Πήγαμε να πλιτσναρίσουμε (να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα) με τη Γκίκου. Μας πήρε με το πριάρι (είδος πλεούμενου χωρίς καρίνα) ο Περικλής κι μας πήγε στου Δαφνιά (εκεί που σήμερα το ονομάζουν Παναγιά). Άραξε κοντά στ’ προβλήτα.
Αγναντεύω για καμιά ξαπλώστρα, ντίπ τίποτα μέχρι πέρα στ’ Λιβανού. Κάθε ξεμωραμένο είχε μάσει κάτω από κάθε ομπρέλα πέντε με έξι ξαπλώστρες. Μια κυρά είχε πέντε ξαπλώστρες κι ήτανε μόνη τσ κάτου από μια ομπρέλα. Πάει εκεί κοντά μια άλλη κυρία και ευγενικά της ζητά μια από τις τέσσερες άδειες ξαπλώστρες.
Ακουρμαστείτε τι απάντηση πήρε:
-Δεν είναι ελεύθερη. Περιμένω τον άνδρα μου και τα παιδιά μου. Μόλις ξεκίνησαν από την Αθήνα.
Τράου τ’ Γκ’ικου κι τσ λέου:
-Γκίκου άμα η μαντάμου πλήρωνε τσ ξαπλώστρες, ούτε τ’ δκιά τσ δεν είχε. Καταεί κι χωρίς πετσέτα θατανε.
************
Βάλαμε τα τσαπράκαλά μας κάτω από ένα πουρνάρι κι πέσαμε μέσα για πλιτσνάρισμα.
Ο Περικλής πήρε μια ξύστρα (ειδικό εργαλείο ψαράδων για την αποκόλληση των μυδιών από τα βράχια) και πήγε για να μάσει το μεσημεριανό το μεζέ.
************
Εμείς μι τ’ Γκίκου αρχίσαμε του πλιτσνάρισμα. Δεν πάμε βαθειά, τραβάμε πάντα πέρα δώσε κι κοντά στ’ παραλία. Από τότε που ο Παντελής έπιασε ένα μικρό καρχαρία στο Ακτιο, μας είπε:
-Κυράδες, αυτό πούπιασα είναι το παιδί. Η μάνα τ’ κυκλοφοράει ελεύθερη.
Τι να πού τώρα. Μ’ κοτάει να ξαναπάου στα βαθιά;
************
Μπροστά μας έκανε μπάνιο ένα ζευγάρι, νατανε δε θάτανε μισό αιώνα ηλικία. Κοντεύω τ’ ματιά μ΄ στ΄κυρία κι τι να δού. Ητανε η πρωτοξαδέλφη εκείνης τσ’ αχώνευτης τ συμπεθέρας μ, τσ πεθεράς τ’ ανηψιού μ΄τ΄Τακούλα. Του Τακούλα πάφησε τ΄Μπούχαλη για να πάει σώγαμπρος στο παζάρι...........