Το χωριό Βάτος είναι σήμερα ένα ερημωμένο και ερειπωμένο χωριό, βόρεια του επίσης ερειπωμένου Βάρνακα. Μισογκρεμισμένα σπίτια, σπασμένα τζάμια, ερημωμένες αυλές, κορμοί δέντρων, σκεπές σπιτιών, πέτρινα σπίτια, απομεινάρια από έναν άλλο κόσμο στέκονται ακόμα στο χωριό, μάρτυρες των παλιών ημερών που το χωριό έσφυζε από ζωή.
Ερειπωμένα, τοίχοι φαγωμένοι απ’ την βροχή και τα χρόνια, αντέχουν ακόμα στο διάβα του χρόνου, κουβαλώντας μαζί τους την Ξηρομερίτικη ιστορία και μένουν εκεί σαν σκελετωμένοι φύλακες για να θυμίζουν πως κάποτε ο Βάτος έσφυζε από ζωή πριν ο χρόνος ρημάξει τα πάντα. O Bάτος ο οποίος κάποτε άκμασε τώρα κατοικείται περιστασιακά από 3 κτηνοτρόφους ηρωικές ψυχές και τα πρόβατα, οι αγελάδες, τα γίδια, τα γουρούνια σκορπίζονται στις εγκαταλελειμμένες στράτες του χωριού.
Ο Βάτος είναι χτισμένος στη δυτική πλαγιά της υψηλότερης κορυφής των Ακαρνανικών, της Υψηλής Κορυφής (1579 μ.) σε υψόμετρο 880 μ. Βορειοδυτικά από το Βάτο βρίσκεται το οροπέδιο Λιβάδι. Η απόσταση του από το Μύτικα ήταν, όση και για τη Βόνιτσα, περίπου πέντε ώρες.
Ο Βάτος είναι χτισμένος στη δυτική πλαγιά της υψηλότερης κορυφής των Ακαρνανικών, της Υψηλής Κορυφής (1579 μ.) σε υψόμετρο 880 μ. Βορειοδυτικά από το Βάτο βρίσκεται το οροπέδιο Λιβάδι. Η απόσταση του από το Μύτικα ήταν, όση και για τη Βόνιτσα, περίπου πέντε ώρες.
Το κλίμα του χωριού είναι ψυχρό, με μεγάλο χειμώνα και μικρό καλοκαίρι λόγω του μεγάλου υψομέτρου του. Ενοριακός ναός του είναι ο Άγιος Γεώργιος. Το οροπέδιο Λιβάδι ήταν παραθεριστικό κέντρο και κάθε καλοκαίρι ανέβαιναν πολλοί για να παραθερίσουν. Το ορεινό τοπίο γέμιζε από ανθρώπους και από τα κοπάδια με μεγάλα κουδούνια και κύπρια που σκαρφάλωναν στις ράχες.
Ο οικισμός που δημιουργήθηκε από τσοπάνους, χωριό έγινε το 1840, μέχρι τότε ήταν ένας οικισμός που ξεχείμαζαν κοπάδια και πολύ καλό μέρος για καλοκαιρινή διαβίωση και ανήκει στην Κοινότητα του Βάρνακα, ενώ απείχε περίπου δύο ώρες ποδαρόδρομο από αυτόν και μιάμιση από την Παναγούλα . Το 1835-40 οι κάτοικοι που έμεναν στον οικισμό της κοιλάδας Λιβάδι έχτισαν το χωριό, όπως και κάτοικοι από το Βάρνακα για να είναι πιο κοντά στα χωράφια τους και τα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια. Δεν είχε γνωστό γιατί δόθηκε αυτό το όνομα στο χωριό, ίσως για να θυμίζει το άνοιγμα του καιρού, από το βάτο των προβάτων.
Αρκετοί ήταν οι αγωνιστές από το Βάτο που πολέμησαν στην Επανάσταση του 1821, όπως οι οπλαρχηγοί Χρήστος και Δημήτριος Παληογιάννης, ο Βαρδής, ο Πραμαγγιούλης, ο Τζάλλας, ο Μπακοχρήστος κ.α. Ο Χρήστος Παληογιάννης με τον αδερφό του Δημήτρη ήταν επικεφαλής σώματος 200 ανδρών και πολέμησε με τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα.
Το χωριό έχει μικρή καλλιεργήσιμη έκταση (μόλις 1.500 στρ.), αφού η περισσότερη είναι ορεινά βοσκοτόπια και δάση. Υδρεύονται από μια πηγή νότια του χωριού. Στα λιγοστά χωράφια του καλλιεργούνταν όσπρια και σιτηρά πουν ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Εξαιρετικής ποιότητας ήταν βέβαια και τα τυροκομικά προϊόντα που παρήγαγε το χωριό από τα μεγάλα κοπάδια του, που έβοσκαν στις ράχες της Υψηλής Κορυφής και στο Λιβάδι την άνοιξη και το καλοκαίρι που υπήρχε άφθονη βοσκή.
Το 1844 αναφέρεται μόνο ο Βάρνακας που είχε 304 κατ. Από ενθύμημα σε εξώφυλλο μηνιαίου της Μονής Ρόμβης είχε το 1864, 56 οικογένειες. Σε μια απογραφή του 1890 αναφέρεται ότι είχε 204 κτ. Ο Βάτος αναφέρεται το 1920 είχε 138 κατ. Το 1928 είχε 238 κατ. Το 1940 είχε 285 κατ. το 1951 είχε 146 κατ. το 1961 είχε 154 κατ. το 1971 είχε 69 κατ. και 53 το 1981. Μέχρι το 1912 ανήκει στο Δήμο Σολλίου με έδρα το Μύτικα ως οικισμός του Βάρνακα. Το 1919 αποσπάστηκε από το Βάρνακα και έγινε αυτόνομη Κοινότητα.
Από το 1930 αρχίζει η σταδιακή φυγή των κατοίκων προς τα χωριά Βάρνακας, Κανδήλα, Μοναστηράκι, Πάλαιρος και Μύτικας. Όμως κάθε καλοκαίρι ανέβαιναν να ξεκαλοκαιριάσουν τα κοπάδια τους στα πλούσια βοσκοτόπια. Στο χωριό λειτουργούσε θερινό Σχολείο. Όμως καταργήθηκε το 1945, αφού οι μαθητές που ανέβαιναν το καλοκαίρι, πήγαιναν στα χειμερινά σχολεία των χωριών που κατέβαιναν να ξεχειμάσουν οι γονείς με τα κοπάδια τους. Το χωριό Βάτος ανήκει στο Δήμο Παλαίρου ο οποίος περιλαμβάνει τα χωριά: Πάλαιρος, Πογωνιά, Βάτος, Σκλάβαινα, Περατιά και Πλαγιά.
Κείμενο-φωτο: Γεώργιος Μπαρμπαρούσης
Κείμενο-φωτο: Γεώργιος Μπαρμπαρούσης