Απόσπασμα
Θεατρικό έργο σε Βονιτσιάνικη ντοπιολαλιά
ΣΚΗΝΗ 7η: Το δριμώνιασμα
Στην αυλή τα πέντε καζάνια βράζουν το γάλα και σε κάθε καζάνι είναι μια γυναίκα που ανακατώνει το γάλα για να μην πιάσει, να καεί.
Δμήτρου: Λίγο ακόμα και θα πάρει βράση το γάλα...
Απευθυνόμενη στους άλλους της αυλής.
Δμήτρου: Τώρα βάλτε και άλλα τσάκνα, Λίμπω πάρε τη μάσα και αναμέρισε τα χειρόξυλα για να μπούνε τα τσάκνα. Τώρα είναι η προσοχή. Ετοιμάστε το κομμένο στάρι.
Αλλοι βάζουν ξύλα στη φωτιά, άλλοι συμπάνε τη φωτιά, άλλοι ετοιμάζουν το κομμένο στάρι.
Δμήτρου: Να τήρα κοχλάζει το γάλα, έτοιμοι ρίξτε σιγά σιγά το κομμένο στάρι. Μωρή Ακρίβωωω ανακάτωσε καλά, μη κλουμπιάσει.
Απο όλους ακούγεται ένα τραγούδι...
Φίλια: Μαρή Λίμπω, μάσε πιό κάτω τ’ φούστα σ. Μας φωτογραφίζεις. Ασε εμάς αλλά δεν λυπάσαι τς ανδρες από απέναντι. Αντι να δριμωνιάζνε έχνε αποχαυνωθεί με το πράμα σ’. Σε λίγο θα σπάσνε τα τσέρκια στα δριμώνια, πάει το στρίψιμο γόνα..............
Λίμπω: Γβάσ’ μουρή Φίλια. Τι φαινόναντε μουρή, ούτε το κότσι μ’.
Ακρίβου: Ναι το κότσι δεν φαινόντανε γιατί το κάλυπτε το δριμώνι, τα πιό πάνου όμως τάχες βγάλεις για αέρα. Κι όπως λέμε εδώ στη Μπούχαλη, τσι μεγάλες αποκριές βγαίνουν έξω οι ψ..γριές και τη καθαρή Δευτέρα πέρνε τα μ... μωρά αέρα.
Φίλια: Δεν τρέπεσαι μουρή. Τι λόγια είναι αυτά π’ κρένεις. Κι θα θέλεις να πάς να μεταλάβεις τ Κυριακή. Οπου αμαρτία, φωτιά θα πέσει να σε κάψει.
Τώρα που το κρένεις τώρα του σκέπτομαι καλλίτερα. Δε μ λές Λίμπου, αυτές που κάθε Κυριακή πάνε κι μεταλαβαίνουν, κρατάνε όλες τσ΄μέρες; -Δεν κάνε τίποτα; -Δε λένε τίποτα; -Τόχνε κάνει χούι. Αφού έχουμε μάθει κι τ΄σειρά πουχνε όταν πάνε για μεταλαβιά.
Φώτου: Γναίκες είστε πολύ πίσω. Δεν είναι μεταλαβιά είναι θεία μετάληψη. Πέρνε τ’ χάρη και το αγίασμα. Να τα λέτε καλά κι όχι έτσι στα χαμένα...
Φίλια: Ωρα είναι να μας πείς κι να μας τα τσακατίσεις. Εσύ δεν είσαι μέσα σε αυτές που πάνε κάθε Κυριακή για μεταλαβιά, αλλά για μολόγαμας αυτό το ωραίο π’ κάνεις με την εξομολόγηση;
Φώτου: Είστε παρασάνταλα. Φταίου εγώ π’ ασχολήθκα μαζί σας.
Φίλια: Μη κάνεις και τ’ παραξηγημένη τώρα. Ο κώλος τα ξεκίνησε, ήθελες να μας πείς κι αγράμματες. «Δεν ξέρτε για την Θεία μετάληψη!!!!». Εμείς μαρή δεν ξέρουμε, εμείς όταν πάμε, που και που κατά δεκαετία, για μεταλαβιά, μεταλαβαίνουμε κι οχι καταλαβαίνουμε. Οπως λένε κι οι γραφές δεν γνωρίζει η δεξιά μας τι κάνει η αριστερά μας. Για πές μας όπως για τσ δικές εξομολογήσεις;
Φώτου: Γναίκες πάτε να το σομπολιάστε, με τσακατάτε, σταματείστε.
Λίμπου: Φαίνεται ότι σε πονάει; Δεν μας κρένεις για κείνους τους όρκους ψέματα πουλεγες στο δικαστήριο; -Επιστήμη τόκανες. Είχες φορέσεις κι τα καλά σ’, έκανες κι το μαλλί. Μωρή το βράδυ δεν θα κοιμήθκες στο κρεβάτι, για να κρατήσεις το μαλλί. Ανέβκες στο ακροατήριο, κράταγες κι τ’ τσάντα στα δεξιά για να ορκιστείς με το αριστερό, λες κι δεν θάπιανε ου όρκος. Αλλά σε κάρφωσε από πίσου ου όχλος που σ’ ήξερε από τα παλιά. «Με του δεξί κ’ πρόεδρε, μου του δεξί». Τι να κάνεις παλάμσες κι έβγαλες τ πίσσα κι την κατέλα. Είπες, είπες, είπες, όλα όπως είχε το συμφέρον σου.
Φίλια: Εκατσες κάτου αλλά δεν σε έπαιρνε ου τόπος, Είπες πολλά. Μόλις τέλειωσε του δικαστήριο πήρες το κοντό για εκκλησία, να ξεμολογηθείς. Τον ήξερες του δρόμο, τον έχεις κάνει βούγκα πολλές φορές..
Λίμπου: Ποιό δρόμο, τ’ λεωφόρο τσ αμαρτίας. Χούι τώχει. Αλλά δεν φταίει αυτή, ου παππάς φταίει π’ τσ δίνει άφεση αμαρτιών. Ποιά άφεση αμαρτιών. Εδώ κάποιοι άνθρωποι τυραννιόνται από τους όρκους ψέματα πού’ κανε, κι άλλοι για ένα στεφάνι στον επιτάφιο σχωράνε. -Τι σχωράτε τα όρνια; Κι όπως λέει ένας καλός Παζαριώτης: «Μην δίντε τα άγια στα σκλυά».
Φώτου: Τράβηξε πολύ η κβέντα σας, πολλά λέτε σε βάρος μου. Εγώ είπα σα μπουχαλιώτσα να ξεκαμπήσω και να κάνω μαζί σας το δριμώνιασμα, κι εσείς κάντε σα να πέρτε τα χάκια σας. Τι σας έκανα;
Φίλια: Να τα πάρουμε τα πράγματα απ’ τ’ αρχή. Ο πατέρας ήτανε Μπουχαλιώτης, εσύ μετακόμσες εδώ κι δεκαετίες στου παζάρ. Το ότι ήρθες εδώ δεν ήρθες σαν μπουχαλιώτσα αλλά κάτι για εκλογές ακούσκανε κι ένα από τα παιδιά σ θα κατέβει για ψήφους. Τώρα θμηκες τ’ Μπούχαλη...
Φώτου: Ειστε κακιές και δεν έχτε τρόπους. Απ’ τ’ αρχή του έργου η μιά κατηγοράει τ’ άλλη. Αυτές είστε...
Δμήτρου: Ακουρμάς γιατί κι στ’ Μπούχαλη πού’ μενες για λίγα φεγγάρια δεν πήρες το νόημα τσ’ φτωχωλουγιάς. Τα λέμε η μία στ’ άλλη κι το γλεντάμε. Τόσα πόυ’ παμε η μιά στην άλλη, καμιά δεν παρεξεγήθκε. Ολες εδώ πάλι μαζί είμαστε. Τι έκανε η μία κι άλλη; Τίποτα. Γιαυτό το γλεντάμε, τσ’ αγραπνιές κι στου δυμόνιασμα. Αλλά για κάτσε να σου τα πουμε μια και καλή. Θυμάσαι το γίγαντα κι τ’ κακομοίρα τ’ μάνα τ’ .........
(συνεχίζεται...)
Καποια στιγμη πρεπει να παιχτη θεατρικό.....να εισαι καλα Στέλιο με εκανες και γελασα όμορφα.
ΑπάντησηΔιαγραφή