Κοντεύω για το παντζαριό (παραδοσιακό τυροκομείο) του Περικλή. Πάντα μδίνει καμμιά μζίθρα. Πολυχερέτσα την Χαρίκλεια, τη Γιώργενα κι τ’ Μπία, μούπε το φλιτζάνι η Τζία κι διάβκα το παζάρ’. Να μη αστοχήσω (ξεχάσω). Την άλλη βδομάδα η Τζία πάει για ανώτερες σπουδές, μεταπτυχιακό. Σε λίγο καιρό θα μας λέει το φλιτζάνι κι με νερό, όχι μόνο μι καφέ.
Τράω μπροστά κι’ λάμπαξα, στραβοκατίνσα (ξαφνιάστηκα-φοβήθηκα). Τι να δώ. Την γνέκα του ανιψιού μ’, τ΄Τακούλα. Φόραγε ένα ξέκολο κι κατ’ παπούτσια σκέτο έπιπλο, τραπεζαρία. Δεν μπόργε να σταθεί στα όρθια.
Είχε πετάξει το κόλο τσ’ πίσω (και που να τον βρεί) για οπισθόβαρο κι πήγαινε σαν να διάβαινε στου ρέμα τσ’ Γαλάνους (ρέμα που καταλήγει στο Μοναστηράκι).
Δεν μπόργα έπρεπε να τσ’ μη μιλήσου, για χάρι τ΄ανηψιού ΄τ’ Τακούλα.
-Καλημέρα αρχόντσα, τσίπα (της μίλησα)
-Κι αυτή αφού με κοίταξε με γωνία, μούπε «για».
Πούνε μουρή η μόρφωση, πούνε οι τρόποι. Εχε χάρ΄πσεπήρε ο ανηψιός μ’ για γνέκα. Που πήγε ο φουκαράς, σώγραμπρος.
-Εγώ κράτσα χαρακτήρα κι σαν να μην κατάλαβα τ΄ξυπασιά τσ΄, τ΄ ρώτσα:
-Που για το καλό τόβαλες;
-Πάω να βγάλω μια κάρτα για τις ηλεκτρονικές αγορές. Δεν άκουσες ότι η Κυβέρνηση για να σου δώσει το αφορολόγητο πρέπει να αγοράζεις παντού με την χρήση της κάρτας;................