Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Ο χρόνος φίλος, ο χρόνος εχθρός – Της Δέσποινας Καλέζου

     Δεν είναι λίγες οι φορές που απλά γεγονότα, απλές κουβέντες, ντύνονται τέτοια συναισθηματική φόρτιση που ταράζουν την ψυχή και την ωθούν σε περιπλανήσεις της σκέψης, σε μονοπάτια γνώριμα, αλλά ξεχασμένα, με γεύση χαράς και πόνου, αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, νοσταλγίας γι΄αυτό που έφυγε, ανάγκης για απόδραση απ’αυτό που υπάρχει.
   –Κυρία! Μια φωνή ακούγεται απο το απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ περπατούσα αμέριμνα στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Σταμάτησα. Ένας άντρας ώριμος,γύρω στα 50-55, με πλησίασε. Με χαιρέτησε και τον χαιρέτησα εγκάρδια. Κοιταχτήκαμε στα μάτια.
   –Δε με γνωρίζετε Κυρία; Περάσανε τα χρόνια! Είμαι ο Γιάννης ο…

       Από τέτοιες όμορφες συναντήσεις που δίνουν ανείπωτη χαρά και ευτυχία, είναι γεμάτη η ζωή μιας δασκάλας. Όμως εκείνη την ώρα αυτή η αναπάντεχη συνάντηση μετά από τριανταπέντε χρόνια, "35 χρόνια"ήταν κάτι το ιδιαίτερο, το συνταρακτικό για μένα........


    Η ψυχή ήταν ήδη φορτισμένη και προβληματισμένη από ένα πρωινό τηλεφώνημα από μια συμφοιτήτριά μου μετά από πενήντα χρόνια, «50 χρόνια». Η επωδός της σε όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας ήταν: «Πώς αφήσαμε να μας γλιστρήσει ο χρόνος σα νερό μέσα από τα χέρια μας!»
«Περάσανε το χρόνια…!» , » Αφήσαμε το χρόνο…!»
    Ο χρόνος, αυτός ο σύντροφος, γλυκός κα σκληρός, που χέρι – χέρι διαβήκαμε το δρόμο της ζωής.
   «Περάσανε τα χρόνια….!». Τα χρόνια, ο χρόνος που περνάει αδιάφορα δίπλα μας, περνάει χωρίς να μας λογαριάζει. Είναι ο χρόνος που μετρούν τα όργανα της Φυσικής, οι δείκτες του ρολογιού, είναι ο αντικειμενικός, ο φυσικός χρόνος, ίδιος και απαράλλαχτος για όλους, που δε δέχεται κανένα διάλογο με κανένα, αλλά αυταρχικά διαφεντεύει την ύπαρξή μας αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια πάνω της, παραμορφωτικά πολλές φορές, σφραγίζοντας έτσι την ανελέητη δυναστεία του.

      Η δυναστεία όμως τούτου του χρόνου είναι μόνο εξωτερική. Η ψυχή του καθενός έχει το δικό της χρόνο. «Αφήσαμε το χρόνο…» Είναι ο χρόνος ο υπαρξιακός, ο προσωπικός, ο υποκειμενικός, που παίρνει χίλιες μορφές και χίλιες αποχρώσεις. Παίρνει και δίνει χιλιόμορφα μηνύματα, ανάλογα με την ψυχή που συντροφεύει,την όλη παρουσία της,την ψυχολογία της, τις ανησυχίες της, τη στάση της απέναντι στη ζωή και στα προβλήματά της, τα λάθη της, τις αποτυχίες και επιτυχίες της, τις παραλείψεις της, την κουλτούρα της, ανάλογα με όλες τις εκφάνσεις της πολύμορφης και πολυδιάστατης εσωτερικότητας του ανθρώπου.
       Και άλλοτε τρέχει και φεύγει γοργά, άλλοτε βαδίζει αργά, άλλοτε σταματάει, άλλοτε φίλος, άλλοτε εχθρός, ανάλογα πάντα με τα συναισθηματικά προστάγματα που παίρνει από την ψυχή μας.
     Είναι ο φίλος, ο γλυκός παραστάτης, που όταν διαισθάνεται ότι ο άλλος χρόνος, ο φυσικός, μας τυραννά, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της ψυχής μας στο μαγικό κόσμο της αθωότητας και της απλότητας, στα παιδικά χρόνια, για να δώσει μια ανάσα δροσιάς στη ζωή μας. Να γευτούμε εκείνα τα νάματα της ομορφιάς και της ξενοιασιάς μέσα από τα ατέλειωτα παιγνίδια μας, την απέραντη χαρά μας και το γέμισμα της ψυχής μας από τις αυτοσχέδιες παιδικές, ευτελείς, αλλά παραμυθένιες για μας δημιουργίες μας, από το μαγικό κόσμο που μας χάριζαν τα αγέρινα παραμύθια της γιαγιάς τα χειμωνιάτικα βράδια γύρω από τη φωτιά. 
       Να γευτούμε το τότε, όταν όλη η γειτονιά και όλοι οι δρόμοι, ήταν δικά μας, όταν ήταν όλες οι πόρτες ανοικτές διάπλατα για να χωρέσει η αγάπη, να μοιραστεί ο πόνος, να διπλασιαστεί η χαρά, να ζήσουμε, έστω για λίγο, ένα κόσμο ανθρώπινο, χωρίς «περίτεχνα» σχέδια και προγράμματα, φιλοτεχνημένο με την ανιδιοτελή συντροφικότητα, το αγνό συναίσθημα, πέρα από τη στεγνότητα και το μέτρημα της λογικής.
     Τούτη την πόρτα της όμορφης, της όχι συχνής αναπόλησης, γιατί παρασέρνει το ορμητικό ρεύμα της ζωής, κλείνει ο χρόνος και έρχεται συνεχώς κοντά μας. Αναμετριέται με τη ζωή μας, ελέγχει την πορεία μας και είναι αδέκαστος κριτής. Επιδοκιμάζει και χαίρεται όταν και εμείς είμαστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. ¨Οταν είμαστε ικανοποιημένοι, γιατί μας γεμίζει αυτό που διαλέξαμε να κάνουμε στη ζωή, γιατί ανταποκριθήκαμε σε ό,τι περίμενε το σύνολο, η κοινωνία από εμάς, γιατί τιμήσαμε τη γωνιά που μας όρισε η ζωή, οι επιλογές μας να υπηρετήσουμε, γιατί απολαμβάνουμε τη ζεστή ανθρώπινη παρουσία. Είναι ικανοποιημένος όταν σε ώρες περισυλλογής, εσωτερικής ενατένισης, μοναδικά δικές μας, μετά από αυστηρό έλεγχο του είναι μας, νιώθουμε κι εμείς ικανοποίηση από αυτό που διαπιστώνουμε. Όταν η στάση μας απέναντι στη ζωή είναι σωστή, όταν δεν αισθανόμαστε τύψεις για παράλογες συμπεριφορές μας, όταν τα λάθη μας είναι ανεκτά, όταν αγωνιζόμαστε στη ζωή και δεν είμαστε ριψάσπιδες, επιλήσμονες του καθήκοντος.
       Γίνεται εχθρός μας, όταν και μείς οι ίδιοι δεν αντέχουμε ή δε μας αντέχει ο εαυτός μας, όταν η δουλειά μας είναι δουλεία μας, όταν καταδυναστευόμαστε από την ύλη και τον ευδαιμονισμό, όταν διαψεύδονται τα όνειρά μας, όταν άλλα περιμέναμε και άλλα μας έφερε η ζωή και δεν έχουμε τη δύναμη και τη θέληση να ανταποκριθούμε στα απρόσμενα δεδομένα, όταν ποδοπατούμε κάθε αξία της ζωής, όταν τα λάθη και οι επιλογές μας είναι ασυγχώρητα.
      Νιώθουμε να σταματάει ο χρόνος και να γίνεται αφόρητος σε ώρες μοναξιάς, σε ώρες ανίας, πλήξης και μονοτονίας. Όταν συναισθανόμαστε ότι η ζωή είναι μια διαρκής επανάληψη των ίδιων γεγονότων και βρισκόμαστε έξω από το όμορφο παιγνίδι της, μας έχει ξεχάσει η πραγματική ζωή, ο ίδιος ο εαυτός μας. Είναι αυτή η θλιβερή ρουτίνα, στερεοτυπία που συνταρακτικά μας δίνει ο Καβάφης.

Τη μια μονότονην ημέρα
άλλη μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί.
Θα γίνουν τα ίδια πράγματα.
Θα ξαναγίνουν πάλι.
Οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουν και μας αφήνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλο μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει,
Είναι τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα,
και καταντά το αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει.

     Σε ώρες θλίψης και πόνου γίνεται βαρύς και δυσκίνητος, πικρό νερό που στάζει στάλα-στάλα και δηλητηριάζει την ψυχή. «Δεν περνάει η ώρα»!
     Είναι βιαστικός, κρουνός ορμητικός με δροσερό νερό πηγής σε στιγμές χαράς και ευτυχίας. Μας παρασέρνει στη δίνη του, μας βγάζει από τα ανθρώπινα όρια, έξω από τα δικά του όρια, φαίνεται απέραντος εκείνη τη στιγμή, αλλά πολύ λίγος για να γευτούμε τη δροσιά της ευτυχίας. «Πώς πέρασε ή ώρα!»
       Γίνεται πολύμορφος και ταυτίζεται με την πολυκύμαντη ψυχική μας κατάσταση σε ώρες αναμονής. Γλυκειά προσμονή, όταν περιμένουμε να δούμε ή να ακούσουμε αγαπημένα πρόσωπα, να κτυπήσει η πόρτα ή το τηλέφωνο. Αγωνία με την αγωνία μας όταν οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν αδιάφορα την κυριαρχία του φυσικού χρόνου, πόνος όταν διαψεύδονται οι ελπίδες μας, χαρά όταν ανοίγουμε την πόρτα και σηκώνουμε το τηλέφωνο. Και τότε τον αγνοούμε, εκμηδενίζεται. Δεν υπάρχει για μας.

    Και η σκέψη συνεχίζει την περιπλάνησή της. Σταθμεύει στον τωρινό συλλογικό χρόνο, στενότερο και ευρύτερο, ελληνικό και παγκόσμιο, στο χρόνο της κρίσης.
     Είναι ο ανυπόφορος χρόνος της εθνικής κατάθλιψης, τη αγωνίας και του φόβου για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα, της βουβαμάρας και τη παραίτησης απ΄όλα τα τεκταινόμενα στην πατρίδα μας. Ο φοβερός, ανατριχιαστικός χρόνος από το ακατάσχετο αίμα που πλημμυρίζει το κορμί της ανθρωπότητας, είναι ο βασανιστικός χρόνος, ο ανελέητος εχθρός του άστεγου, του άνεργου, του ξεσπιτωμένου περιπλανώμενου μετανάστη. Είναι ο χρόνος της απελπισίας με κύριο υπεύθυνο τον ίδιο τον εαυτό μας.
«Περάσανε τα χρόνια…!» «Αφήσαμε το χρόνο να..!»

      Θα ήταν πολύ όμορφο αν ο δικός μας χρόνος, ο προσωπικός, αντιμάχονταν τον φυσικό χρόνο με όπλο μοναδικό τα ανθρώπινα έργα. Έργα με τη σφραγίδα της προσφοράς και της υπευθυνότητας. Θα μπορούσε έτσι να βγει νικητής και ο άνθρωπος να κατορθώσει το αδύνατο. Να δώσει αιώνια διάρκεια στις φευγαλέες φυσικές στιγμές.


Σημείωση: Η Δέσποινα Καλέζου κατάγεται από την Βόνιτσα, και για πολλά έτη δίδαξε ως εκπαιδευτικός Φιλόλογος σε Γυμνάσια-Λύκεια της Λευκάδας. Από την Δημόσια εκπαίδευση απεχώρησε ως Λυκειάρχης. Είναι βασικός συνεργάτης της Αμφικτιονίας Ακαρνάνων.  Στο συγγραφικό της έργο εκτός από πολλά άρθρα, έχουν κυκλοφορήσει τρία βιβλία της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο