Μ’ όσες δυνάμεις έχω, παίρνω στο σβέρκο το ετοιμοθάνατο κορμί και κάνω τον κατήφορο....
Γράφει ο: Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός
Μας μάζευε ο μακαρίτης ο Μπαρμπα Ανδρέας πιτσιρικάδες τ’ απόβραδα τέτοια εποχή στο Αγγελόκαστρο, στη μεγάλη πέτρα που κάθονταν απάνω της ίσα μες 6-7 άτομα και βρισκότανε για χρόνια εκεί, έξω απ΄το κατώι του παλιού Ρομπολέϊκου σπιτιού, και μας εξιστορούσε με τη μεγάλη μαεστρία που τον διέκρινε στην αφήγηση, βιώματα που έζησε στο Αλβανικό. Μια τέτοια αφήγηση, μέρα που είναι σήμερα, σας μεταφέρω με διηγηματική μορφή, με όσα το μυαλό μου έχει συγκρατήσει από τότε, στο πέρασμα σχεδόν μισού αιώνα:
Οι χειροβομβίδες «μπουμπούνιζαν» άγρια γύρω μου. Μια τρέλα μ’ είχε καταλάβει απ’ το φόβο. Ήθελα να γίνω ένα με το βράχο που είχα ριζώσει, και στριμώχτηκα πλιότερο στη ρίζα του...
-Ε, στρατιώτη! κάποιος με φώναξε. Γυρίζω και βλέπω τον ανθυπολοχαγό της διμοιρίας μου.
-Κρύβεσαι ορέ; Με ρωτάει. Προσπαθώ να σηκωθώ, αλλά ο δυνατός ήχος μιας οβίδας που σκάει λίγο παρακάτω με καρφώνει στον τόπο μου.
-Έλα σήκω κι έλα πάνω στον ταγματάρχη! λέει, και χάνεται μέσα στα δένδρα.
Σα φίδι σύρθηκα ανεβαίνοντας στο ύψωμα. Φθάνω στην κρυψώνα που ήτανε ο ταγματάρχης. Σηκώνομαι ορθός για να χαιρετίσω και ν’ ακούσω τι θέλει, αλλά ένας ιταλικός όλμος με κάνει να ξαναπέσω πάλι κάτω......