Τον θυμάμαι να μπαίνει πάντα φουριόζος στην εφημερίδα, χαιρετώντας
μεγαλόφωνα και εγκάρδια όποιον έβλεπε μπροστά του. Είκοσι χρόνια τον
έβλεπα να κάθεται στο απέναντι γραφείο -κολλητά με το δικό μου- και να
γράφει με μανία στο κιτρινωπό δημοσιογραφικό χαρτί, με αυτά τα μεγάλα,
λίγο καλλιγραφικά γράμματα, λες και έσκαβε με το καλέμι. Χωρίς να
σηκώνει κεφάλι, παρά μόνον όταν χτυπούσε το παλιό πράσινο τηλέφωνο της
εξωτερικής γραμμής, που μας τρύπαγε τα… τύμπανα, γιατί συνήθως από εκεί
ερχόταν η πληροφορία. Τον θυμάμαι ακόμα, το βράδυ αργά, να γέρνει στην
καρέκλα, να ακουμπάει το αριστερό πόδι στο μισάνοιχτο κάτω συρτάρι του
γραφείου, για να χαλαρώσει από την κούραση της μέρας, πριν φύγει για το
σπίτι, μπας και πετύχει μια φορά να δει τα παιδιά του πριν κοιμηθούν.
Ο Πάνος Σόμπολος είναι ένας εργάτης της
δημοσιογραφίας και δεν χρειάζεται συστάσεις. Κέρδισε μια μοναδική και
αδιαφιλονίκητη θέση στο εγχώριο «σταρ σύστεμ» και εδραιώθηκε στην
συνείδηση του κόσμου, γιατί ήταν ρεπόρτερ και όχι δημοσιογράφος της
καρέκλας. ΕΡΤ, Έθνος, MEGA, Μακεδονία- Θεσσαλονίκη και ένα σωρό άλλα
μέσα στην επαγγελματική του πορεία, διαλέξεις σε σχολές, κοινωνικές
εκδηλώσεις και ταυτόχρονα συνδικαλιστής. (Εκπρόσωπος εργαζομένων επί χρόνια, Πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, Πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ), πανταχού παρών, σε κάθε δραστηριότητα στο χώρο της δημοσιογραφίας και πρόθυμος να βοηθήσει όποιον του το ζητούσε.
Προσωπικότητα αμφιλεγόμενη για κάποιους, που τον ταυτίζουν με το
έγκλημα και τους διώκτες του, άλλοι «πίνουν νερό στο όνομα του», αλλά
όλοι παραδέχονται ότι είναι άνθρωπος που τρέχει όπου του ζητούνε. Και
κάποιες φορές, είναι άνθρωπος της ανεκτικότητας, ακόμα και απέναντι
στους αχάριστους ευεργετηθέντες…
«Το ρεπορτάζ γίνεται στο δρόμο και όχι απο το ίντερνετ», δηλώνει σε
συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων,
με αφορμή την έκδοση του καινούργιου βιβλίου του, το τέταρτο, με τίτλο «Οι αστέρες του εγκληματικού πανθέου. Όπως τους έζησα». Τα τρία προηγούμενα, «σάρωσαν» σε πωλήσεις. «Όλα όσα γράφω τα έχω ζήσει», λέει.
Μια συνέντευξη στην οποία, εκτός των άλλων, μιλάει ακόμα και για την περίφημη φωτογραφία του δίπλα στο κομματιασμένο πτώμα της Ζωής Φρατζή. Είναι ο άνθρωπος των μεγάλων αποκλειστικοτήτων, η πλέον αναγνωρίσιμη φωνή και η ζωντανή ιστορία του εγκλήματος τα τελευταία 50 χρόνια.
Και σήμερα ως συγγραφέας η στάση του δεν διαφέρει και πολύ. Με τα
βιβλία του επιμένει να μπαίνει στα σπίτια μας με τη φωνή του αστυνομικού
ρεπόρτερ. Ίσως αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε όσα έχει να
μας καταθέσει: το πώς οι καλοί και οι κακοί, το «καλό» και το «κακό»
είναι στην πραγματικότητα αξεδιάλυτα ανακατωμένα.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Πάνου Σόμπολου στον Κώστα Τομαρά για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ. Το νέο σας βιβλίο που περιλαμβάνει εγκληματίες
που άφησαν εποχή στα αστυνομικά χρονικά της χώρας μας. Θα ήθελα να μας
μιλήσετε για το βιβλίο, τι σας έδωσε το ερέθισμα να το γράψετε και στη
συνέχεια να αναφερθούμε στο ρεπορτάζ που υπηρετήσατε για πολλά χρόνια.
Απ. Το νέο μου βιβλίο με τίτλο «Οι αστέρες του
εγκληματικού πανθέου. Όπως τους έζησα» είναι το τέταρτο κατά σειρά. Τα
τρία προηγούμενα ήταν τα, «Μια ζωή ρεπορτάζ», «Τα εγκλήματα που
συγκλόνισαν την Ελλάδα -όπως τα έζησα» και «Τα τραγικά γεγονότα της
τελευταίας 35ετίας -όπως τα έζησα». Το τελευταίο βιβλίο, όπως και τα
προηγούμενα, είναι μία, ας πούμε, ιστορική καταγραφή, με βάση την
προσωπική μου εμπειρία. Περιλαμβάνει το νέο βιβλίο, τα μεγαλύτερα
ονόματα του εγκληματικού πανθέου της χώρας μας, που απασχόλησαν την
κοινή γνώμη, με τις πράξεις τους, για πολλούς μήνες και για πολλά χρόνια
και για τα οποία (ονόματα) εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε γράψει
χιλιάδες ρεπορτάζ, ή έχουμε μιλήσει αμέτρητες ώρες στο ραδιόφωνο και την
τηλεόραση. Το πιο ενδιαφέρον όμως, πιστεύω, είναι η εξέλιξη αυτών των
ανθρώπων, αφού κάποιοι απο αυτούς, ζουν πλέον ανάμεσα μας έχοντας αφήσει
πίσω τους το παρελθόν τους, άλλοι έφυγαν με διάφορους τρόπους απο αυτή
την ζωή και άλλοι παραμένουν στην παρανομία.
Ερ. Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποια παραδείγματα, αυτών των «αστέρων της παρανομίας»;
Απ. Βεβαίως, και να σας θυμίσω με δυο λόγια τι έκανε ο καθένας τους, καθώς όλες οι λεπτομέρειες περιέχονται στο βιβλίο.
Και αρχίζουμε από τον Νίκο Κοεμτζή, ο οποίος σήμερα
δεν βρίσκεται στη ζωή. Τον Φεβρουάριο του 1973 σε νυχτερινό κέντρο της
Αθήνας έσφαξε πάνω στην πίστα τρεις συνανθρώπους μας και με το ίδιο
μαχαίρι τραυμάτισε άλλους επτά για μια παραγγελιά. Αυτό το φονικό έγινε
και ταινία και τραγούδι.
Κώστας Πάσσαρης, είναι ο άνθρωπος που σκότωσε εδώ
στην Ελλάδα πέντε άτομα και δύο στη Ρουμανία, ενώ αποπειράθηκε να
σκοτώσει άλλα οχτώ. Σήμερα ο Πάσσαρης εκτίει πολυετείς ποινές κάθειρξης
στη Ρουμανία και σύμφωνα με τα όσα μου έχει πει ο αρχιμανδρίτης πατήρ
Γερβάσιος Ραπτόπουλος, που τον επισκέφθηκε στις φυλακές, έχει γίνει
άλλος άνθρωπος, έχει μετανοήσει, προσεύχεται μέρα και νύχτα και όταν
εκτίσει τις ποινές του και βγει από τις φυλακές, θα πάει να γίνει
καλόγερος στο Άγιο Όρος.
Βαγγέλης Ρωχάμης, ο άνθρωπος που είχε τρελάνει τους
αστυνομικούς διώκτες του με τις αλλεπάλληλες αποδράσεις και με τις
διάφορες εγκληματικές πράξεις του. Ο Ρωχάμης μου έλεγε -κι έτσι είναι-
ότι μπορεί να έκανε ό,τι έκανε, αλλά ποτέ του δεν αφαίρεσε ανθρώπινη
ζωή.
Θόδωρος Βενάρδος που είναι γνωστός στο πανελλήνιο ως
ο ρομαντικός ληστής με τις γλαδιόλες. Είναι αυτός που έραβε τα χείλη
και τα αυτιά του με κλωστή και με βελόνα και κατάπινε κουταλάκια και
σύρματα μέσα στις φυλακές. Δεν ζει, αυτοκτόνησε μέσα στο κελί του στον
Κορυδαλλό.
Σορίν Ματέι, που είναι ο γνωστός πρωταγωνιστής του
θρίλερ στην οδό Νιόβης, Ένα παιδί που βγήκε στην παρανομία απο έλλειψη
αγάπης και φροντίδας και κατέληξε στο μακελειό που προκάλεσε στην οδό
Νιόβης, όπου έχασε και ο ίδιος την ζωή του.
Κυριάκος Παπαχρόνης που είναι γνωστός ως ο «Δράκος της Δράμας»
που είχε στραγγαλίσει δύο γυναίκες κι αποπειράθηκε να στραγγαλίσει κι
άλλες. Αυτός ο άνθρωπος έχει μετανιώσει και μετά την έκτιση της ποινής
του τώρα ζει ήρεμα με τη σύντροφό του.
Βασίλης Λυμπέρης είναι αυτός που έβαλε φωτιά στο
διαμέρισμα στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου και έκαψε τα δύο ανήλικα παιδιά
του, τη σύζυγό του και την πεθερά του. Είχε καταδικασθεί σε θάνατο και
εκτελέστηκε το 1972. Είναι ο τελευταίος που εκτελέστηκε στην Ελλάδα
καθώς η ποινή του θανάτου καταργήθηκε από τότε και στο εξής στη χώρα
μας.
Ντουφτ και Μπασσενάουερ είναι οι δύο Γερμανοί κακοποιοί που σκότωναν
για το τίποτα. Θυμάμαι τον ιατροδικαστή Καψάσκη να μας λέει τότε ότι
αυτοί οι άνθρωποι που σε διάστημα 37 ημερών σκότωσαν έξι αθώους και
τραυμάτισαν βαρύτατα άλλον έναν, «ηδονίζονταν να σκοτώνουν»!
Περδικάρης ο επονομαζόμενος «Αυτιάς», ο οποίος ήταν από τους
μεγαλύτερους διαρρήκτες της εποχής. Αυτός δεν σκότωνε όπως κάνουν σήμερα
οι διαρρήκτες και οι ληστές, ούτε βασάνιζε τα θύματά του. Αντίθετα τους
έδινε κουράγιο όταν ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτά. Μετά την
αποφυλάκισή του κήρυττε το λόγο του Θεού.
Ο Γερμανός Γκέρικε, ο οποίος ήταν από τους
μεγαλύτερους αρχαιοκαπήλους που πέρασαν από τη χώρα μας. Είχε ρημάξει
μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους και είχε φυγαδεύσει στο εξωτερικό
αμύθητης αξίας θησαυρούς της φυλής μας.
Οι «Σατανιστές της Παλλήνης» τα τρία παιδιά που
είχαν παρασυρθεί και είχαν «θυσιάσει» στο Σατανά δύο γυναίκες. Έχουν
εκτίσει τις ποινές τους είναι και τα τρία ελεύθερα και το σημαντικότερο;
Έχουν μετανιώσει πικρά, έχουν γυρίσει σελίδα στο κακό παρελθόν και ζουν
πλέον μια κανονική ζωή.
Πήτερ Σέντομ είναι ο Αμερικανός δολοφόνος που μάγεψε την ψυχίατρο των
φυλακών και απέδρασε μαζί της από τον Κορυδαλλό. Και οι δύο βρέθηκαν
νεκροί στη Λατινική Αμερική.
Περιλαμβάνει ακόμα το βιβλίο του γνωστούς στο πανελλήνιο με τις
κινηματογραφικές αποδράσεις τους με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό Νίκο
και Βασίλη Παλαιοκώστα, τον Σαμαρά, ο οποίος άφησε πίσω του τις ληστείες
και τις αποδράσεις και τώρα ασχολείται με τη ζωγραφική και διάφορους
άλλους.
Ερ. Τι σας έδωσε το ερέθισμα να γράψετε το συγεκριμένο βιβλίο;
Απ. Είναι η αποτύπωση της προσωπικής μου εμπειρίας
και μια ιστορική αναδρομή στα πρόσωπα όπως έζησα τις ιστορίες τους.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι θέλω να δώσω συγχωροχάρτι σε ορισμένους από
τους αναφερόμενους στο βιβλίο. Δεν είναι έτσι. Αναφέρω και στον πρόλογο
του βιβλίου ότι με τα γραφόμενά μου δεν θέλω ούτε να ηρωποιήσω αυτούς
τους παρανόμους, αλλά ούτε και να τους κατακεραυνώσω και φυσικά ούτε να
τους δώσω συγχωροχάρτι. Δεν είμαι παπάς να δίνω συγχωροχάρτια, ούτε
δικαστής να καταδικάζω και να αθωώνω. Είμαι ένας απλός δημοσιογράφος που
κάνω καταγραφή των γεγονότων, χωρίς ίχνος υπερβολής αλλά και χωρίς
καμιά σκοπιμότητα. Έγραψα και αυτό το βιβλίο, κάνοντας μια καταγραφή της
εγκληματικότητας κατά την σαραντάχρονη δημοσιογραφική πορεία μου. Θέλω
να αφήσω και εγώ μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και να αφήσω
και εγώ ένα λιθαράκι στον χώρο που υπηρέτησα όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Πάνος Σόμπολος αναφέρεται και σε κάποιες
«πικάντικες» λεπτομέρειες που αφορούν στα πρόσωπα του βιβλίου, όπως
ερωτικές επιστολές που λάμβαναν στις φυλακές και η εξέλιξη στην
προσωπική τους ζωή. «Αρκετοί από αυτούς που περιλαμβάνονται στο βιβλίο
είχαν αλληλογραφία και επαφές με θαυμάστριές τους. Μια περίπτωση ήταν
αυτή του Κυριάκου Παπαχρόνη, ο οποίος ενώ οδηγείτο από την Ασφάλεια στον
ανακριτή του Στρατοδικείου, μια κοπέλα όρμησε στους αστυνομικούς και
προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό, να πλησιάσει τον δράστη και να τον
φιλήσει στο στόμα. Την πρόλαβαν και δεν κατάφερε να τον αγγίξει. Οι
επιστολές που έπαιρνε ο Παπαχρόνης στη φυλακή, ήταν πάρα πολλές», λέει.
Ένα άλλο από τα πολλά παραδείγματα είναι ο Ρωχάμης ο οποίος έπαιρνε
πολλά γράμματα από κοπέλες μέσα στις φυλακές που βρισκόταν. Και «οι
κοπέλες δεν ήταν κοριτσάκια που το κάνουν από επιπολαιότητα ή
ενθουσιασμό, ήταν και μεγάλες και σε προχωρημένη ηλικία», σημειώνει.
Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος μίλησε και για την κατάσταση σήμερα στα
ΜΜΕ. «Η κατάσταση στα ΜΜΕ αλλάζει δραματικά και ταχύτατα», είπε και
εξηγεί: «Μέχρι το ’89-’90, που μπήκε στη ζωή μας η ιδιωτική ραδιοφωνία
και τηλεόραση, το «Εθνος» για παράδειγμα, πουλούσε 240.000 φύλλα την
ημέρα. Μετά σταδιακά έπεφτε, μέχρι που πουλούσε 10.000 φύλλα και σήμερα
κλείνει, όπως άλλες ιστορικές εφημερίδες και έμειναν τόσοι συνάδελφοι
στο δρόμο. Το τοπίο αλλάζει και από το διαδίκτυο, αλλά και από την κρίση
που βούλιαξε την χώρα μας. Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει η
επόμενη μέρα…».
Ερ. Στους νέους δημοσιογράφους τι έχετε να πείτε;
Απ. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Για όσους μείνουν σε
αυτό το επάγγελμα και σε όσους έρχονται, έχω να πω ότι το όπλο τους
είναι η δουλειά τους. Για το λόγο αυτό, ένα από τα προηγούμενα βιβλία
μου, «Τα εγκλήματα που συγκλόνησαν την Ελλάδα», δεν το αφιερώνω σε
κάποιον δικό μου άνθρωπο, αλλά στους νέους συναδέλφους, τους οποίους
προτρέπω, στον πρόλογο, να κάνουν το ρεπορτάζ στον τόπο του γεγονότος,
γιατί μόνο από εκεί βγαίνει ολόκληρη η είδηση και έτσι αυτοί είναι
απαραίτητοι για τα μέσα που θέλουν πραγματική δημοσιογραφία.
Ερ. Και μια τελευταία ερώτηση. Υπάρχει κάποιο μελανό
σημείο στην επαγγελματική σας πορεία; Και τι δεν θα ξανακάνατε αν
γυρνούσε ο χρόνος πίσω;
Απ. Ναι, υπάρχει κάτι που δεν θα ξανάκανα. Η
φωτογραφία μου δίπλα στο κομματιασμένο πτώμα της Ζωής Φρατζή, στο
νεκροτομείο, το 1987. Δυστυχώς όμως τότε, ήταν διαδεδομένο να βάζουμε
πτώματα στις εφημερίδες, αλλά και πλάνα στην τηλεόραση. Και όχι μόνο
στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Ευτυχώς, αυτό άλλαξε και σήμερα
πλέον τα ΜΜΕ δεν βάζουν πτώματα, παρά μόνο όταν πρόκειται για κάτι που
πρέπει να το δει ο κόσμος, για να αφυπνιστούν οι συνειδήσεις, όπως είναι
η κτηνωδία του πολέμου. Πρέπει να σέβεσαι τον νεκρό αλλά και τον
τηλεθεατή, τον αναγνώστη. Είναι απαράδεκτο αυτό που γινόταν και είναι
ευχής έργον που σταμάτησε να γίνεται.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο