-Λάρωσε κοπέλα μ’, τσώπα....
Τι να τσ’ πού, ήτανε μια ώρα στα μπρούμτα, απάν’ στου τάφου τσ’ Μαρίτσας. Ντίπ στα μαύρα κι μι μια μαντήλα μέχρι τα μάτια. Κλάμα κι σκούξα να δείς...
Ανασκώνω το κεφάλ’ τσ’ κι τι να δού: Τ΄ Καίτ, τ’ νύφ’ τσ’ Μαρίτσας, εκιό το ξίπασμα, η αχώνευτη, η γνέκα του ανηψιού μ΄τ΄ Τακούλα.
Στραβοκατίνσα. Τι είναι τούτο. Η Καίτ, με μαύρα κι να σκούζει πάνω απ’ του τάφου τσ’ πεθεράς τσ΄, τσ’ Μαρίτσας. Η Καίτ΄μετά από δύο χρόνια, τλουπώχκτε με τα μαύρα. Κιό τ΄μέρα τσ’ κηδείας είχε παρδαλά. Ημνα κι γώ τα’ κηδεία, γυναίκα τ’ αδελφού ήτανε....
Τράου από δώ, αγναντεύου από εκεί, κανένας π’ να βλέπ. Γιατί παλιά είχαμε ένανε π΄όταν ξεκάμπαε κανένας στο νεκροταφίου τότε άρχισε του σκούξμο....
Ξαναγυρνάου προς τ΄ Καίτη, μη κάνου λάθος αλλά αυτή είναι.
Κλάμα κι σκούξα η Καίτη. Να στροχιέται πάν΄κατ΄στου τάφου τσ πεθεράς τσ΄.
Λές νάνε οι τύψεις που απ’ τότε που παντρεύτκε η Καίτη, έκανε κάθε μέρα κι ένα «μασσάζ» στ πεθερά τσ;. Ποτέ δε τσέβαλε μια λίμπα με φαί, ποτέ δε τσέδωσε μια χστέλα τσάι. Κι τώρα σκούζει πάνου απ’ το τάφου. Κάτ’ είναι κι πρέπει να χαμπερίσω.......