Δημήτρης Κ. Ψυχογιός*, Γιούλη Παπαπέτρου*
Η δημογραφική και οικιστική εξέλιξη της Ζαβέρδας* 1 είναι κυρίως το αποτέλεσμα πολλαπλών κινήσεων στο χώρο: ο σημερινός οικισμός λειτούργησε τα τελευταία 150 χρόνια (από την ίδρυση δηλαδή του ελληνικού κράτους) από τη μια ως πόλος έλξης πληθυσμών γειτονικών ή μακρινών, και από την άλλη ως πηγή μεταναστευτικών ρευμάτων που έφτασαν μέχρι την Αυστραλία ή την Αμερική.
Η ακριβής μελέτη αυτών των πληθυσμιακών εισροών και εκροών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Και γιατί τα διοικητικά όρια της κοινότητας (που σ’ αυτά αναφέρονται τα αποτελέσματα των επίσημων απογραφών) έχουν πολλές φορές αλλάξει και γιατί τα στοιχεία που υπάρχουν (στο αρχείο της κοινότητας) είναι ελλιπή, με αποτέλεσμα να απαιτείται εξαντλητική συνεργασία με τους ίδιους τους κατοίκους για να μπορέσει κανείς ν’ αποκτήσει ψήγματα έστω πληροφοριών που ν’ αφορούν στο πρόσφατο ή απομακρυσμένο παρελθόν......
Η οικιστική της ανάπτυξη από την άλλη καθορίστηκε όχι μόνο απ’ αυτές τις ευρύτερες μετακινήσεις αλλά και από τη μεταφορά και συγχώνευση οικισμών που ανήκαν στο διοικητικό πλάσμα «Κοινότης Ζαβέρδας» (για την ακρίβεια, Παλαίρου) και που στις απογραφές πότε τους συναντάμε ως ιδιαίτερες οντότητες, πότε συγχωνευ-
-μένους με την ονομασία Ζαβέρδα (Πάλαιρος). Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το γεγονός ότι οι περισσότεροι ίσως από τους κατοίκους των οικισμών αυτών ασκούν στη διάρκεια του 19ου αιώνα τη νομαδική και μεταβατική κτηνοτροφία (transhumance) κι επομένως το αν θα απογραφούν στους οικισμούς αυτούς ή σε κάποιους άλλους (ορεινούς) εξαρτάται από τις προδιαγραφές της απογραφής, προκύπτει εναργέστερα η πολυπλοκότητα του προβλήματος.
Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας επιτρέπουν να χαράξουμε με αδρές γραμμές τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της πληθυσμιακής συγκρότησης της Ζαβέρδας μέσα από διαδικασίες που δεν θεωρούμε πως αποτελούν εξαίρεση αλλά —αντίθετα— είναι ενδεικτικές των μετακινήσεων που έγιναν κατά το 19ο αιώνα στον πεδινό χώρο της Δυτικής Ελλάδας. Χώρο που προσδιορίζεται, ως προς την πληθυσμιακή του εξέλιξη, από την ύπαρξη τόσο των κεντρικών ορεινών όγκων όσο και των νησιών του Ιονίου.
ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΤΟΥΣ
Στους Πίνακες 1 και 2 παραθέτουμε τα στοιχεία σχετικά με τους οικισμούς που υπήρξαν, ή υπάρχουν, στον σημερινό γεωγραφικό χώρο της Ζαβέρδας.2 Ο Πίνακας 1 συγκροτήθηκε με βάση τις διάφορες διοικητικές αποφάσεις που καθόρι-
-ζαν τα όρια των δήμων και κοινοτήτων της χώρας, ο Πίνακας 2 με βάση τα αποτελέσματα των εκάστοτε απογραφών. Συνοπτικά, η διοικητική ιστορία της κοινότητας έχει ως εξής:
Το 1836 συγκροτείται ο βραχύβιος δήμος Παλαίρου που περιλαμβάνει τη Ζαβέρδα (πρωτεύουσα του δήμου), την Περατιά, την Πλαγιά, την Κεχροπούλα, την Πογωνιά, τον Αγιο Ηλία (Χουλιαράκης, 1973: 114).
Το 1840 ο δήμος Παλαίρου θα ενταχθεί στο δήμο Ανακτορίων με πρωτεύουσα τη Βόνιτσα. Ο νέος ευρύτερος δήμος περιλαμβάνει, εκτός από τους οικισμούς που αναφέραμε, και τον Άγιο Βασίλειο (Θύριο), Ντερσοβά (Σπάρτο), Μοναστηράκι, Παλιάμπελα, Παλίμπεη (Δρυμός), Χελοβίβαρο (Άγιος Νικόλαος) (Χουλιαράκης, 1973:135).
Το 1912 θα διαλυθούν οι δήμοι σε όλη τη χώρα και θα δημιουργηθούν μικρότερες διοικητικές ενότητες, οι κοινότητες (οι πρωτεύουσες των πρώην δήμων θα κρατήσουν συνήθως τον ίδιο τίτλο). Έχουμε, λοιπόν, το 1914 την Κοινότητα
-Ζαβέρδας που την αποτελούν οι οικισμοί: Ζαβέρδα, Κόλυμπος, Κεχροπούλα, Σκλάβαινα, Καριά, Ρουνιές, Μεσοπήγαδο, Μπουκοβίνα, Πογωνιά, Στενό (ΚΕΔΚΕ, 1961: 130- 131). Το 1927 θα μετονομαστεί σε κοινότητα Παλαίρου και το 1933 θα αποσχιστούν η Πογωνιά και το Στενό και θ’ αποτελέσουν την κοινότητα Πογωνιάς.
Οι ίδιοι οι κάτοικοι αναφέρονται και σε άλλους οικισμούς που υπήρξαν παλιότερα και δεν καταγράφονται στα επίσημα έγγραφα, ίσως γιατί είχαν διαλυθεί πριν την επανάσταση: Κιάφα, Λιβούτβα, Καλάμι (το τελευταίο στην περιοχή της Πογωνιάς). Θεωρούν ως πρώτη κοιτίδα του χωριού τους τα Λιβούτβα, τοποθεσία που βρίσκεται πίσω από τον Τσερεκά και φτάνει κανείς εκεί ακολουθώντας το λαγκάδι που διασχίζει το χωριό. Σε κάποια (απροσδιόριστη, πριν την επανάσταση όμως) εποχή το χωριό μεταφέρεται στη σημερινή τοποθεσία Παλιοχώρι, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων (30 λεπτά) από τη σημερινή Ζαβέρδα.
Μετά την επανάσταση αρχίζει νέα μετακίνηση από το Παλιοχώρι προς τη σημερινή θέση του χωριού. Ορισμένες από τις οικογένειες μετακινούνται απευθείας από το Παλιοχώρι στον Κόλυμπο, τη σημερινή παραλία της Ζαβέρδας, όπου φαίνεται πως υπήρχαν ήδη κάποια κτίσματα — μια που ο όρμος της Ζαβέρδας χρησιμοποιούνταν ως πρόχειρο λιμάνι. Οι περισσότεροι από όσους πήγαν στον Κόλυμπο συνδύασαν την κατοικία με το άνοιγμα στο κατώι του σπιτιού κάποιου μικρομάγαζου: εμπορικού, ταβέρνας, τσαγκάρικου, φούρνου.
Άλλες οικογένειες θα προτιμήσουν την εγκατάσταση ανατολικότερα (στο «Χωριό»), μέσα στα όρια του σημερινού οικισμού αλλά σε απόσταση 15 λεπτών περίπου από τον Κόλυμπο και βόρεια από το Λαγκάδι. Ανάμεσα στους δύο οικισμούς υπάρχει μια ακατοίκητη έκταση (η «Βατιά») που θα εποικιστεί σιγά σιγά από τις υπόλοιπες οικογένειες που εγκαταλείπουν το Παλιοχώρι — που κάνουν πρώτα όμως έναν ενδιάμεσο σταθμό: θα κατοικήσουν για κάποιο διάστημα στην Μπουκοβίνα, λόφο που βρίσκεται στο μέσο περίπου της διαδρομής ανάμεσα στο Παλιοχώρι και τη σημερινή Ζαβέρδα.3
Όσο διαρκεί αυτή η μετακίνηση δημιουργείται ένας νέος οικισμός ακόμα πιο ανατολικά από το «Χωριό» και σε απόσταση 30 λεπτών περίπου απ’ αυτό, το «Μεσοπήγαδο».
Αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, θα δημιουργηθεί κι ένας άλλος νότια κοντά στον Αϊ-Δημήτρη. Αυτός ο τελευταίος σχηματίζεται όπως δείχνει και τ’ όνομά του (Μπουρδουβαλέικα), από ένα μόνο σόι μεταβατικών κτηνοτροφών. Οι κάτοικοι του Μεσοπήγαδου είναι κυρίως κτηνοτρόφοι και μπορούμε μάλλον να είμαστε βέβαιοι πως το αποτέλεσαν οικογένειες νομάδων ή μεταβατικών κτηνοτροφών που αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή.
Αντίθετα, οι πρώην κάτοικοι του Παλιοχωριού ήταν κυρίως γεωργοί και γρήγορα πολλοί απ’ αυτούς στράφηκαν προς τα επαγγέλματα και το εμπόριο. Η μετακίνηση από το Μεσοπήγαδο προς τη Ζαβέρδα θα γίνει πολύ πιο αργά: ενώ.....
....το Παλιοχώρι αλλά και η Μπουκοβίνα έχουν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί στις αρχές του 20ού αιώνα, το Μεσοπήγαδο θα εξαφανιστεί ως οικισμός μετά τον τελευταίο πόλεμο.
Οι περισσότεροι από τους κατοίκους του εγκαταστάθηκαν νότια από το λαγκάδι που χωρίζει το χωριό, στη γειτονιά που ονομάζεται Σκορδοχώρι. Μέχρι το 1970, οι περισσότεροι από τους Σκορδοχωρίτες έμεναν σε πρόχειρα πλινθόκτιστα σπίτια ή και καλύβια.
Τα στεγαστικά δάνεια, τα εμβάσματα των μεταναστών και των ναυτικών θα δώσουν όμως στη συνέχεια εντελώς διαφορετική όψη στην περιοχή.
Σήμερα, ο Κόλυμπος, η Βατιά, το «Χωριό», το Σκορδοχώρι αποτελούν ένα ενιαίο οικιστικό (αλλά όχι και αρχιτεκτονικό) σύνολο, τη σημερινή Ζαβέρδα.
Με βάση όσα προηγήθηκαν πρέπει να υποθέσουμε πως όταν οι πηγές του 19ου αιώνα μιλούν για Ζαβέρδα εννοούν αρχικά μεν το Παλιοχώρι, στη συνέχεια δε και τους υπόλοιπους οικισμούς (Μπουκοβίνα, Μεσοπήγαδο, Κόλυμπο, Χωριό) που δημιουργήθηκαν είτε από την αποσύνθεση του Παλιοχωριού είτε από την εγκατάσταση νέων κατοίκων. Οι υπόλοιποι οικισμοί που αναφέρονται στους Πίνακες 1 και 2 αποτελούσαν πάντα διακεκριμένους οικισμούς και η αναγραφή τους στις διοικητικές αποφάσεις ή απογραφές αποτελεί ένδειξη για το χρόνο δημιουργίας - εγκατάλειψής τους.
Σήμερα υπάρχουν μόνο η Ζαβέρδα, τα Σκλάβαινα, η Πογωνιά, το Στενό. Το Κονιδάρι φαίνεται να διαλύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ορισμένες από τις οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Ζαβέρδα, άλλες στα γύρω χωριά. Η Κεχροπούλα διαλύθηκε στις αρχές του 20ού και τον πληθυσμό της μοιράστηκαν η Ζαβέρδα, η Πογωνιά, η Περατιά. Η Κάρυά έζησε κι αυτή μέχρι τη δεκαετία του ’60. Η αποσύνθεσή της άρχισε μεταπολεμικά, όταν ξέσπασε μια αιματηρή εχθροπάθεια ανάμεσα σε οικογένειες του χωριού. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της εγκαταστάθηκαν στη Βόνιτσα.
Φαίνεται πως και τα Σκλάβαινα σύντομα θα πάψουν να υπάρχουν αφού οι σεισμοί του 1982 ισοπέδωσαν σχεδόν το χωριό και η κοινότητα παραχώρησε στους κατοίκους τους χώρο μέσα στα όρια του οικισμού της Ζαβέρδας για να χτίσουν κατοικίες.
Και έτσι, από τους πολυάριθμους οικισμούς που δημιουργήθηκαν στο χώρο της Ζαβέρδας θα υπάρχουν στο άμεσο μέλλον μόνο τρεις: η σημερινή Ζαβέρδα, η Πογωνιά, το Στενό.
Οι Πίνακες 1 και 2 δημιουργούν το ερώτημα αν ο πολλαπλασιασμός των οικισμών που παρατηρείται ώς τις αρχές του 20ού αιώνα είναι πραγματικός ή πλασματικός — αν δηλαδή ορισμένοι απ’ αυτούς (όπως οι Ρούνες, η Κάρυά, τα Σκλάβαινα) δημιουργούνται πράγματι κατά τη διάρκεια του 19ου (όπως είδαμε ότι όντως συνέβη με την Μπουκοβίνα, το Μεσοπήγαδο, τον Κόλυμπο κλπ.) ή αν απλώς παραλείφθηκαν στις πρώτες καταγραφές.
Αλλά ακόμη και αν παραλείφθηκαν αυτό θα πρέπει να σημαίνει είτε ότι ήταν ασήμαντοι ακόμα για ν’ αναφερθούν είτε ότι δεν αποτελούσαν ακόμη μόνιμους οικισμούς αλλά πρόχειρες εγκαταστάσεις μετακινούμενων γεωργοκτηνοτρόφων.4
Η εμφάνιση επομένως (ή η μεγέθυνση) αυτών των οικισμών είναι ευρύτερο φαινόμενο από τη συγχώνευσή τους στη σημερινή Ζαβέρδα που μελετήσαμε προηγουμένως.
Από μακροσκοπική άλλωστε σκοπιά αυτές οι συγχωνεύσεις περνούν συνήθως απαρατήρητες, όταν μάλιστα εντοπίζονται στα πλαίσια της διοικητικής μονάδας «κοινότητα», στην οποία αναφέρονται συνήθως οι στατιστικές πληθυσμού, γεωργίας - κτηνοτροφίας, τα εκλογικά αποτελέσματα κλπ.
Οι μικρής εμβέλειας, λοιπόν, διαδικασίες που οδήγησαν στη μορφοποίηση της σημερινής Ζαβέρδας έχουν τις ρίζες τους (ή διασταυρώνονται απλώς μ’ αυτά) σε ευρύτερα ρεύματα μετακινήσεων που παρατηρούνται κυρίως στο «μακρύ» 19ο αιώνα, δηλαδή μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους, στην περιοχή της.5
Πρόκειται, σ’, ότι αφορά στον εποικισμό, για ένα ρεύμα που ξεκινά από τα βουνά της Ηπείρου, ένα δεύτερο που έρχεται από τα Ιόνια (και κυρίως από τα βουνά της γειτονικής Λευκάδας) και ένα τρίτο που πηγάζει από το κοντινό, ορεινό, Ξηρόμερο.
Οι Πίνακες 2 και 3 και το Σχήμα 1 δείχνουν με σαφήνεια πως κατά το τε-
...λευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι οικισμοί και ο πληθυσμός αυξάνονται με ρυθμούς που ξεπερνούν κατά πολύ τη φυσική αύξηση του πληθυσμού:* 6 Οι οικισμοί που θεωρούνται άξιοι αναφοράς έχουν γίνει 8 το 1896 και αν συνυπολογίσουμε το Μεσοπήγαδο, την Μπουκοβίνα, τα Μπουρδουβαλέικα και το Παλιοχώρι (που υπάρχουν αλλά δεν αναφέρονται) φτάνουμε στους 12. Ο πληθυσμός....
...λευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι οικισμοί και ο πληθυσμός αυξάνονται με ρυθμούς που ξεπερνούν κατά πολύ τη φυσική αύξηση του πληθυσμού:* 6 Οι οικισμοί που θεωρούνται άξιοι αναφοράς έχουν γίνει 8 το 1896 και αν συνυπολογίσουμε το Μεσοπήγαδο, την Μπουκοβίνα, τα Μπουρδουβαλέικα και το Παλιοχώρι (που υπάρχουν αλλά δεν αναφέρονται) φτάνουμε στους 12. Ο πληθυσμός....
....έχει υπερδιπλασιαστεί μεταξύ 1844 - 1907 αλλά, όπως προκύπτει από τον Πίνακα 3, η μεγαλύτερη αύξηση παρουσιάζεται τη δεκαετία 1879 - 1889: η περιοχή της Ζαβέρδας αυξάνει τον πληθυσμό της κατά 36% μέσα σε δέκα χρόνια.7
Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 4, τα 2/3 σχεδόν του σημερινού πληθυσμού της Ζαβέρδας είναι απόγονοι οικογενειών που εγκαταστάθηκαν μεταξύ του 1830 και του 1915 (δεδομένου ότι και τα Σκλάβαινα ιδρύθηκαν γύρω στο 1870 από Ηπειρώτες μετακινούμενους κτηνοτρόφους).
Τα Επτάνησα συνεισφέρουν κατά 15% στον σημερινό πληθυσμό της και η Ήπειρος κατά 30%. Αν προσθέσουμε στους Ηπειρώτες και τους προερχόμενους από τα χωριά της Βουλκαριάς (τα οποία δεν αποτελούσαν, όπως φαίνεται, παρά ενδιάμεσο σταθμό), και του Ξηρόμερου, οι εσωτερικοί ορεινοί όγκοι προικοδότησαν τη Ζαβέρδα με το 50% σχεδόν του σημερινού της πληθυσμού.8
Από τις αρχές του 20ού αιώνα όμως ο εποικισμός σταματά, όπως μας δείχνουν τόσο ο Πίνακας 4 όσο και το Σχήμα 1. Επιπλέον, η μεγάλη πλειοψηφία όσων εγκαταστάθηκαν κατά το μεσοπόλεμο, ή και πρόσφατα, στη Ζαβέρδα είναι παντρεμένοι με Ζαβερδιανές, ήρθαν δηλαδή στο χωριό «σαν γαμπροί», στα πλαίσια (όχι πολύ συνηθισμένων βέβαια, αλλά υπαρκτών σε όλη τη χώρα) γαμήλιων ανταλλαγών γυναικοτοπικής εγκατάστασης (uxorilocalite, σώγαμπροι στην καθομιλουμένη), που δεν συνδέονται αναγκαστικά με ευρύτερα μεταναστευτικά ρεύματα.
....μονής στην κοινότητα, γιατί για να δημιουργηθεί σόι απαιτούνται βέβαια πολλές γενιές.9
Αν δεν υπήρχε μετανάστευση και δημογραφική ανισορροπία (ή αν αυτά ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένα στα διάφορα σόγια), ο αριθμός νοικοκυριών κατά σόι θα αποτελούσε δείκτη του χρόνου ύπαρξης του σογιού.
Τα Σκλάβαινα αποτελούν ειδική περίπτωση τόσο για τον υψηλό αριθμό οικογενειών/σόι (8,0) όσο και για τον υψηλό αριθμό μελών/νοικοκυριό (5,6) που ξεπερνούν κατά πολύ και τα δύο τους αντίστοιχους μέσους όρους (4,6 και 4,1) για τις οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Θα πρέπει να τ’ αποδώσουμε μάλλον στον κλειστό και απομονωμένο χαρακτήρα του οικισμού που τον κάνει να μοιάζει περισσότερο με τα χωριά του ορεινού Ξηρόμερου παρά με την παραθαλάσσια, τουριστική Ζαβέρδα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι διαφορές στο μέγεθος του νοικοκυριού ανάμεσα και στις υπόλοιπες κατηγορίες — ένδειξη ίσως του ότι τελικά η καταγωγή εξακολουθεί να έχει κάποια σημασία.
Φυσικά τα παραπάνω στοιχεία δεν αποτελούν παρά προσεγγίσεις γιατί αναφέρονται στις οικογένειες που υπήρχαν στο χωριό το 1981. Δεκάδες επώνυμα που αναφέρονται στο «μητρώο δημοτών» του 1915 και στο σημερινό δημοτολόγιο (που έγινε στη δεκαετία του ’50) έχουν εξαφανιστεί από τη Ζαβέρδα.
Πολλές απ’ αυτές βέβαια κατοικούν στα γειτονικά χωριά Πογωνιά και Στενό, που από το 1933 αποτελούν χωριστή κοινότητα.
Γι’ αυτές τις οικογένειες και για πολλές άλλες που «έσβησαν» δεν ξέρουμε ούτε την προέλευσή τους ούτε τι απέγιναν.
Κι ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Επιπλέον, πέρα από την «ανδροκρατική μεροληπτικότητα» που παρουσιάζει η ανάλυσή μας δεν ξέρουμε αν το υπερπόντιο μεταναστευτικό ρεύμα των αρχών του 20ού αιώνα, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, ή τα προπολεμικά και μεταπολεμικά ρεύματα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης έθιξαν ομοιόμορφα τους κατοίκους, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους.
Λογικά, θα πρέπει να περιμένουμε πως οι έποικοι, λόγω της συντομότερης παρουσίας τους στο χωριό (που συνεπάγεται συνήθως και κατώτερη οικονομική κατάσταση) θα παρουσιάζουν μεγαλύτερη και πιο πρώιμη τάση για εγκατάλειψη του χωριού. Και θα πρέπει ίσως να περιμένουμε και διαφοροποιήσεις ως προς τον τόπο προορισμού: γιατί η μετοίκηση και η σταθερή εργασία στην Αθήνα είναι οπωσδήποτε προτιμότερη από την Αυστραλία, την Αμερική ή τα καράβια.
Αλλά η δυνατότητα πρόσβασης σε τέτοιες σταθερές θέσεις (και ιδιαίτερα κρατικές) είναι κι αυτή διαφορική κι εξαρτάται από την κατάσταση πριν τη μετανάστευση.
ΒΟΥΝΙΣΙΟΙ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΕΣ
Οι Ηπειρώτες και οι Ξηρομερίτες, που στη διάρκεια του 19ου αιώνα εποικίζουν την περιοχή της Ζαβέρδας, είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι (νομάδες, ημινομάδες, μεταβατικοί), που σιγά σιγά μετατρέπονται σε εδραίους γεωργοκτηνοτρόφους.10
Πρόκειται για μια διαδικασία που παρατηρείται την ίδια εποχή και σ’ άλλες πεδινές περιοχές της χώρας. Η μόνιμη εγκατάσταση στον κάμπο δεν γίνεται αμέσως ούτε χωρίς δισταγμούς. Τόσο η Βουλκαριά όσο και τα έλη που υπήρχαν στο σημερινό κάμπο κάνουν το κλίμα ανθυγιεινό το καλοκαίρι.11
Το Παλιοχώρι, η αρχική κοιτίδα της Ζαβέρδας, ίσως γι’ αυτό το λόγο βρισκόταν μακριά από τη σημερινή του θέση.
Άλλωστε, μέχρι τη δεκαετία του ’60, πολλές οικογένειες του χωριού ανέβαιναν το καλοκαίρι στα Λιβούτβα ή στο Περγαντί, ακριβώς για να αποφύγουν τα καλοκαιρινά κλιματικά προβλήματα — που συγκεφαλαιώνονταν στα κουνούπια και την ελονοσία.
Επιπλέον, δεν υπήρχε νερό για τα ζώα. Μόνο σ’ ένα σημείο του κάμπου υπήρχε νερό το καλοκαίρι, αλλά κατά κανένα τρόπον δεν επαρκούσε για τα 25.000 πρόβατα που φιλοξενούσε στις αρχές του αιώνα η περιοχή. Οι γειτονικοί λόφοι και τα βουνά όμως πρόσφεραν νερό και τροφή κατά τους θερινούς μήνες για τα ζώα.
Κι είναι πιθανό πως σε μια πρώτη φάση τις μετακινήσεις μεγάλης κλίμακας από τα βουνά της Ηπείρου προς τη Ζαβέρδα τις διαδέχθηκαν κοντινότερες μετακινήσεις ανάμεσα στον κάμπο και τα γειτονικά βουνά του Ξηρόμερου. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι οικισμοί Κάρυά, Σκλάβαινα, Ρούνες (που ιδρύονται τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα) είναι τοποθετημένοι στις.....
.....υπώρειες των Ακαρνανικών ορέων. Και από το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι Σκλαβαινιώτες και αρκετοί Ζαβερδιανοί ανεβάζουν το καλοκαίρι τα ζώα τους στο Περγαντί.
Κι αντίστοιχα, η εξαφάνιση της Κεχροπούλας πρέπει να ερμηνεύεται από τους ίδιους λόγους: Στο βαθμό που οι βλαχοποιμένες που την αποτελούσαν μετατρέπονταν σε εδραίους γεωργοκτηνοτρόφους και σταματούν ν’ ανεβαίνουν τα καλοκαίρια στα βουνά έπρεπε να την εγκαταλείψουν — μια που βρίσκεται πολύ κοντά στη Βουλκαριά.
Φυσικά, δεν υπάρχουν μόνο τα προβλήματα της νοσηρότητας που εμποδίζουν την εγκατάσταση στον κάμπο. Υπάρχει και το πρόβλημα της γαιοκτησίας, αν υπάρχει δηλαδή γη διαθέσιμη για εγκατάσταση, καλλιέργεια, βοσκή των ζώων. Φαίνεται πως, απ’ αυτή την άποψη, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα τα πράγματα ήταν ευνοϊκά. Ιδιοκτησίες υπήρχαν μόνο στην περιοχή των λόφων.
Δυτικά, προς την πλευρά της Κεχροπούλας — Στενού — Πογωνιάς ανήκαν στους απογόνους του αρματολού Τσόγκα.
Ανατολικά, από το Παλιοχώρι μέχρι τα Σκλάβαινα, ήταν επίσης μεγαλύτερες ή μικρότερες ιδιοκτησίες Ζαβερδιανών, ενώ προς το Κονιδάρι υπήρχε μεγάλη έκταση που ανήκε στην οικογένεια Μαυρομμάτη της Κατούνας.
Η λογγωμένη κι ελώδης γη ανάμεσα στη Βουλκαριά, τη θάλασσα και τους λόφους ήταν εθνική γη — κι επομένως ελεύθερη να εκχερσωθεί, να αποξηρανθεί, να καλλιεργηθεί με την καταβολή βέβαια του «δικαιώματος επικαρπίας» προς το δημόσιο, που ήταν το 15% της σοδειάς.
Κι από το 1871 και μετά μπορούσε, με την καταβολή του τιμήματος που το κράτος όρισε, να μετατραπεί σε προσωπική ιδιοκτησία. Όμως αυτή η περιοχή επειδή πλημμυρίζει το χειμώνα ήταν κατάλληλη μόνο για εαρινές (όψιμες) καλλιέργειες (καλαμπόκι, διμήνι, βαμβάκι κ.λπ.) ενώ το καλοκαίρι υποφέρει από την έλλειψη νερού, γιατί το νερό της Βουλκαριάς είναι υφάλμυρο.
Στις προσπάθειες των εποίκων να κατακτήσουν τον κάμπο με τα τσαπιά, τις αξίνες και τα στοιχειώδη άροτρα θα προστεθούν οι προσπάθειες των Ράγκου - Γεροκωστόπουλου. Ηπειρώτες κι αυτοί, από τα Κατσανοχώρια κατεβαίνουν ως έμποροι στη Ζαβέρδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Με συνεχείς αγοραπωλησίες, εκχερσώσεις και αποξηράνσεις θα σχηματίσουν τεράστια κτηματική περιουσία, που θ’ απαλλοτριωθεί και θα μοιραστεί στους ακτήμονες το 1931.
Η περιγραφή που μας δίνει ο Α. Καράμπελας (1963) για την ίδρυση του χωριού Χάβαρι στην Ηλεία, θα βοηθήσει ίσως στην κατανόηση των αντίστοιχων διαδικασιών στη Ζαβέρδα.12 Το 1853 κατεβαίνουν (για πρώτη φορά, λέει ο συγγραφέας) βοσκοί από τη Λάστα της Γορτυνίας στην τοποθεσία Χάβαρι της Ηλείας, τόπο «ακαλλιέργητον, ανεκμετάλλευτον και κεκαλυμμένον από πολλά χαμόκλαδα και άγρια δενδρύλλια», όπου «κατέλαβον 4 λοφίσκους και αρκετήν έκτασιν γης».
Πρόκειται για 10-11 κτηνοτρόφους που έμεναν Οκτώβριο-Απρίλιο στο Χάβαρι, σε πρόχειρες καλύβες χωρίς τις οικογένειές τους, και το καλοκαίρι ανέβαιναν ξανά στη Λάστα. Για τρία χρόνια συνεχίστηκε αυτό το πήγαιν’ έλα χωρίς τις οικογένειες. Μετά τις πήραν μαζί τους «οπότε κατασκεύασαν μονίμους καλύβας με πλέκτην από βέργες, τον οποίον έχριον με πηλόν και με σκεπήν από ξιφάραν (χόρτο)». Σε λίγο κι άλλοι Λασταίοι συγγενείς «κατέλαβον οικόπεδα εις περιωρισμένην έκτασιν» και έφτιαξαν καλύβες.
Δημιουργούνται 4 συνοικισμοί στους 4 λόφους στους οποίους θα εγκατασταθούν κι άλλοι Λασταίοι «ως και συνδημόται και φίλοι αυτών Αγριδαίοι και Καμενιτσιώτες» οι....
.....υπώρειες των Ακαρνανικών ορέων. Και από το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι Σκλαβαινιώτες και αρκετοί Ζαβερδιανοί ανεβάζουν το καλοκαίρι τα ζώα τους στο Περγαντί.
Κι αντίστοιχα, η εξαφάνιση της Κεχροπούλας πρέπει να ερμηνεύεται από τους ίδιους λόγους: Στο βαθμό που οι βλαχοποιμένες που την αποτελούσαν μετατρέπονταν σε εδραίους γεωργοκτηνοτρόφους και σταματούν ν’ ανεβαίνουν τα καλοκαίρια στα βουνά έπρεπε να την εγκαταλείψουν — μια που βρίσκεται πολύ κοντά στη Βουλκαριά.
Φυσικά, δεν υπάρχουν μόνο τα προβλήματα της νοσηρότητας που εμποδίζουν την εγκατάσταση στον κάμπο. Υπάρχει και το πρόβλημα της γαιοκτησίας, αν υπάρχει δηλαδή γη διαθέσιμη για εγκατάσταση, καλλιέργεια, βοσκή των ζώων. Φαίνεται πως, απ’ αυτή την άποψη, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα τα πράγματα ήταν ευνοϊκά. Ιδιοκτησίες υπήρχαν μόνο στην περιοχή των λόφων.
Δυτικά, προς την πλευρά της Κεχροπούλας — Στενού — Πογωνιάς ανήκαν στους απογόνους του αρματολού Τσόγκα.
Ανατολικά, από το Παλιοχώρι μέχρι τα Σκλάβαινα, ήταν επίσης μεγαλύτερες ή μικρότερες ιδιοκτησίες Ζαβερδιανών, ενώ προς το Κονιδάρι υπήρχε μεγάλη έκταση που ανήκε στην οικογένεια Μαυρομμάτη της Κατούνας.
Η λογγωμένη κι ελώδης γη ανάμεσα στη Βουλκαριά, τη θάλασσα και τους λόφους ήταν εθνική γη — κι επομένως ελεύθερη να εκχερσωθεί, να αποξηρανθεί, να καλλιεργηθεί με την καταβολή βέβαια του «δικαιώματος επικαρπίας» προς το δημόσιο, που ήταν το 15% της σοδειάς.
Κι από το 1871 και μετά μπορούσε, με την καταβολή του τιμήματος που το κράτος όρισε, να μετατραπεί σε προσωπική ιδιοκτησία. Όμως αυτή η περιοχή επειδή πλημμυρίζει το χειμώνα ήταν κατάλληλη μόνο για εαρινές (όψιμες) καλλιέργειες (καλαμπόκι, διμήνι, βαμβάκι κ.λπ.) ενώ το καλοκαίρι υποφέρει από την έλλειψη νερού, γιατί το νερό της Βουλκαριάς είναι υφάλμυρο.
Στις προσπάθειες των εποίκων να κατακτήσουν τον κάμπο με τα τσαπιά, τις αξίνες και τα στοιχειώδη άροτρα θα προστεθούν οι προσπάθειες των Ράγκου - Γεροκωστόπουλου. Ηπειρώτες κι αυτοί, από τα Κατσανοχώρια κατεβαίνουν ως έμποροι στη Ζαβέρδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Με συνεχείς αγοραπωλησίες, εκχερσώσεις και αποξηράνσεις θα σχηματίσουν τεράστια κτηματική περιουσία, που θ’ απαλλοτριωθεί και θα μοιραστεί στους ακτήμονες το 1931.
Η περιγραφή που μας δίνει ο Α. Καράμπελας (1963) για την ίδρυση του χωριού Χάβαρι στην Ηλεία, θα βοηθήσει ίσως στην κατανόηση των αντίστοιχων διαδικασιών στη Ζαβέρδα.12 Το 1853 κατεβαίνουν (για πρώτη φορά, λέει ο συγγραφέας) βοσκοί από τη Λάστα της Γορτυνίας στην τοποθεσία Χάβαρι της Ηλείας, τόπο «ακαλλιέργητον, ανεκμετάλλευτον και κεκαλυμμένον από πολλά χαμόκλαδα και άγρια δενδρύλλια», όπου «κατέλαβον 4 λοφίσκους και αρκετήν έκτασιν γης».
Πρόκειται για 10-11 κτηνοτρόφους που έμεναν Οκτώβριο-Απρίλιο στο Χάβαρι, σε πρόχειρες καλύβες χωρίς τις οικογένειές τους, και το καλοκαίρι ανέβαιναν ξανά στη Λάστα. Για τρία χρόνια συνεχίστηκε αυτό το πήγαιν’ έλα χωρίς τις οικογένειες. Μετά τις πήραν μαζί τους «οπότε κατασκεύασαν μονίμους καλύβας με πλέκτην από βέργες, τον οποίον έχριον με πηλόν και με σκεπήν από ξιφάραν (χόρτο)». Σε λίγο κι άλλοι Λασταίοι συγγενείς «κατέλαβον οικόπεδα εις περιωρισμένην έκτασιν» και έφτιαξαν καλύβες.
Δημιουργούνται 4 συνοικισμοί στους 4 λόφους στους οποίους θα εγκατασταθούν κι άλλοι Λασταίοι «ως και συνδημόται και φίλοι αυτών Αγριδαίοι και Καμενιτσιώτες» οι....
....οποίοι έχτισαν καλύβες αφού «ηγόρασαν οικόπεδα»13. Το 1863 θα χτιστεί το πρώτο σπίτι, το 1870 η πρώτη εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος «εις ανάμνησιν αντιστοίχου Λάστας».
Οι οικογένειες συνεχίζουν την «τραμπάλα» βουνό - κάμπος κάθε Απρίλιο και Οκτώβριο (με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή Μάιο - Νοέμβριο με το σημερινό), καλλιεργώντας τόσο στη Λάστα όσο και στο Χάβαρι. Επειδή το καλοκαίρι έλειπαν όλοι, κάποιοι γείτονες Ρουμελιώτες τσοπαναραίοι τους φύλαγαν τα σπίτια — μέχρι το 1883, οπότε ορισμένες οικογένειες σταμάτησαν να τροπαλίζονται.
Το 1893 σταμάτησαν όλες οι οικογένειες το ανεβοκατέβασμα. Κι οι κτηνοτρόφοι της Λάστας κατάφεραν να μεταβάλουν το Χάβαρι «συν τω χρόνω διά της καλλιέργειας σταφιδαμπέλων εις αληθή παράδεισον». Το 1909 ένας σεισμός θα ισοπεδώσει το χωριό κι ο οικισμός θα μεταφερθεί από τους λόφους στην πεδιάδα, στη σημερινή του θέση.
Όμως το Χάβαρι δεν είναι το μόνο χωριό που ίδρυσαν οι Λασταίοι: υπάρχουν ακόμα και τα Λαστέικα του Πύργου (τα ίδρυσαν εργάτες γης, στις σταφίδες του Πύργου, δηλαδή) και το Καρβούνι ή Λαστέικα Καλύβια στη Γορτυνία, ενώ λίγες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Τρυπιά του Αιγίου, χωριό που πρωτοδοκίμασαν την τύχη τους οι ορεινοί Λασταίοι ως εργάτες στη σταφίδα, χωρίς όμως να ριζώσουν, ίσως λόγω της έλλειψης γης στην περιοχή.
Οι Επτανήσιοι που εγκαθίστανται στη Ζαβέρδα στη διάρκεια του 19ου αιώνα προέρχονται σχεδόν όλοι από τη Λευκάδα, το Μεγανήσι, το Θιάκι.
Ορισμένοι, λίγοι, απ’ αυτούς είναι ψαράδες — τρατολόγοι που θα εγκατασταθούν στον Κόλυμπο (ή προσωρινά στην Πογωνιά) κι οι απόγονοί τους θα συνεχίσουν κατά κανόνα ν’ ασχολούνται με τη θάλασσα, είτε στο Ιόνιο είτε στους ωκεανούς. Στη συντριπτική τους όμως πλειοψηφία είναι γεωργοί από τα άγονα, ορεινά χωριά της Λευκάδας που έρχονται στη Ζαβέρδα ως σέμπροι, παρασποριάρηδες, εργάτες γης, θεριστάδες.
Ειδικότητά τους τα «τσοπόρια»: κομμάτια γης γεμάτα πέτρες, στα ριζά του βουνού, που δεν μπορεί να τα δουλέψει τ’ αλέτρι. Οι Λευκαδίτες θα τα καλλιεργήσουν με το τσαπί και θα καταβάλουν στον ιδιοκτήτη κάποιο ποσοστό της σοδειάς που μπορούσε να είναι τα 4/5, τα 2/3 (τριτάρικο) ή το 1/2 (μισακάρικο), ανάλογα με την ανάγκη του Λευκαδίτη και την προσφορά ή ζήτηση γης που υπήρχε.
Νοικιάζουν και χωράφια από τον Ράγκο ή άλλους μεγαλοϊδιοκτήτες. Το μίσθωμα παραδοσιακά είναι ίσο με το σπόρο που παίρνει το χωράφι — αλλά ξανά η συμφωνία εξαρτάται από την ανάγκη του «αγρολήπτη».
.....νησιά κι αναλαμβάνουν κατά ομάδες αποκοπή το θέρισμα (το αλώνισμα είναι δουλειά των βλάχων, που συνήθως διαθέτουν τ’ αναγκαία άλογα).
Μένουν σε πρόχειρες καλύβες ή στο ύπαιθρο, αναλαμβάνουν δουλειές του ποδαριού και κατά τον Αύγουστο θα μεταφερθούν (μαζί με Ζαβερδιανούς) στις ακτές της Πελοποννήσου για το μάζεμα της σταφίδας. Όσοι πρόκειται να καλλιεργήσουν γη θα ξαναγυρίσουν στη Ζαβέρδα το φθινόπωρο και μετά τη σπορά θα ξαναγυρίσουν στο νησί.
Μέσα απ’ αυτές τις διαδικασίες κάποιες κοπέλες, κάποιοι νέοι θα παντρευτούν στη Ζαβέρδα, ενώ άλλοι θα έρθουν ήδη παντρεμένοι και με οικογένειες αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Το Σχήμα 1 είναι εύγλωττο: από το 1907 και μετά η περιοχή της Ζαβέρδας (αλλά και ο οικισμός) εμφανίζει πληθυσμιακή στασιμότητα. Από τη μια, σταματά η τροφοδότησή της από τους ορεινούς όγκους της Ηπείρου και τη Λευκάδα, από την άλλη εμφανίζονται τα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Αυστραλία, την Αμερική, τα αστικά κέντρα της χώρας. Όπως άλλωστε προκύπτει και από τον Πίνακα 4, ελάχιστοι είναι οι έποικοι που εγκαθίστανται στο χωριό στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Με την αυγή του αιώνα, θα αρχίσει αμέσως η υπερπόντια μετανάστευση, κυρίως προς την Αυστραλία.
Ελάχιστα στοιχεία έχουμε για την έκτασή της και για τα χαρακτηριστικά των μεταναστών. Δύο όμως στοιχεία εμφανίζονται ανάγλυφα από τις αφηγήσεις αιωνόβιου γέροντα που είχε και ο ίδιος μεταναστεύσει στην Αυστραλία.14
Το πρώτο, ότι οι μετανάστες ήταν «παιδάρια», κατά την έκ-
........φράσή του. Από τους δώδεκα μετανάστες που θυμόταν να έχουν φύγει μεταξύ 1900 - 1920 μόνο ένας ήταν οικογενειάρχης κι ένας άλλος είχε κάνει το στρατιωτικό.
Οι μισοί από τους υπόλοιπους δέκα δεν ήταν ακόμη δεκαπέντε χρονών όταν έφυγαν από το χωριό για την Αυστραλία ή την Αμερική. Το δεύτερο, ότι μεταναστεύουν όσοι σχετίζονται με συγγενικούς δεσμούς με τα Επτάνησα (έστω κι αν το σόι τους δεν κατάγεται από εκεί) όπου το μεταναστευτικό ρεύμα εκδηλώθηκε νωρίτερα.
Από το δημοτολόγιο της κοινότητας καταγράψαμε όσους αναφέρονταν ως μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού το 1955, που έγινε το δημοτολόγιο.
Η ανάλυσή μας δηλαδή δεν περιλαμβάνει όσους μετανάστευσαν, έζησαν λιγότερα ή περισσότερα χρόνια στο εξωτερικό και στη συνέχεια επέστρεψαν.
Με βάση τα στοιχεία αυτά (που αφορούν μόνο στην κοινότητα κι όχι την ευρύτερη περιοχή της Ζαβέρδας) προκύπτει ότι στην περίοδο του μεσοπολέμου εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εξωτερικό 37 άτομα, προερχόμενα από 24 οικογένειες του χωριού, από τις οποίες 6 είναι οικογένειες με προέλευση τα Επτάνησα και 10 οικογένειες πρωτοκατοίκων.
Πρόκειται πρώτιστα για ανδρική μετανάστευση, μόνο 9 είναι γυναίκες και όλες έχουν αδελφό ή σύζυγο μετανάστες (3 ανδρόγυνα). Από τους 37 οι 26 βρίσκονται στην Αυστραλία κι όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι στην Αμερική.
Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή στοιχεία για το μέσο μέγεθος των οικογενειών εκείνη την εποχή αλλά για 26 περιπτώσεις ανδρών μεταναστών που βρήκαμε στοιχεία για τη σύνθεση της οικογένειας από την οποία προέρχονται, οι 17 ανήκαν σε 9 οικογένειες με 5 - 8 παιδιά και οι υπόλοιποι 9 σε 8 οικογένειες με 2 - 4 παιδιά.
Ο μέσος όρος παιδιών κατά οικογένεια είναι 4,4. Και πρόκειται όχι μόνο για πολύτεκνες, αλλά και για κατ’ εξοχήν αρρενογονικές οικογένειες: από το σύνολο των 79 παιδιών που έχουν αυτές οι 18 οικογένειες, 54 είναι αγόρια και μόνο 25 κορίτσια.
Φυσικά, η μετανάστευση προς το εξωτερικό που καταγράψαμε δεν αρκεί για να εξηγήσει την πληθυσμιακή στασιμότητα της Ζαβέρδας μεταξύ 1907 και 1940.
Για την περίοδο 1907- 1920 πρέπει να προσθέσουμε τους πολέμους, τη γρίπη του ’17, τον αποκλεισμό (Valaoras, 1960).
Είναι φανερό όμως από τον Πίνακα 3 πως η περιοχή της αποπέμπει πληθυσμό κι επομένως πρέπει να συμπεράνουμε πως την ίδια εποχή υπάρχει κι ένα ισχυρό ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Ισχυρότερο μάλιστα απ’ αυτό της εξωτερικής, γιατί δεν θα πρέπει όσοι μετανάστευσαν μόνιμα προς το εξωτερικό να είναι πολύ περισσότεροι από τους.....
καταγραμμένους στο δημοτολόγιο. Ένα μέρος τους βέβαια κινείται προς τις γειτονικές περιοχές (την Πογωνιά, το Στενό, τη Βόνιτσα), που όπως είδαμε απορροφούν κι αυτές πληθυσμό από τους οικισμούς που διαλύονται. Ένα άλλο, μάλλον το σημαντικότερο, πρέπει να το απορροφά η Αθήνα.
Δεν είμαστε όμως σε θέση ν’ αποτιμήσουμε την ένταση αυτών των ρευμάτων γιατί τα αρχεία της κοινότητας δεν περιέχουν σχετικά στοιχεία κι απαιτείται επίπονη έρευνα ανάμεσα στις οικογένειες για να διαπιστώσει κανείς ποιοι έφυγαν, για πού και πότε.
Η περιοχή της Ζαβέρδας παρουσιάζει κατά το 19ο αιώνα όλα τα χαρακτηριστικά του τόπου που «κατακτάται»: συνεχής δημιουργία και ανασύνθεση των οικισμών, εκχερσώσεις, εγκατάσταση νέων κατοίκων.
Με εξαίρεση όμως την εκπληκτική δεκαετία του 1880, οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού της είναι συνήθως κάτω από το μέσο όρο — ακόμη και σε σύγκριση με την επαρχία στην οποία ανήκει και της οποίας αποτελεί ένα από τα ελάχιστα πεδινά μέρη.
Κι όμως, παρά την ασθενή δημογραφική της ανάπτυξη, αποτελεί πραγματικό χωνευτήρι ποικίλων πληθυσμών. Επομένως, σε περιοχές όπως η Δυτική Πελοπόννησος ή η Ανατολική Στερεά, που εμφανίζουν την ίδια περίοδο πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς πληθυσμιακής ανάπτυξης, τα φαινόμενα της ανάμιξης ορεινών, πεδινών και νησιωτικών πληθυσμών πρέπει να ήταν πολύ εντονότερα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται ν’ αποκαθίσταται ισορροπία ανάμεσα στον πληθυσμό και το χώρο: δεν μπορεί να είναι τυχαίο το ότι από το 1907 ώς το 1940, για μια ολόκληρη γενιά, ο πληθυσμός παραμένει σταθερός. Η μετανάστευση, υπερπόντια και εσωτερική, απορροφά τα «πληθυσμιακά πλεονάσματα» της Ζαβέρδας.
Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε τον ανδρικό χαρακτήρα της μετανάστευσης και να προσθέσουμε πως στις αρρενογονικές οικογένειες, που στέλνουν τα παιδιά τους στην Αυστραλία ή την Αμερική, από τα 3 - 5 αγόρια που διαθέτουν μένουν στο χωριό μόνο 1 - 2: η μετανάστευση λειτουργεί σαν ασφαλιστική δικλείδα που εμποδίζει τον παραπέρα κατατεμαχισμό της οικογενειακής περιουσίας, γης ή ζώων, κι επιτρέπει στους απομένοντες να επιζήσουν.
Η οικονομία της, οικονομία που παράγει σιτηρά, κτηνοτροφικά προϊόντα και λίγο κρασί, απαιτεί μεγάλες εκτάσεις, οι οποίες προς το τέλος του 19ου αιώνα εξαντλούνται. Άλλωστε οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της περιοχής φαίνεται ότι προτιμούν να νοικιάζουν τη γη τους σε κτηνοτρόφους παρά σε γεωργούς:
οι πρώτοι πληρώνουν σε χρήμα, οι δεύτεροι θα δώσουν στάρι ή καλαμπόκι — αν η χρονιά πάει καλά. Η στενότητα, λοιπόν, της γης, που προσδιορίζεται και από τη θέληση των γαιοκτημόνων και από το κληρονομικό δίκαιο και από τις δυνατότητες της γης ν’ αποδώσει με βάση την υπάρχουσα τεχνολογία (από τις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις δηλαδή) σπρώχνει τους κατοίκους στη μετανάστευση. Ο πληθυσμός θα αυξηθεί μόνο στη δεκαετία του ’40, όταν τα σύνορα θα κλείσουν εξαιτίας του πολέμου κι οι συνθήκες που θα δημιουργήσουν η κατοχή κι ο εμφύλιος θα κάνουν την επιβίωση στα αστικά κέντρα δυσκολότερη απ’ όσο στην ύπαιθρο.
Οι πρώτοι που φεύγουν είναι κυρίως οι γεωργοί: είδαμε ότι οι πρωτοκάτοικοι κι οι Επτανήσιοι είναι κυρίως γεωργοί. Αυτό δεν σημαίνει πως βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από τους κτηνοτρόφους ή τους εργάτες της Ζαβέρδας. Για να φύγει κανείς πρέπει πριν να εξασφαλίσει το εισιτήριο.
Αν δεν το βρει μέσα από τα οικογενειακά ή φιλικά κυκλώματα (που, όπως είδαμε, δεν είναι πάντα και αφιλοκερδή) θα πρέπει να δανειστεί — και μπορούν να δανείζονται βέβαια όσοι διαθέτουν πίστη, όσοι δηλαδή μπορούν να δώσουν εχέγγυα στον τοκογλύφο πως δεν θα χάσει τα λεφτά του. Κι αυτοί δεν είναι οι φτωχότεροι.
Για την εσωτερική μετανάστευση δεν έχουμε στοιχεία και τίποτα δεν μας επιτρέπει να ισχυριστούμε πως απορρόφησε τις ίδιες κατηγορίες με την υπερπόντια.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως οι βουνίσιοι κι οι νησιώτες που εγκαταστάθηκαν το 19ο αιώνα στην περιοχή της Ζαβέρδας καταστάλαξαν μετά από πολλές μετακινήσεις σε τέσσερις οικισμούς (Ζαβέρδα, Πογωνιά, Σκλάβαινα, Στενό), οι οποίοι δεν αποτέλεσαν παρά τη βάση ντόπιων και νεήλυδων, για νέες εξορμήσεις στη διάρκεια του 20ού.
-Ο Δημήτρης Κ. Ψυχογιός είναι κοινωνιολόγος, ερευνητής στο ΕΚΚΕ και καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
-Γιούλη Παπαπέτρου-Ερευνητής στο ΕΚΚΕ.
1985
-Οι φωτογραφίες της Παλαίρου (Ζαβέρδας) τραβήχτηκαν από το φωτογράφο του Βρετανικού πολεμικού πλοίου «HMS London» το 1931.
Οι μισοί από τους υπόλοιπους δέκα δεν ήταν ακόμη δεκαπέντε χρονών όταν έφυγαν από το χωριό για την Αυστραλία ή την Αμερική. Το δεύτερο, ότι μεταναστεύουν όσοι σχετίζονται με συγγενικούς δεσμούς με τα Επτάνησα (έστω κι αν το σόι τους δεν κατάγεται από εκεί) όπου το μεταναστευτικό ρεύμα εκδηλώθηκε νωρίτερα.
Από το δημοτολόγιο της κοινότητας καταγράψαμε όσους αναφέρονταν ως μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού το 1955, που έγινε το δημοτολόγιο.
Η ανάλυσή μας δηλαδή δεν περιλαμβάνει όσους μετανάστευσαν, έζησαν λιγότερα ή περισσότερα χρόνια στο εξωτερικό και στη συνέχεια επέστρεψαν.
Με βάση τα στοιχεία αυτά (που αφορούν μόνο στην κοινότητα κι όχι την ευρύτερη περιοχή της Ζαβέρδας) προκύπτει ότι στην περίοδο του μεσοπολέμου εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εξωτερικό 37 άτομα, προερχόμενα από 24 οικογένειες του χωριού, από τις οποίες 6 είναι οικογένειες με προέλευση τα Επτάνησα και 10 οικογένειες πρωτοκατοίκων.
Πρόκειται πρώτιστα για ανδρική μετανάστευση, μόνο 9 είναι γυναίκες και όλες έχουν αδελφό ή σύζυγο μετανάστες (3 ανδρόγυνα). Από τους 37 οι 26 βρίσκονται στην Αυστραλία κι όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι στην Αμερική.
Δεν έχουμε αυτή τη στιγμή στοιχεία για το μέσο μέγεθος των οικογενειών εκείνη την εποχή αλλά για 26 περιπτώσεις ανδρών μεταναστών που βρήκαμε στοιχεία για τη σύνθεση της οικογένειας από την οποία προέρχονται, οι 17 ανήκαν σε 9 οικογένειες με 5 - 8 παιδιά και οι υπόλοιποι 9 σε 8 οικογένειες με 2 - 4 παιδιά.
Ο μέσος όρος παιδιών κατά οικογένεια είναι 4,4. Και πρόκειται όχι μόνο για πολύτεκνες, αλλά και για κατ’ εξοχήν αρρενογονικές οικογένειες: από το σύνολο των 79 παιδιών που έχουν αυτές οι 18 οικογένειες, 54 είναι αγόρια και μόνο 25 κορίτσια.
Φυσικά, η μετανάστευση προς το εξωτερικό που καταγράψαμε δεν αρκεί για να εξηγήσει την πληθυσμιακή στασιμότητα της Ζαβέρδας μεταξύ 1907 και 1940.
Για την περίοδο 1907- 1920 πρέπει να προσθέσουμε τους πολέμους, τη γρίπη του ’17, τον αποκλεισμό (Valaoras, 1960).
Είναι φανερό όμως από τον Πίνακα 3 πως η περιοχή της αποπέμπει πληθυσμό κι επομένως πρέπει να συμπεράνουμε πως την ίδια εποχή υπάρχει κι ένα ισχυρό ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Ισχυρότερο μάλιστα απ’ αυτό της εξωτερικής, γιατί δεν θα πρέπει όσοι μετανάστευσαν μόνιμα προς το εξωτερικό να είναι πολύ περισσότεροι από τους.....
καταγραμμένους στο δημοτολόγιο. Ένα μέρος τους βέβαια κινείται προς τις γειτονικές περιοχές (την Πογωνιά, το Στενό, τη Βόνιτσα), που όπως είδαμε απορροφούν κι αυτές πληθυσμό από τους οικισμούς που διαλύονται. Ένα άλλο, μάλλον το σημαντικότερο, πρέπει να το απορροφά η Αθήνα.
Δεν είμαστε όμως σε θέση ν’ αποτιμήσουμε την ένταση αυτών των ρευμάτων γιατί τα αρχεία της κοινότητας δεν περιέχουν σχετικά στοιχεία κι απαιτείται επίπονη έρευνα ανάμεσα στις οικογένειες για να διαπιστώσει κανείς ποιοι έφυγαν, για πού και πότε.
ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΝΤΑΣ
Η περιοχή της Ζαβέρδας παρουσιάζει κατά το 19ο αιώνα όλα τα χαρακτηριστικά του τόπου που «κατακτάται»: συνεχής δημιουργία και ανασύνθεση των οικισμών, εκχερσώσεις, εγκατάσταση νέων κατοίκων.
Με εξαίρεση όμως την εκπληκτική δεκαετία του 1880, οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού της είναι συνήθως κάτω από το μέσο όρο — ακόμη και σε σύγκριση με την επαρχία στην οποία ανήκει και της οποίας αποτελεί ένα από τα ελάχιστα πεδινά μέρη.
Κι όμως, παρά την ασθενή δημογραφική της ανάπτυξη, αποτελεί πραγματικό χωνευτήρι ποικίλων πληθυσμών. Επομένως, σε περιοχές όπως η Δυτική Πελοπόννησος ή η Ανατολική Στερεά, που εμφανίζουν την ίδια περίοδο πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς πληθυσμιακής ανάπτυξης, τα φαινόμενα της ανάμιξης ορεινών, πεδινών και νησιωτικών πληθυσμών πρέπει να ήταν πολύ εντονότερα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται ν’ αποκαθίσταται ισορροπία ανάμεσα στον πληθυσμό και το χώρο: δεν μπορεί να είναι τυχαίο το ότι από το 1907 ώς το 1940, για μια ολόκληρη γενιά, ο πληθυσμός παραμένει σταθερός. Η μετανάστευση, υπερπόντια και εσωτερική, απορροφά τα «πληθυσμιακά πλεονάσματα» της Ζαβέρδας.
Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε τον ανδρικό χαρακτήρα της μετανάστευσης και να προσθέσουμε πως στις αρρενογονικές οικογένειες, που στέλνουν τα παιδιά τους στην Αυστραλία ή την Αμερική, από τα 3 - 5 αγόρια που διαθέτουν μένουν στο χωριό μόνο 1 - 2: η μετανάστευση λειτουργεί σαν ασφαλιστική δικλείδα που εμποδίζει τον παραπέρα κατατεμαχισμό της οικογενειακής περιουσίας, γης ή ζώων, κι επιτρέπει στους απομένοντες να επιζήσουν.
Η οικονομία της, οικονομία που παράγει σιτηρά, κτηνοτροφικά προϊόντα και λίγο κρασί, απαιτεί μεγάλες εκτάσεις, οι οποίες προς το τέλος του 19ου αιώνα εξαντλούνται. Άλλωστε οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της περιοχής φαίνεται ότι προτιμούν να νοικιάζουν τη γη τους σε κτηνοτρόφους παρά σε γεωργούς:
οι πρώτοι πληρώνουν σε χρήμα, οι δεύτεροι θα δώσουν στάρι ή καλαμπόκι — αν η χρονιά πάει καλά. Η στενότητα, λοιπόν, της γης, που προσδιορίζεται και από τη θέληση των γαιοκτημόνων και από το κληρονομικό δίκαιο και από τις δυνατότητες της γης ν’ αποδώσει με βάση την υπάρχουσα τεχνολογία (από τις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις δηλαδή) σπρώχνει τους κατοίκους στη μετανάστευση. Ο πληθυσμός θα αυξηθεί μόνο στη δεκαετία του ’40, όταν τα σύνορα θα κλείσουν εξαιτίας του πολέμου κι οι συνθήκες που θα δημιουργήσουν η κατοχή κι ο εμφύλιος θα κάνουν την επιβίωση στα αστικά κέντρα δυσκολότερη απ’ όσο στην ύπαιθρο.
Οι πρώτοι που φεύγουν είναι κυρίως οι γεωργοί: είδαμε ότι οι πρωτοκάτοικοι κι οι Επτανήσιοι είναι κυρίως γεωργοί. Αυτό δεν σημαίνει πως βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από τους κτηνοτρόφους ή τους εργάτες της Ζαβέρδας. Για να φύγει κανείς πρέπει πριν να εξασφαλίσει το εισιτήριο.
Αν δεν το βρει μέσα από τα οικογενειακά ή φιλικά κυκλώματα (που, όπως είδαμε, δεν είναι πάντα και αφιλοκερδή) θα πρέπει να δανειστεί — και μπορούν να δανείζονται βέβαια όσοι διαθέτουν πίστη, όσοι δηλαδή μπορούν να δώσουν εχέγγυα στον τοκογλύφο πως δεν θα χάσει τα λεφτά του. Κι αυτοί δεν είναι οι φτωχότεροι.
Για την εσωτερική μετανάστευση δεν έχουμε στοιχεία και τίποτα δεν μας επιτρέπει να ισχυριστούμε πως απορρόφησε τις ίδιες κατηγορίες με την υπερπόντια.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως οι βουνίσιοι κι οι νησιώτες που εγκαταστάθηκαν το 19ο αιώνα στην περιοχή της Ζαβέρδας καταστάλαξαν μετά από πολλές μετακινήσεις σε τέσσερις οικισμούς (Ζαβέρδα, Πογωνιά, Σκλάβαινα, Στενό), οι οποίοι δεν αποτέλεσαν παρά τη βάση ντόπιων και νεήλυδων, για νέες εξορμήσεις στη διάρκεια του 20ού.
-Ο Δημήτρης Κ. Ψυχογιός είναι κοινωνιολόγος, ερευνητής στο ΕΚΚΕ και καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
-Γιούλη Παπαπέτρου-Ερευνητής στο ΕΚΚΕ.
1985
-Οι φωτογραφίες της Παλαίρου (Ζαβέρδας) τραβήχτηκαν από το φωτογράφο του Βρετανικού πολεμικού πλοίου «HMS London» το 1931.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο