ήταν πάντα ήρεμος, γαλήνιος! -«Τι κάνω, τώρα Δημητράκη;», μου είπε. - «Απλούστατα, να στείλεις μιαν επιστολή στο περιοδικό, όπου θα παρουσιάζεται η πραγματικότητα, η οποία είναι πολύ θολή στην περιοχή μας για τους Ελληνόβλαχους», του απάντησα.
Με είχε ενημερώσει ο πατέρας μου, λέγοντας ότι ο «Κωστάκης» (έτσι τον έλεγαν στο χωριό!) «σε περιμένει με αγωνία, αλλά δεν μού είπε τι σε θέλει»! Πράγματι, επισκέφθηκα τον Κωνσταντίνο Κουτσομπίνα κι αμέσως μου έδωσε να διαβάσω το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Νιοχώρι».
Για πρώτη φορά διαπίστωσα ότι ήταν εκνευρισμένος. Και εξεπλάγην διότι ήταν πάντα ήρεμος, γαλήνιος! -«Τι κάνω, τώρα Δημητράκη;», μου είπε. - «Απλούστατα, να στείλεις μιαν επιστολή στο περιοδικό, όπου θα παρουσιάζεται η πραγματικότητα, η οποία είναι πολύ θολή στην περιοχή μας για τους Ελληνόβλαχους», του απάντησα.
Αμέσως, γαλήνευσε, ηρέμησε. - «Την έχω έτοιμη», μου είπε! - «Διάβασέ την, σε παρακαλώ, και πες μου τις εντυπώσεις, καθώς εσύ γνωρίζεις την πραγματικότητα, αφού από φοιτητής συνεργαζόσουνα με τον αδερφό μου, τον Φώτη».
Τη διάβασα την επιστολή και πράγματι θαύμασα τα άψογα Ελληνικά του συγγραφέα και διαπίστωσα ότι ήταν καταπέλτης όσον αφορά την τεκμηρίωση της ελληνοβλάχικης (κουτσοβλάχικης) διαλέκτου ως ελληνικής και το ράπισμα της προπαγάνδας (δεν έχει παύσει ποτέ) ότι η Κουτσοβλαχική είναι … ρουμανική!
Μπορώ να πω ότι ενθουσιάσθηκα από το περιεχόμενο της επιστολής, διότι τα επιχειρήματα που παρετίθεντο σ΄ αυτήν προέρχονταν από έναν άμεσο γόνο ιδρυτή του χωριού μας, ο οποίος ανέβαινε πολλά χρόνια πριν με τα κοπάδια του στην Ήπειρο για ξεκαλοκαιριό και κατέβαινε στην Ακαρνανία για χειμαδιό.
Συμπεραίνω, λοιπόν, πέρα από τις γνώσεις που απέκτησε ο Κωνσταντίνος Κουτσομπίνας για το θέμα αυτό από τις συνεχείς μελέτες σχετικών βιβλίων και άλλων πηγών, ότι ένα μέρος προερχόταν από τον πατέρα Νίκο Κουτσομπίνα και τον παππού του Θύμιο Κουτσομπίνα. Δηλαδή, πρόκειται για πληροφορίες από «πρώτο χέρι».
Διαπίστωσα όμως ακόμα ότι, ως άρχοντας και αριστοκράτης που ήταν, εμφανιζόταν στην επιστολή ως πάρα πολύ ευγενικός! Κι έτσι πείσθηκε και δέχθηκε να αλλάξει το κείμενο της επιστολής προς το τέλος!
Ικανοποιήθηκε από τη διαβεβαίωση αυτή και τον αποχαιρέτησα τονίζοντας να στείλει την επιστολή αυτή στο περιοδικό «Νιοχώρι».
Μπορώ να πω ότι ενθουσιάσθηκα από το περιεχόμενο της επιστολής, διότι τα επιχειρήματα που παρετίθεντο σ΄ αυτήν προέρχονταν από έναν άμεσο γόνο ιδρυτή του χωριού μας, ο οποίος ανέβαινε πολλά χρόνια πριν με τα κοπάδια του στην Ήπειρο για ξεκαλοκαιριό και κατέβαινε στην Ακαρνανία για χειμαδιό.
Συμπεραίνω, λοιπόν, πέρα από τις γνώσεις που απέκτησε ο Κωνσταντίνος Κουτσομπίνας για το θέμα αυτό από τις συνεχείς μελέτες σχετικών βιβλίων και άλλων πηγών, ότι ένα μέρος προερχόταν από τον πατέρα Νίκο Κουτσομπίνα και τον παππού του Θύμιο Κουτσομπίνα. Δηλαδή, πρόκειται για πληροφορίες από «πρώτο χέρι».
Διαπίστωσα όμως ακόμα ότι, ως άρχοντας και αριστοκράτης που ήταν, εμφανιζόταν στην επιστολή ως πάρα πολύ ευγενικός! Κι έτσι πείσθηκε και δέχθηκε να αλλάξει το κείμενο της επιστολής προς το τέλος!
Ικανοποιήθηκε από τη διαβεβαίωση αυτή και τον αποχαιρέτησα τονίζοντας να στείλει την επιστολή αυτή στο περιοδικό «Νιοχώρι».
Όπερ και εγένετο. Υπό ημερομηνία 8 Ιουνίου 1976 ο Κωνσταντίνος Ν. Κουτσομπίνας έστειλε την επιστολή αυτή στο περιοδικό «Νιοχώρι», η οποία δημοσιεύθηκε στο επόμενο τεύχος (49/1976) και η οποία είχε ως εξής:
«Κύριε διευθυντά, εις το 48 τεύχος Ιανουαρίου Απριλίου 1976 του έγκριτου και χρήσιμου περιοδικού της Κοινότητας Νεοχωρίου «Νιοχώρι», διάβασα το άρθρο του αξιότιμου κυρίου Θανάση Κοντοπάνου περί Βλάχων – Καραγκούνηδων.
Σαν άμεσος απόγονος των αναφερομένων εις το άρθρο τούτο, Θύμιου και Νίκου Κουτσομπίνα (εγγονός του πρώτου και υιός του δεύτερου) θέλω να συγχαρώ τον συγγραφέα του άρθρου για τα τόσον λεπτομερή γεγονότα, τα οποία εκθέτει, όσον αφορά τα δύο προσφιλή μου πρόσωπα των προγόνων μου, ως και για τα ήθη και έθιμά μας.
Θα μου επιτρέψει όμως ο κύριος Κοντοπάνος να διαφωνήσω εις το θέμα της καταγωγής μας. Κανείς από τους ομοφύλους μας είτε κατοικούντες εις Ακαρνανίαν είτε εις Ήπειρον και Μακεδονίαν, που γνωρίζουν έστω και ολίγα γράμματα, δεν παραδέχονται ότι κατάγονται από τους Ρουμάνους, διότι γνωρίζουν ότι η γλώσσα μας ομοιάζει περισσότερο με την Ελληνικήν και Ιταλικήν, παρά με την Ρουμανικήν.
Όπως δε αναφέρουν εις συγγράμματά των περίφημοι επιστήμονες, όπως ο ακαδημαϊκός ιστοριοδίφης Κεραμόπουλος, ο πρόεδρος της Ανθρωπολογικής Εταιρείας κ. Άρης Πουλιανός και ο εξοχότατος υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Ευάγγελος Αβέρωφ, η φυλή μας, των Κουτσοβλάχων (όχι Βλάχων) είναι η πιο γνήσια ελληνική, όμοια των Σαρακατσαναίων.
Όσον αφορά το ζήτημα της διαλέκτου που χρησιμοποιούμεν και η οποία είναι πολύ πτωχή σε λέξεις ξένες (ιταλικές), οι ως άνω ειδήμονες περί την Ιστορίαν, το εξηγούν ως εξής:
Γνωρίζομεν ότι μετά τα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνος, ήτοι μετά την εν Κυνός Κεφαλαίς μάχη μεταξύ του Μακεδόνος Βασιλέως Φιλίππου Ε΄ και του Ρωμαίου αρχηγού Φλαμενίνου, η Ελλάς υπετάγη εις τους Ρωμαίους, ηττηθέντος του Φιλίππου κατά την ως άνω μάχην.
Οι κατακτηταί Ρωμαίοι, προς επικοινωνίαν με τας Αματολικάς επαρχίας, κατασκεύασαν την περίφημον «Εγνατίαν Οδόν», οδικήν αρτηρίαν μεγάλης στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας. Η οδός αυτή άρχιζε από το Δυρράχιον επί της Αδριατικής, κατευθύνετο προς Νότον μέχρι των σημερινών συνόρων, περίπου Ελλάδος – Αλαβανίας, από εκεί κατευθύνετο προς Ανατολάς μέχρι του Έβρου ποταμού. Μετά την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επεξετάθη μέχρις αυτής. Το μήκος της έφθασε τα 800 περίπου χιλιόμετρα. Λόγω, λοιπόν, της σπουδαιότητός της ήτο ανάγκη να φυλαχθεί η οδική αυτή αρτηρία δια φρουρών. Δια να μην απασχοληθούν δε ρωμαϊκαί δυνάμεις εις την υπηρεσίαν αυτήν, στρατολογούσαν οι Ρωμαίοι μισθοφόρους εκ των ομόρων περιοχών, ήτοι Αλβανίας, Ελλάδος και Σερβίας.
Τοιουτοτρόπως, οι μισθοφόροι αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να εκμάθουν τις στοιχειώδεις φράσεις των προϊσταμένων τους αξιωματικών εις την επικρατούσαν τότε Ρωμαϊκήν γλώσσαν, η οποία συν τω χρόνω μετεβλήθη σε μητρική τους γλώσσα.
Και έτσι έχομεν τους Αρβανιτοβλάχους (Αλβανοί φρουροί), Κουτσόβλαχους, οι απόγονοι των Ελλήνων Φρουρών κλπ. Εις επίρρωσιν των ανωτέρω υπάρχει εν παλαιόν λεξικό της Κουτσοβλαχικής διαλέκτου, συγγραφεύς του οποίου είναι διακεκριμένος Γυμνασιάρχης του οποίου το όνομα δεν ενθυμούμαι, Κουτσόβλαχος την καταγωγήν, δια του οποίου, επιστημονικώς αποδεικνύει ότι εις την Κουτσοβλαχικήν διάλεκτον αι περισσότεραι λέξεις προέρχονται από ρίζας Ελληνικών λέξεων, όπως π.χ. λέμε την κάλτσαν εις την Κουτσοβλαχικήν «περπόντι», ως το αρχαίον Ελληνικό «περιπόδιον».
Το πρόβατο το λέμε «όϊ», εκ του Ομηρικού «Όϊς», την χαράν τη λέμε «χαράον», την «παρηγοριάν» «προυγουρίη», το «υποκάμισον «κεμιάσε», το «ποτάμι» «ρέου» εκ των «ρέω» κλπ (Σημείωση: Εννοεί τον Κωνσταντίνο Νικολαίδη, ο οποίος το 1909 κυκλοφόρησε το πολύτιμο ογκώδες «Λεξικό της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης»).
Όπως έχω διαβάσει σ΄ εφημερίδα, μια Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Αμερικής χαρακτηρίζει την φυλήν των Κουτσοβλάχων Ηπείρου, Στερεάς Ελλάδος, Μακεδονίας και Θράκης ως τους πλέον γνήσιους Έλληνας. Αυτά προς αποκατάστασιν τη αληθείας.
Και πάλιν συγχαίρω τον αξιότιμον κύριον Κοντοπάνον δια το περισπούδαστον πόνημά τους περί της φυλής μας, έστω και αν, λόγω των πολλών αντιφατικών γνωμών που υπάρχουν γι΄ αυτήν όσον αφορά την καταγωγή της (πράγμα που συμβαίνει και για την προέλευσιν πολλών λαών και για τους ομιλούντας μόνον την Ελληνικήν Έλληνας, όρα Φαλμεράϊερ), παρασύρθηκε από αβασάνιστες απόψεις μερικών δήθεν επιστημόνων επί το πλείστον από πολιτικές και φυλετικές σκοπιμότητες π.Χ. Ρουμάνων, Ιταλών κλπ.
Επίσης, συγχαίρω τον κ. πρόεδρον της Κοινότητας Νεοχωρίου ως και το Κοινοτικόν Συμβούλιον αυτής δια το χρησιμώτατον περιοδικόν «Νιοχώρι», ευχόμενος η έκδοσίς του να είναι παντοτινή και να εύρη μιμητάς και από άλλες κοινότητες.
Σαν άμεσος απόγονος των αναφερομένων εις το άρθρο τούτο, Θύμιου και Νίκου Κουτσομπίνα (εγγονός του πρώτου και υιός του δεύτερου) θέλω να συγχαρώ τον συγγραφέα του άρθρου για τα τόσον λεπτομερή γεγονότα, τα οποία εκθέτει, όσον αφορά τα δύο προσφιλή μου πρόσωπα των προγόνων μου, ως και για τα ήθη και έθιμά μας.
Θα μου επιτρέψει όμως ο κύριος Κοντοπάνος να διαφωνήσω εις το θέμα της καταγωγής μας. Κανείς από τους ομοφύλους μας είτε κατοικούντες εις Ακαρνανίαν είτε εις Ήπειρον και Μακεδονίαν, που γνωρίζουν έστω και ολίγα γράμματα, δεν παραδέχονται ότι κατάγονται από τους Ρουμάνους, διότι γνωρίζουν ότι η γλώσσα μας ομοιάζει περισσότερο με την Ελληνικήν και Ιταλικήν, παρά με την Ρουμανικήν.
Όπως δε αναφέρουν εις συγγράμματά των περίφημοι επιστήμονες, όπως ο ακαδημαϊκός ιστοριοδίφης Κεραμόπουλος, ο πρόεδρος της Ανθρωπολογικής Εταιρείας κ. Άρης Πουλιανός και ο εξοχότατος υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Ευάγγελος Αβέρωφ, η φυλή μας, των Κουτσοβλάχων (όχι Βλάχων) είναι η πιο γνήσια ελληνική, όμοια των Σαρακατσαναίων.
Όσον αφορά το ζήτημα της διαλέκτου που χρησιμοποιούμεν και η οποία είναι πολύ πτωχή σε λέξεις ξένες (ιταλικές), οι ως άνω ειδήμονες περί την Ιστορίαν, το εξηγούν ως εξής:
Γνωρίζομεν ότι μετά τα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνος, ήτοι μετά την εν Κυνός Κεφαλαίς μάχη μεταξύ του Μακεδόνος Βασιλέως Φιλίππου Ε΄ και του Ρωμαίου αρχηγού Φλαμενίνου, η Ελλάς υπετάγη εις τους Ρωμαίους, ηττηθέντος του Φιλίππου κατά την ως άνω μάχην.
Οι κατακτηταί Ρωμαίοι, προς επικοινωνίαν με τας Αματολικάς επαρχίας, κατασκεύασαν την περίφημον «Εγνατίαν Οδόν», οδικήν αρτηρίαν μεγάλης στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας. Η οδός αυτή άρχιζε από το Δυρράχιον επί της Αδριατικής, κατευθύνετο προς Νότον μέχρι των σημερινών συνόρων, περίπου Ελλάδος – Αλαβανίας, από εκεί κατευθύνετο προς Ανατολάς μέχρι του Έβρου ποταμού. Μετά την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επεξετάθη μέχρις αυτής. Το μήκος της έφθασε τα 800 περίπου χιλιόμετρα. Λόγω, λοιπόν, της σπουδαιότητός της ήτο ανάγκη να φυλαχθεί η οδική αυτή αρτηρία δια φρουρών. Δια να μην απασχοληθούν δε ρωμαϊκαί δυνάμεις εις την υπηρεσίαν αυτήν, στρατολογούσαν οι Ρωμαίοι μισθοφόρους εκ των ομόρων περιοχών, ήτοι Αλβανίας, Ελλάδος και Σερβίας.
Τοιουτοτρόπως, οι μισθοφόροι αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να εκμάθουν τις στοιχειώδεις φράσεις των προϊσταμένων τους αξιωματικών εις την επικρατούσαν τότε Ρωμαϊκήν γλώσσαν, η οποία συν τω χρόνω μετεβλήθη σε μητρική τους γλώσσα.
Και έτσι έχομεν τους Αρβανιτοβλάχους (Αλβανοί φρουροί), Κουτσόβλαχους, οι απόγονοι των Ελλήνων Φρουρών κλπ. Εις επίρρωσιν των ανωτέρω υπάρχει εν παλαιόν λεξικό της Κουτσοβλαχικής διαλέκτου, συγγραφεύς του οποίου είναι διακεκριμένος Γυμνασιάρχης του οποίου το όνομα δεν ενθυμούμαι, Κουτσόβλαχος την καταγωγήν, δια του οποίου, επιστημονικώς αποδεικνύει ότι εις την Κουτσοβλαχικήν διάλεκτον αι περισσότεραι λέξεις προέρχονται από ρίζας Ελληνικών λέξεων, όπως π.χ. λέμε την κάλτσαν εις την Κουτσοβλαχικήν «περπόντι», ως το αρχαίον Ελληνικό «περιπόδιον».
Το πρόβατο το λέμε «όϊ», εκ του Ομηρικού «Όϊς», την χαράν τη λέμε «χαράον», την «παρηγοριάν» «προυγουρίη», το «υποκάμισον «κεμιάσε», το «ποτάμι» «ρέου» εκ των «ρέω» κλπ (Σημείωση: Εννοεί τον Κωνσταντίνο Νικολαίδη, ο οποίος το 1909 κυκλοφόρησε το πολύτιμο ογκώδες «Λεξικό της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης»).
Όπως έχω διαβάσει σ΄ εφημερίδα, μια Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Αμερικής χαρακτηρίζει την φυλήν των Κουτσοβλάχων Ηπείρου, Στερεάς Ελλάδος, Μακεδονίας και Θράκης ως τους πλέον γνήσιους Έλληνας. Αυτά προς αποκατάστασιν τη αληθείας.
Και πάλιν συγχαίρω τον αξιότιμον κύριον Κοντοπάνον δια το περισπούδαστον πόνημά τους περί της φυλής μας, έστω και αν, λόγω των πολλών αντιφατικών γνωμών που υπάρχουν γι΄ αυτήν όσον αφορά την καταγωγή της (πράγμα που συμβαίνει και για την προέλευσιν πολλών λαών και για τους ομιλούντας μόνον την Ελληνικήν Έλληνας, όρα Φαλμεράϊερ), παρασύρθηκε από αβασάνιστες απόψεις μερικών δήθεν επιστημόνων επί το πλείστον από πολιτικές και φυλετικές σκοπιμότητες π.Χ. Ρουμάνων, Ιταλών κλπ.
Επίσης, συγχαίρω τον κ. πρόεδρον της Κοινότητας Νεοχωρίου ως και το Κοινοτικόν Συμβούλιον αυτής δια το χρησιμώτατον περιοδικόν «Νιοχώρι», ευχόμενος η έκδοσίς του να είναι παντοτινή και να εύρη μιμητάς και από άλλες κοινότητες.
Με τιμή και συμπατριωτική αγάπη
Κωνσταντίνος Ν. Κουτσομπίνας»
(*Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Στεργίου, γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας από Ελληνόβλαχους γονείς και διετέλεσε διευθυντής στις μεγαλύτερες Αθηναϊκές εφημερίδες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο