Το πάθος και η δόξα μιας πολιτείας
Ι.Μ Παναγιωτόπουλος
Σήμερα στους τάφους των ηρώων άκρα γαλήνη βασιλεύει. Με αργά, σχεδόν ιερατικά, κινήματα ο κηπουρός σκαλίζει το χώμα, φροντίζει τη χλόη, φυτεύει τα νέα λουλούδια, που θα ευωδιάσουν τον ύπνο των μακαρίων.
Ο Καψάλης στηρίζει το συννεφιασμένο κεφάλι του στον αλύγιστο οβελίσκο του
μαρμάρου κι η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη, με τη σκληρή, αγορίστικη ομορφιά
της, βλαστάνει σαν άσπρος αφρός ανάμεσα στη σιωπή, που ακόμα δεν έπνιξε τον
πολυσήμαντο αντίπαλο του μακρινού θρήνου.
Ανάμεσα στους ζωντανούς νεκρούς, στους «ελεύθερους πολιορκημένους», που
ύψωσαν ίσαμε τα μεσούρανα τη φλόγα της αθάνατης θυσίας των, ένα πλήθος
αμέριμνο, κόσμος που χαίρεται την ώρα του, άνθρωποι με τη πεζή φροντίδα του
νοικοκυριού των, στοχαστικοί και ονειροπόλοι περνούν και φλυαρούν.
Μα όταν ο
ήλιος βασιλεύει - και ξέρει κι ο πιο αδιάφορος περαστικός, πως βασιλεύει στο
Μεσολόγγι ο ήλιος- κι έρχεται η νύχτα να καθίσει περίλυπη στα πόδια των
αγαλμάτων, δεν υπάρχει κανείς, δεν επιτρέπεται να υπάρχει κανείς, που να μη
συλλογίζεται τη μεγάλη βραδιά του Μεσολογγίου, που την αυλάκωσαν οι τεράστιες
φλόγες του αθάνατου πάθους.
Κι είναι μια ευεργεσία για όλους μας, που μπορούμε και στις χειρότερες ώρες
των εθνικών απογνώσεων να στοχαζόμαστε με δίκαιη καύχηση:
«Έχομε το Μεσολόγγι!»
Για την αντιγραφή
Κώστας Θ. Τριαντακωνσταντής
Μαθηματικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο