Γράφει ο: Πολ Γραμμένος*
Ο
ερχομός διαφόρων οικονομικών μεταναστών στη μικρή
ελλαδίτσα μας τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει διάφορες αντιδράσεις στους
περήφανους γηγενείς. Η λέξη
"Αλβανός" πέρα από την υποδήλωση μιας
εθνικότητας, είναι
συνώνυμα πολλών άλλων πραγμάτων, εννοιών και αντιλήψεων.
Ο
κλασικός ελληνάρας σήμερα αντιμετωπίζει τον
Αλβανό, τον Κινέζο, τον Ινδό, τον Πακιστανό ως κάτι κατώτερο, κάτι ξένο, κάτι μη ελληνικό. Ο κλασικός ελληναράς σήμερα είναι
ο τύπος που δεν ανέχεται κάτι διαφορετικό απ’ αυτόν. Δεν
θέλει τους ξένους γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει ιδέα γιατί φέρεται έτσι, επειδή
βρίσκεται χαμηλά στη νοητική και κοινωνική κλίμακα και ψάχνει εναγωνίως κάποιον που ελπίζει να βρίσκεται πιο κάτω απ’ αυτόν.
Υπάρχει όμως κι ο άλλος
έλληνας ο επαγγελματίας, ο
ιδεαλιστής Έλληνας που
στο αίμα του κυλάει σταγόνες του Μέγα Αλέξανδρου, του Περικλή, του Λεωνίδα γιατί νοιώθει απόγονος αυτών. Ο Έλληνας αυτός
δεν θέλει τους ξένους, επειδή τους θεωρεί κατώτερους, εθνικά και φυλετικά. Θεωρεί ότι νοθεύουν
τη φυλή μας. Συνήθως, είναι άνθρωποι
σχετικά μορφωμένοι και πιστεύουν σε μια δικιά τους ανωτερότητα, προφανώς να καλύψουν άλλες ατομικές τους
αδυναμίες.
Έχουμε επίσης και τους
συμφεροντολόγους.
Αυτοί δίνουν δουλειά στους αλλοδαπούς, όχι γιατί τους αγαπάνε ιδιαίτερα, αλλά γιατί ξέρουν ότι θα πληρώσουν πολύ λιγότερα από έναν ειδικευμένο Έλληνα μπογιατζή ή υδραυλικό. Το θέμα είναι κυρίως οικονομικό. Τους βάζουν στα σπίτια τους, τους
τρατάρουν καφέ ή οτιδήποτε άλλο και παραδέχονται ότι έκαναν σωστά τη δουλειά τους σε αντιστοιχία με τον έλληνα, δεν συμμερίζονται με την ιστορία τους, πως ξεκίνησε και από ποια χώρα ήρθε, δεν δίνει σημασία
αρκεί να γίνει η δουλειά του φτηνά σίγουρα και γρήγορα και ας είναι και από το Κουρδιστάν. Αυτοί οι τύποι Ελληναράδες γελούν με
ρατσιστικά ανέκδοτα μ’ ένα αθώο μειδίαμα, γιατί νοιώθουν ασφαλείς ότι από τη στιγμή που
έδωσαν λεφτά σ’ έναν ξένο τον έχουν υποτάξει στο μεγαλείο του οικοδεσπότη.
Αμ οι άλλο, οι άνετοι, που το παίζουν Ευρωπαίοι και πολιτισμένοι. Που μιλάνε σαν να βρίσκονται στη Χάγη και παλεύουν για μια
δυτική ζωή με δυτικές αντιλήψεις. Ισχυρίζονται ότι όλα τα ρατσιστικά ανήκουν πλέον στο παρελθόν και ότι τελείωσαν
οι μεσαίωνες και τα κυνηγητά. Αλλά όλα καλά, μέχρι τη στιγμή που η άνεσή τους λήγει όταν έρχονται
σε επαφή με το ξένο στοιχείο. Δεν κάθονται στο λεωφορείο δίπλα τους με το σκεπτικό
ότι βρωμάνε ή μην τους κλέψουν το πορτοφόλι. Υπάρχει προκατάληψη καλά κρυμμένη μέσα τους.
Αν ο μη γένοιτο
η κόρη τους φέρει στο σπίτι κανένα γαμπρό Αλβανό , τότε σίγουρα θα έχουμε λιποθυμίες μέχρι και εγκεφαλικά κι όλα θα ξεχαστούν τα ρατσιστικά και οι μεσαίωνες. Τότε σκέφτονται ότι οι ξένοι ήρθαν να μας πάρουν τις δουλειές και τα κορίτσια μας.
Παναγία βόηθα....
Κάποιοι άλλοι φοβούνται τα πάντα και για όλα
τα δεινά φταίνε οι ξένοι. Φοβούνται ότι θ’ αλλοιωθεί η
εθνική μας συνείδηση. Θα χαθεί η έννοια της χώρας με την υπάρχουσα δομή στα Βαλκάνια και ότι όλοι,
Αφρικανοί, Ασιάτες θα μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι στα σπίτια τους. Άσε που ανησυχούν που μπορεί
οι ξένοι να φέρουν αρρώστιες που θα κολλήσουν τα υγιή δικά μας ελληνάκια.
Όταν ακούν για μια ληστεία ή δολοφονία ρωτούν
Αλβανός ή Ρώσος τόκανε; Δεν περνάει από το μυαλό τους ότι μπορεί νάναι και δικός μας.
Εμείς είμαστε άγιοι.
Συχνά μέσα απ’ αυτά τα χρόνια και την επαφή των λαών μέσα στη χώρα μας έχει προκύψει και μια ακόμα
ομάδα αυτή των ερωτευμένων. Αυτοί οι άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες, έτυχε να ερωτευτούν
κάποιο ξένο με αποτέλεσμα να το αντιμετωπίσουν το θέμα κάπως ρομαντικά. Σε αυτούς ισχύει το
"όλοι είμαστε ίδιοι". Αρκετοί δε απ’ αυτούς φτάνουν σε σημείο και
να παντρευτούν, οπότε το θέμα αποκτά μια ρεαλιστική τροπή. Υπάρχουν επίσης και οι
70άρηδες που ερωτεύονται παράφορα μια 30χρονη Ρωσίδα και κάνει όλη την οικογένεια να τρέμει με την ιδέα ότι
ο παππούς θα της γράψει το σπίτι και το εξοχικό στη Λούτσα που τώρα τελευταία έριξε και τα μπετά. Από τη πλευρά όμως του
παππού που έχει 15 χρόνια χήρος δεν τον σκέφτηκε κανείς πως περνάει και είναι απόλυτα θεμιτό ν’ αγάπησε ένα νεαρό κορίτσι και σκασίλα του αν αυτή γεννήθηκε στα Τίρανα , στο Μίνσκ, στη Σόφια ή στο Κακοσάλεσι. Αυτός να περνάει καλά. Από τη πλευρά όμως της 30χρονης
……ο θεός κι η ψυχή της.
Τώρα εσείς δεν ξέρω σε ποια
κατηγορία ελληναράδων ανήκετε αλλά ένα έχει σημασία.
Παντού υπάρχουν άνθρωποι καλοί και κακοί, ψιλοί και κοντοί, ωραίοι και άσχημοι. Για φανταστείτε την εποχή της
συγκομιδής των αγροτικών προϊόντων μας να μην υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι ποιος θα
μάζευε τις ελιές, τα πορτοκάλια, ποιος θα έκτιζε τα σπίτια μας, ποιος θα πρόσεχε τους γέρους και ανήμπορους; Τα δικά μας παιδιά βλέπεις, τα θέλουμε
σπουδαγμένα με τα πτυχία κορνιζαρισμένα και κρεμασμένα στο σαλόνι που τα περισσότερα να είναι
άνεργα ή μερικά σε stage με 500 ευρώ το μήνα και ανασφάλιστα για να είμαστε στο κλίμα της εποχής.
Αθάνατε Ελληνάρα.!!! Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.
Σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύει κανείς ότι
αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν Έλληνες. Θα δουλεύουν όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες και μετά φεύγοντας για τη χώρα τους ίσως έχουν
εισπράξει μερικά στοιχεία από τον πολιτισμό μας και την πολύχρονη ελληνική φιλοξενία με
εμπειρίες και μερικοί ίσως με γεμάτο το πορτοφόλι .
(* Κατάγεται από τη Ρίγανη Ξηρομέρου και είναι υπεύθυνος έκδοσης στο περιοδικό «Αρχαία Μητρόπολις» που εκδίδει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ρίγανης).