Με το δικό της τρόπο για ακόμα μια φορά η ΘΕΙΑ ΔΗΜΗΤΡΩ απο τη ΒΟΝΙΤΣΑ, επιστρέφει και με καυστικό, πιπεράτο, σατιρικό τρόπο σχολιάζει την επικαιρότητα...
Η Θειά Δημήτρω στα γιορτάσια!!
Βούγκα *1 τα πανηγύρια. Πήρα αρχή από τσ Αϊ Κατερίνης και πάνε καθημερινά.
Στ’ Μπούχαλη δε βολείς*2 να περπατήσεις. Σε κάθε δρόμο κι σοκάκι, να ένασωρό τα τσόφλια απ’ τα μύγδαλα. Ολοι γιορτάζνε. Οι Κατερίνες, Οι Στελάδες, Οι Βαρβάρες, Οι Νικολάδες κι των Αγίων Πάντων πούλεγε ο Πλιακοπάνος*3 .
Στο Παζάρ’*4 μόνο εκείνη η Τόκκενα*5 έρξε*6 τα τσόφλια απ’ τα μύγδαλα στ’ στράτα*7. Κι έκανε κάτι κουραμπιέδες, έλιωναν στο στόμα. Άρωμα του βούτυρο κι γεμάτοι με καβουρντισμένο μύγδαλο.
Εγώ ξεκάμπσα*8 στο αρχοντικό τ’, το πρωί κι τ’ έδωσα το ματσάκι με τα λουλούδια για τα χρόνια πολλά του νοικοκύρη τσ’. Μ έβαλε στο σπίτι, μούδουσε στο πιατέλο ένα κουραμπιέ που λίγο κόντευε να βγεί έξω από το πιατέλο, τόσο μεγάλο.
-Μωρ’ κοπέλλα τσ’ είπα, παρότι είσαι κι σύ δασκάλα πως δεν ακουλούθσες τη ρήση ενός άλλου δασκάλου πούβαζε τ’ γνέκα τ να φτιάχνει τσ’ κουραμπιέδες μικρούς σαν κεφτεδάκια για οικονομία. Που να πάει όμως; -Τον χώρησε.
-Θειά Δμήτρω, μ’ αποκρίθκε, αν ο Κουραμπιές δεν πλωχεριάζει*9 δεν είναι κουραμπιές, είναι μπουκίτσες από λουκούμι.
Πάλι πολυχρόνησα*10 κι έφυγα. Η Τόκκενα μούδουσε ένα ακόμα κουραμπιέ για το σπίτι κι ένα δεύτερο, λέγοντάς μου κι αυτό το καλό: «Σα βρεθείς με τη κολλητή σ’ τη Γκίκου, φίλεψέ την ένα κουραμπιέ»......
Ακουρμαστείτε*11 τώρα το άλλο:
Χτές το βράδυ γιόρταζε ο αδερφός του Περικλή τα Γκίκους, ο Νικολάρας. Πήγαμε του βράδυ για τα πολυχρόνια. Ητανε εκεί πολλοί πανηγυριώτες, αλλά εμείς πήγαμε κι στρωθήκαμε κοντά στο τζάκι. Εκεί δίπλα, η νοικοκυρά τ Νικολάρα, η Κάσου, είχε σε μια λίμπα*12 με κουραμπιέδες. Θάχε φτιάξει καμιά διακοσαριά κομμάτια.
-Απ’ τα τσόφλια πουχε ρίξει στ στράτα, που να δείς πόσοι ξαχούρδισαν*13.
Εμείς πιάσαμε μια μποτίλια κρασί κόκκινο βαρτζαμί κι αρχίσαμε τη κρασοκατάνυξη με τα πολυχρόνια. Για μεζέ η Κάσου μας είχε ετοιμάσει καβούρια απ΄ τ’ Ρούγα.
Είχανε πέσει τα μπουμπουνισταριά*14 και τραβήξανε τα καβούρια απ του Ιβάρι*15 για τ’ θάλασσα.
Για μια στιγμή ξεκάμπσε μπροστά μας η Μόσχου απ’ του Κόκκινο. Αρχικά τον είχε πιστρωσει*16 στη σάλα μαζί με τα άλλους τα πανηγυριώτες, κατάπιε αμάσητο το κουραμπιέ, κατέβασε με μια το λικέρ κι μετά αγνάντευε κατά εμάς. Για μια στιγμή η Γκίκου φανταλιάσκε*17 μη τράει*18 του Περικλή τς.
Σα σίμωσε κοντά μας στροχίστκε*19 κι έκατσε αναμεσίς σε μένα κι στ Γκίκου.Παραξενεύτκαμε αλλά η Γκίκου Κέρβερος για το Περικλή τς. -Τι να χαλεύει*20 εδώ σε μας;
Δε πέρασε το λίγο κι να η Μόσχου χωρίς να ανασηκωθεί, άρχισε νατσαρκαλεύει*21 προς τα πίσω, κατά εκεί πού ήταν η λίμπα με τα κουραμπιέδες.Αρπάζει το πρώτο και τονε χλαπακιάζει*22.
Τον πήγε αμάσητο.... Με τ’ πρώτη ανάσα, μας αποκρίνεται «νόστιμος ο κουραμπιές» κι ξανατσαρκαλεύει προς τα λίμπα. Πάει ου δεύτερος, να κι ο τρίτος, περνάει στο τέταρτο. Σε κάθε καταπσιά είχε κι ένα καλό λόγο:
«Ωραίο μύγδαλο»
«Μοσχοβολάει του βούτυρο»
«Καλοψημένοι»
«Τα έπιασε καλά η άχνη»
«Μόνο η Κάσου είναι νοικοκυρά».
Τι ήθελε κι ξεστώμσε*23 το τελευταίο. Ακούς εκεί μόνο η Κάσου είναι νοικοκυρά; -Και να είναι λέγεται αυτή η κβέντα μπροστά σε άλλες νοικοκυρές;
Πονιάστκες*24 Μόσχου; -Απθώσου*25 τώρα κι πήγαινε σαπέρα*26, κατά τ' σάλα.....
Ο Περικλής και ου Ν΄κολάρας δε ξεσπάραξαν*27 καθόλου.
Για κάποια στιγμή ου Νικολάρας αναρωτήθκε:
-Αυτή η Μόσχου, πως θα κοιλοστραγγίξει*28 το βράδυ;
-Δεν έχει ανάγκη αυτή, αποχαράζει σαν τα βόϊδια τσ’ Ορνίτσας.
Ευτυχώς που σαλάγκσε γρήγορα η Μόσχου, γιατί ο Περικλής που κράταγε τη μάσα και σίμπαγε*29 τη φωτιά ήτανε έτοιμος....
**********************
1*-Βούγκα: Τρέχοντας, πολύ γρήγορα
2*-Δεν Βολείς: Δεν μπορείς, δεν χωράς
3*-Ο Πλιακοπάνος: Καντηλανάφτης στη Βόνιτσα.
4*-Παζάρι: Συνοικία στη Βόνιτσα. Θεωρούνταν ως το κέντρο της πόλης
5*-Τόκκενα: Η απόγονος των Tocco
6*-Ερξε: έριξε, πέταξε
7*-Παλιό έθιμο που ενημέρωνε ότι αυτό το σπίτι θα γιορτάσει. Παλιά το πένθος σε κάθε σπιτικό κρατούσε από τρία έως και εννιά χρόνια. Θυμόμαστε όταν ήμασταν μικρά παιδιά, το μαύρο πανί κρεμασμένο στην είσοδο του κάθε σπιτιού που πενθούσε, τα κλεισμένα παραθύρια, το μαύρο περιβραχιόνιο στο δεξί μπράτσο κάθε πενθούντα. Την μέρα της γιορτής του εκλιπόντος μοίραζαν γλυκό (λαδοριβανή) στο νεκροταφείο, στο νέο σπίτι αυτού που χάθηκε. Ετσι χρειάζονταν και ένα άλλο μήνυμα, ένα σημάδι ότι αυτό το σπίτι γιορτάζει. Ηταν τα τσόφλια από τα μύγδαλα στη στράτα, ακριβώς μπροστά από το σπίτι που θα γιόρταζε.
8*-Ξεκάμπσα: έφτασα, ήλθα κοντά
9*-Πλωχεριάζει: Έκφραση ποσότητας. Προέρχεται από το απλωμένο χέρι (παλάμη). Μεγάλη που να απλώνεται στην απλωμένη παλάμη.
10*-Πολυχρόνισα: είπα με θέρμη τα χρόνια πολλά
11*-Ακουρμαστείτε: ακούστε με προσοχή
12*-Λίμπα: βαθειά πιατέλα
13*-Ξαχούρδισαν: γλίστρησαν και έπεσαν κάτω
14*-Τα καβούρια της Ρούγας και τα μπομπουνισταριά: Φυσικό φαινόμενο κάθε χειμώνα, όπου και τις πρώτες βροντές τα καβούρια φεύγουν από το ιβάρι της Ρούγας και οδεύουν για την θάλασσα.
15*-Ιβάρι: Φυσικό ιχθυοτροφείο
16*-Πιστρώσει: είχε καθίσει
17*-Φανταλιάστηκε: σκέφτηκε με υπόνοια
18*-Τράει: κοιτάζει
19*-Στροχίστκε: τρίφτηκε ανάμεσα
20*-Χαλεύει: ζητά, ζητανεύει
21*-Τσαρκαλεύει: Ψάχνει άτσαλα
22*-Χλαπακιάζει: τρώει με βουλιμία
23*-Ξεστώμσε: είπε
24*-Πονιάστκες: έκφραση βρισιάς για όταν κάποιος τρώει απάνθρωπα
25*-Απθώσου: Σήκω
26*-Σαπέρα: πιο πέρα
27*-Δεν Ξεσπάραξαν: δεν κουνήθηκαν
28*-Κοιλοστραγγίζει: έκφραση βρισιάς για κακό ύπνο
29*-Σίμπαγε: ανακάτωνε – κτυπούσε τα ξύλα για να βγάλουν το αναμμένο κάρβουνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο