Από τον M.Hulot Πηγή: www.lifo.gr
Από τον M.Hulot
Γεννήθηκα αμέσως
μετά τον πόλεμο και τα πρώτα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Ζήνωνος,
σε ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια, στο καθένα από τα οποία ζούσε και μια
οικογένεια, με κοινή κουζίνα και κοινή εξωτερική τουαλέτα. Όταν χώρισαν
οι γονείς μου, πήγα με τον πατέρα μου στην Αγια-Σοφιά στον Πειραιά, σε
μια συνοικία που θύμιζε επαρχία, με μπάλα στους δρόμους και γειτόνισσες
που έβγαιναν και κουτσομπόλευαν τα απογεύματα. Μετά μετακομίσαμε στην
Άνω Κυψέλη, στα Τουρκοβούνια, όπου έζησα από το '53 μέχρι και τη
δεκαετία του '70. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας, είχε κουρείο στη Ζωοδόχου
Πηγής και, μεγαλώνοντας, όλη μου η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν τα
Εξάρχεια της δεκαετίας του '50 και του '60. Δεν είχαμε καθόλου .................
χρήματα, το κουρείο της εποχής εκείνης δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά κομμωτήρια. Μετά το σχολείο πήγαινα και σκούπιζα τους πελάτες για να βγάλω χαρτζιλίκι και περνούσα την υπόλοιπη μέρα ανάμεσα στους πελάτες – κάποιοι ήταν σπουδαία ονόματα από τον χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού. Ένας από αυτούς, που ήταν φίλος με τον πατέρα μου, ήταν ο Μάνος Κατράκης και οι συζητήσεις που άκουγα, όταν με έπαιρναν μαζί τους στις ταβέρνες, σε συνδυασμό με την παραμονή μου στο κουρείο έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Πήγα στο Β' Γυμνάσιο, ένα θρυλικό γυμνάσιο με έναν γυμνασιάρχη πολύ αυστηρό, τον κ. Πάτρα, και έμεινα στις δύο πρώτες τάξεις.
Το σχολείο ήταν δύσκολο για μένα, επειδή δούλευα τα απογεύματα, αλλά ευτυχώς γρήγορα με μετέφεραν σε νυχτερινό, στο Όγδοο στην Πατησίων, στην πλατεία Αμερικής. Στην εφηβεία μου δούλευα, διάβαζα τα απογεύματα και μετά πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια από τα Τουρκοβούνια και γύρναγα πάλι με τα πόδια για να γλιτώσω το εισιτήριο, διασχίζοντας δύο φορές το βουνό. Το βράδυ έκανα μία ώρα να φτάσω στο σπίτι μου, αλλά δεν με ενοχλούσε καθόλου, γιατί οι περισσότεροι νέοι μεγάλωναν με αυτό τον τρόπο. Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καν όλα όσα έζησα και δεν θα ήθελα τίποτε άλλο από τη ζωή μου. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Δύο φορές τον χρόνο κάνω τη διαδρομή από το Λος Άντζελες στο Σαν Φρανσίσκο γιατί είμαι τρελός με την Beat Generation, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Στάινμπεκ και τον Μίλερ. Αγαπούσα πολύ το σινεμά κι έτρεχα να δω τις ταινίες στο κέντρο της Αθήνας (στο Τιτάνια, στον Ορφέα και σε όλα τα άλλα), και μετά πήγαινα στα δισκάδικα για να ακούσω δίσκους. Δεν είχα χρήματα να αγοράσω, αλλά υπήρχε το Mambo, στην αρχή της Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, όπου μπορούσες να ακούσεις τα καινούργια με ακουστικά. Ή έμπαινες σε ένα δωματιάκι και άκουγες τον δίσκο που θα αγόραζες. Τη δισκοθήκη μου την ξεκίνησα από τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι, παίρνοντας δίσκους από δεύτερο χέρι σε μια εποχή που κανείς δεν ενδιαφερόταν να κάνει συλλογή τραγουδιών, και μάλιστα στο ρεπερτόριο που ενδιέφερε εμένα: τα ξένα τραγούδια. Έτσι, έχω πάρει χιλιάδες δίσκους με το χαρτζιλίκι της εβδομάδας. Το πιο μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μου το έκανα τη δεκαετία του '70, τα Σαββατοκύριακα, από τους δίσκους Αμερικανών της Αμερικάνικης Βάσης που ξαναγύριζαν στην πατρίδα τους ή έπαιρναν μετάθεση για κάπου αλλού. Κάθε Παρασκευή υπήρχαν στα «Νέα» αγγελίες ανθρώπων που μετακόμιζαν και πουλούσαν τα πράγματά τους, ανάμεσα σε αυτά και δίσκους που ήταν απόλυτα δυσεύρετοι τότε στην Ελλάδα. Πηγαίναμε με τον Κώστα Ζουγρή και τριγυρνάγαμε πάνω-κάτω τους δρόμους της Γλυφάδας μέχρι να βρούμε τις διευθύνσεις αυτών που έφευγαν και ο ενθουσιασμός μας, όταν παίρναμε στα χέρια μας κάποια άλμπουμ, ήταν τεράστιος. Εδώ δεν τα ήξερε κανείς. Ήμουν από μικρός του διαβάσματος και όνειρό μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν να έχω το δικό μου περιοδικό. Έφτιαχνα έτσι ένα περιοδικάκι με καλλιτεχνικά νέα, αθλητικά, ακόμα και διάφορα για το σκάκι, που το διάβαζα στα πιτσιρίκια της γειτονιάς στην Άνω Κυψέλη. Έλεγα ότι αυτή ήταν η εφημερίδα της εποχής. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτιαχνα αργότερα το «Ποπ & Ροκ» και θα έμπαινα στη δημοσιογραφία. Αυτό που άκουγα τη δεκαετία του '50 και του '60 ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα, που διαμόρφωσε την άποψή μου για το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75. Ήμουν οπαδός του ελληνικού τραγουδιού του '50: Μαίρη Λω, Νάνα Μούσχουρη, όσων έπαιζε το ραδιόφωνο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, των καταπληκτικών τραγουδιών των δύο κορυφαίων συνθετών. Τότε δεν ξέραμε τι είναι ο κάθε συνθέτης και αν ψάξετε στις εφημερίδες της εποχής, ελάχιστα πράγματα γράφονταν για τη μουσική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν από τα πρώτα πράγματα που άκουσα στο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού που γινόταν τότε. Χαίρομαι που στα παιδικά μου χρόνια πήγαινα κι έβλεπα τις συναυλίες που έδινε ο Μίκης το '60 σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο είχαμε κάνει σκασιαρχείο με έναν φίλο μου για να δούμε το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού του Θεοδωράκη, όπου έπαιζαν ο Μάνος Κατράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ήταν μεγάλη μου αγάπη το θέατρο και οι γονείς μου με πήγαιναν από μικρό, κυρίως σε επιθεωρήσεις. Στις επιθεωρήσεις εκείνης της εποχής έπαιζαν καταπληκτικά ονόματα του κινηματογράφου, ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μαίρη Λίντα, κι εμείς, η πιτσιρικαρία, πηγαίναμε μπροστά την ώρα που έβγαιναν η Σπεράντζα Βρανά και η Μάγια Μελάγια με τα φτερά και τα σκισίματα στα φορέματα για να δούμε τα μπούτια τους και τα πόδια τους. Δεν ήταν εύκολο να βρεις γυναίκα να δείχνει τα πόδια της εκείνη την εποχή. Ήμουν φανατικός του ζευγαριού Λαμπέτη-Χορν κι έχω δει τις περισσότερες από τις σπουδαίες παραστάσεις στις οποίες ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Είμαι ευτυχισμένος που έχω δει την Κατίνα Παξινού στο θέατρο, στη Μάνα Κουράγιο, και πάντα θα με συνοδεύει στη ζωή μου ο τρόπος που διάβαζε στο ραδιόφωνο τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Τη διάβαζε με τέτοιον επιβλητικό τρόπο, που έτρεμα από τον φόβο και κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα στις τρομακτικές σκηνές. Τόσο πολύ είχα φοβηθεί μόνο όταν είδα ανυποψίαστος το Ψυχώ του Χίτσκοκ στο σινεμά. Είχα πάει στον εξώστη στα 17 να το δω, ένα παιδί που δεν είχε ξαναδεί τέτοιες ταινίες. Την ίδια εποχή έβλεπα και Φελίνι και Μπέργκμαν, αλλά, από την άλλη, μου άρεσαν και οι Δράκουλες του Κρίστοφερ Λι και τα καουμπόικα του Σέρτζιο Λεόνε. Όλα τα έβλεπα. Ήξερα σε τι με βοηθάει ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν, αλλά διασκέδαζα βλέποντας ταινίες που ίσως τότε δεν τις είχαν σε υπόληψη. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75
χρήματα, το κουρείο της εποχής εκείνης δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά κομμωτήρια. Μετά το σχολείο πήγαινα και σκούπιζα τους πελάτες για να βγάλω χαρτζιλίκι και περνούσα την υπόλοιπη μέρα ανάμεσα στους πελάτες – κάποιοι ήταν σπουδαία ονόματα από τον χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού. Ένας από αυτούς, που ήταν φίλος με τον πατέρα μου, ήταν ο Μάνος Κατράκης και οι συζητήσεις που άκουγα, όταν με έπαιρναν μαζί τους στις ταβέρνες, σε συνδυασμό με την παραμονή μου στο κουρείο έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Πήγα στο Β' Γυμνάσιο, ένα θρυλικό γυμνάσιο με έναν γυμνασιάρχη πολύ αυστηρό, τον κ. Πάτρα, και έμεινα στις δύο πρώτες τάξεις.
Το σχολείο ήταν δύσκολο για μένα, επειδή δούλευα τα απογεύματα, αλλά ευτυχώς γρήγορα με μετέφεραν σε νυχτερινό, στο Όγδοο στην Πατησίων, στην πλατεία Αμερικής. Στην εφηβεία μου δούλευα, διάβαζα τα απογεύματα και μετά πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια από τα Τουρκοβούνια και γύρναγα πάλι με τα πόδια για να γλιτώσω το εισιτήριο, διασχίζοντας δύο φορές το βουνό. Το βράδυ έκανα μία ώρα να φτάσω στο σπίτι μου, αλλά δεν με ενοχλούσε καθόλου, γιατί οι περισσότεροι νέοι μεγάλωναν με αυτό τον τρόπο. Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καν όλα όσα έζησα και δεν θα ήθελα τίποτε άλλο από τη ζωή μου. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Δύο φορές τον χρόνο κάνω τη διαδρομή από το Λος Άντζελες στο Σαν Φρανσίσκο γιατί είμαι τρελός με την Beat Generation, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Στάινμπεκ και τον Μίλερ. Αγαπούσα πολύ το σινεμά κι έτρεχα να δω τις ταινίες στο κέντρο της Αθήνας (στο Τιτάνια, στον Ορφέα και σε όλα τα άλλα), και μετά πήγαινα στα δισκάδικα για να ακούσω δίσκους. Δεν είχα χρήματα να αγοράσω, αλλά υπήρχε το Mambo, στην αρχή της Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, όπου μπορούσες να ακούσεις τα καινούργια με ακουστικά. Ή έμπαινες σε ένα δωματιάκι και άκουγες τον δίσκο που θα αγόραζες. Τη δισκοθήκη μου την ξεκίνησα από τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι, παίρνοντας δίσκους από δεύτερο χέρι σε μια εποχή που κανείς δεν ενδιαφερόταν να κάνει συλλογή τραγουδιών, και μάλιστα στο ρεπερτόριο που ενδιέφερε εμένα: τα ξένα τραγούδια. Έτσι, έχω πάρει χιλιάδες δίσκους με το χαρτζιλίκι της εβδομάδας. Το πιο μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μου το έκανα τη δεκαετία του '70, τα Σαββατοκύριακα, από τους δίσκους Αμερικανών της Αμερικάνικης Βάσης που ξαναγύριζαν στην πατρίδα τους ή έπαιρναν μετάθεση για κάπου αλλού. Κάθε Παρασκευή υπήρχαν στα «Νέα» αγγελίες ανθρώπων που μετακόμιζαν και πουλούσαν τα πράγματά τους, ανάμεσα σε αυτά και δίσκους που ήταν απόλυτα δυσεύρετοι τότε στην Ελλάδα. Πηγαίναμε με τον Κώστα Ζουγρή και τριγυρνάγαμε πάνω-κάτω τους δρόμους της Γλυφάδας μέχρι να βρούμε τις διευθύνσεις αυτών που έφευγαν και ο ενθουσιασμός μας, όταν παίρναμε στα χέρια μας κάποια άλμπουμ, ήταν τεράστιος. Εδώ δεν τα ήξερε κανείς. Ήμουν από μικρός του διαβάσματος και όνειρό μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν να έχω το δικό μου περιοδικό. Έφτιαχνα έτσι ένα περιοδικάκι με καλλιτεχνικά νέα, αθλητικά, ακόμα και διάφορα για το σκάκι, που το διάβαζα στα πιτσιρίκια της γειτονιάς στην Άνω Κυψέλη. Έλεγα ότι αυτή ήταν η εφημερίδα της εποχής. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτιαχνα αργότερα το «Ποπ & Ροκ» και θα έμπαινα στη δημοσιογραφία. Αυτό που άκουγα τη δεκαετία του '50 και του '60 ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα, που διαμόρφωσε την άποψή μου για το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75. Ήμουν οπαδός του ελληνικού τραγουδιού του '50: Μαίρη Λω, Νάνα Μούσχουρη, όσων έπαιζε το ραδιόφωνο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, των καταπληκτικών τραγουδιών των δύο κορυφαίων συνθετών. Τότε δεν ξέραμε τι είναι ο κάθε συνθέτης και αν ψάξετε στις εφημερίδες της εποχής, ελάχιστα πράγματα γράφονταν για τη μουσική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν από τα πρώτα πράγματα που άκουσα στο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού που γινόταν τότε. Χαίρομαι που στα παιδικά μου χρόνια πήγαινα κι έβλεπα τις συναυλίες που έδινε ο Μίκης το '60 σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο είχαμε κάνει σκασιαρχείο με έναν φίλο μου για να δούμε το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού του Θεοδωράκη, όπου έπαιζαν ο Μάνος Κατράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ήταν μεγάλη μου αγάπη το θέατρο και οι γονείς μου με πήγαιναν από μικρό, κυρίως σε επιθεωρήσεις. Στις επιθεωρήσεις εκείνης της εποχής έπαιζαν καταπληκτικά ονόματα του κινηματογράφου, ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μαίρη Λίντα, κι εμείς, η πιτσιρικαρία, πηγαίναμε μπροστά την ώρα που έβγαιναν η Σπεράντζα Βρανά και η Μάγια Μελάγια με τα φτερά και τα σκισίματα στα φορέματα για να δούμε τα μπούτια τους και τα πόδια τους. Δεν ήταν εύκολο να βρεις γυναίκα να δείχνει τα πόδια της εκείνη την εποχή. Ήμουν φανατικός του ζευγαριού Λαμπέτη-Χορν κι έχω δει τις περισσότερες από τις σπουδαίες παραστάσεις στις οποίες ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Είμαι ευτυχισμένος που έχω δει την Κατίνα Παξινού στο θέατρο, στη Μάνα Κουράγιο, και πάντα θα με συνοδεύει στη ζωή μου ο τρόπος που διάβαζε στο ραδιόφωνο τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Τη διάβαζε με τέτοιον επιβλητικό τρόπο, που έτρεμα από τον φόβο και κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα στις τρομακτικές σκηνές. Τόσο πολύ είχα φοβηθεί μόνο όταν είδα ανυποψίαστος το Ψυχώ του Χίτσκοκ στο σινεμά. Είχα πάει στον εξώστη στα 17 να το δω, ένα παιδί που δεν είχε ξαναδεί τέτοιες ταινίες. Την ίδια εποχή έβλεπα και Φελίνι και Μπέργκμαν, αλλά, από την άλλη, μου άρεσαν και οι Δράκουλες του Κρίστοφερ Λι και τα καουμπόικα του Σέρτζιο Λεόνε. Όλα τα έβλεπα. Ήξερα σε τι με βοηθάει ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν, αλλά διασκέδαζα βλέποντας ταινίες που ίσως τότε δεν τις είχαν σε υπόληψη. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75
Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το
ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75.
Τη δεκαετία του '60, κι ενώ υπηρετούσα στη Λάρισα, μας ανακοίνωσε ο
διοικητής του τάγματος όπου ήμουν, στις Διαβιβάσεις, ότι ήθελαν να
κάνουν μια θεατρική παράσταση και έψαχνε κάποιον να βάλει τη μουσική
επένδυση. Λέω «εδώ είμαστε». Έβαλα Σκαλκώτα στο θεατρικό, αλλά έπιασα
παρτίδες με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Λαρίσης από τον διοικητή που ήταν στη
θεατρική παράσταση και λέω: «Ξέρω μερικά πράγματα από τραγούδια». Πριν
από 50 χρόνια ξεκινάω την καριέρα μου στο ραδιόφωνο, λοιπόν, στον
στρατιωτικό σταθμό ΥΕΝΕΔ. Είχα τρελαθεί που άρχισα να βάζω τους Birds
και τους Doors στη Λάρισα και άρχισα να μαζεύω «τρελούς» από όλη τη
Θεσσαλία – με τους πιο φανατικούς στη Μαγνησία. Τα ξένα που έπαιζε το
ραδιόφωνο τότε ήταν κυρίως ιταλικά, στα οποία δεν ήμουν αντίθετος, αλλά
ήμουν γκαζωμένος να παίξω κι άλλα πράγματα. Ήμουν ο μόνος που το έκανε.
Άρχισαν να στέλνουν τόσο πολλά γράμματα στον σταθμό και είχε τέτοια
ανταπόκριση, που με έβαλαν να κάνω κάθε μέρα εκπομπή, γιατί ήθελαν
ακροαματικότητα. Με πλησίαζαν αξιωματικοί και μου έλεγαν «βάλε ξανά το
"Waterloo Sunset" των Kings» ή «έβαλες Animals» κι εγώ καμάρωνα σαν
γύφτικο σκεπάρνι. Με όλα αυτά πέρασα πολύ καλά στη διάρκεια της θητείας
μου.
Λίγο πριν τελειώσω τον στρατό, σκέφτηκα ότι αυτό ήθελα να συνεχίσω
να κάνω. Πριν παρουσιαστώ, είχα πήξει γιατί έκανα διάφορες δουλειές,
αλλά καμία δεν μου άρεσε. Έπειτα από λίγες εβδομάδες πήγαινα σε άλλη.
Στέλνω, λοιπόν, μια ταινία στη Music Box – η πρώτη μεγάλη στιγμή στην
καριέρα μου. Ήταν μια ιστορική εταιρεία που είχε όλο το ξένο τραγούδι
εκείνη την εποχή, ενώ όλες οι άλλες προωθούσαν περισσότερο το ελληνικό –
και δικαίως, γιατί ήμασταν στη δεκαετία του '60, όταν το ελληνικό
τραγούδι ήταν πολύ σπουδαίο. Ο Μαρτέν και η Μαρίκα Γκεσάρ είχαν έρθει
κυνηγημένοι από την Κωνσταντινούπολη και άνοιξαν αυτή την εταιρεία,
παίρνοντας όλες τις εταιρείες του ξένου ρεπερτορίου. Παίρνει ο Μαρτέν
την ταινία, την ακούει και μου λέει: «Έλα να κάνεις ραδιοφωνικές
εκπομπές εδώ». Έτσι ξεκίνησα τις εκπομπές για τη Music Box. Μπορεί να
ξεκίνησα κάνοντας διαφημιστικές εκπομπές και να ήμουν περιορισμένος να
βάζω μουσικές μόνο μιας εταιρείας, αλλά αυτή η εταιρεία είχε τα άπαντα.
Τότε κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα δίσκοι 33 στροφών από εμένα στη Music Box
που δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν άλλη εποχή, όπως το heavy metal
των Steppenwolf και το άλμπουμ των Blood Sweat & Tears. Άρχισε να
ανεβαίνει έτσι η κίνηση στους δίσκους μακράς διαρκείας.
Ο δεύτερος άνθρωπος που έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου
είναι ο Νίκος Αντύπας της Polygram (της σημερινής Universal). Με ζήτησε
και πήγα. Εκεί η καριέρα μου απογειώθηκε. Βρήκα μια πολυεθνική εταιρεία
που έβγαζε από τη μια Μαρκόπουλο και από την άλλη Led Zeppelin και με
άφησαν να κυκλοφορώ στην Ελλάδα πράγματα που δεν είχαν κυκλοφορήσει
μέχρι τότε: τους Iron Butterfly του «In-a-gadda-da-vida», ενός πολύ
αγαπημένου μου κομματιού που είχα τρελαθεί να το επιβάλω, το «Sticky
Fingers» και το «Exile on main street» των Rolling Stones, το «Honky
Dory» και το «Ziggy Stardust» του David Bowie – το οποίο σε έναν χρόνο
είχε πουλήσει μόνο 80 κομμάτια. Σιγά-σιγά έβλεπα ότι η μουσική άλλαζε
και στα μέσα της δεκαετίας του '70 πήγαινε σε μια νέα γενιά, που ήταν το
punk. Η εταιρεία μού είχε δώσει την ευκαιρία να κάνω τα πρώτα μου
μεγάλα ταξίδια, να βγαίνω στο εξωτερικό σε μεγάλα συνέδρια και να κάνω
γνωριμίες με ξένους ανθρώπους από εταιρείες δίσκων που επέκτειναν τον
κύκλο μου σε πολύ μεγάλη μερίδα ανθρώπων, με τους οποίους μπορούσα να
ανταλλάσσω απόψεις για τη μουσική.
Είμαι ευτυχισμένος που πέρασα από το τριπ που λέγεται έρωτας, το
οποίο σε απογειώνει, αλλά σε κάνει να ζεις και τόσο άσχημα μερικές
φορές.
Το 1976-77, όταν είχε βγει στη Virgin το «Tubular Bells» του Michael
Oldfield και μετά το άλμπουμ των Sex Pistols, τρελαίνομαι και λέω
«πρέπει να πάρω αυτή την εταιρεία». Πάω, λοιπόν, στα γραφεία τους στην
Portobello Road, μέσα στην αγορά των μεταχειρισμένων, και, εκεί που
ήμουν συνηθισμένος στα μεγάλα γραφεία και τη χλιδή της Phillips και της
Polydor, βλέπω μια αποθήκη με ένα γραφείο τόσο δα και τους δίσκους σε
κιβώτια. Αυτό ήταν το στάτους των ανεξάρτητων εταιρειών που γεννήθηκαν
τότε και ανανέωσαν τη μουσική. Εκεί ήταν ο υπεύθυνος της Ευρώπης, ο
οποίος είδε έναν τρελό από την Ελλάδα να τους λέει για τους XTC και τα
άλλα συγκροτήματά τους. Έτσι κατάφερα να πάρω τη Virgin για την
Polygram, μαζί με όλη την ανεξάρτητη σκηνή της Βρετανίας. Πήρα τη Rough
Trade πριν καν βγάλει τους Smiths –τότε είχε τους Fall– γιατί έβλεπα ότι
κάτι ερχόταν. Πήρα τη Mute γιατί είχε τους Birthday Party, πριν βγάλει
τους Depeche Mode, την Beggars Banquet. Έφτασα να συνεργάζομαι με τον
Martin Mills, έναν φοβερό τύπο, στην ηλικία μου, που έβγαλε ό,τι πιο
προοδευτικό στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής και συνεχίζει και τώρα.
Τελευταίο του επίτευγμα είναι η Adele. Μετά, έβγαλα στα '80s όλη τη
σκηνή του Λος Άντζελες που γεννιόταν τότε, βασισμένη στον ήχο των Birds,
τα ονόματα της Enigma, όπως οι Green on Red και οι Rain Parade.
Η υπεύθυνη του ξένου ρεπερτορίου στη Virgin είχε πολύ καλή σχέση
μαζί μου και με πρότεινε να γίνω διευθυντής του υποκαταστήματος της
Virgin που άνοιγε στην Ελλάδα. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό – η τύχη θεωρώ
ότι παίζει τεράστιο ρόλο, αλλά για να πετύχεις κάτι, πρέπει παράλληλα
να έχεις και ικανότητες. Μου δίνουν, λοιπόν, μια διεύθυνση όπου θα
συναντούσα τον Richard Branson στο Λονδίνο, σε κάτι παραπόταμους στα
κανάλια του Τάμεση, σε μια παράξενη συνοικία. Πάω ψάχνοντας και τελικά
ανακαλύπτω ότι μένει σε μια βάρκα! Δίπλα του ήταν η κοπέλα που γνώριζα
και με είχε προτείνει και πριν αρχίσει να μιλάει, λέω: «Πρέπει να σας πω
κάτι. Εγώ δεν έχω σπουδάσει Οικονομικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από
άποψη budget. Για να γίνω διευθυντής σε μια εταιρεία πρέπει να ξέρω και
τέτοια». Και μου λέει ο Branson: «Καλύτερα ακόμα. Εμένα με ενδιαφέρει
αυτό που είσαι και την εταιρεία μου την ενδιαφέρει μόνο η μουσική. Θα
σου βάλουμε έναν λογιστή από δίπλα, που θα κάνει όλη τη δουλειά».
Κατάλαβα ότι ήταν άνθρωποι σαν κι εμένα και άνοιξα μια εταιρεία στην
Ελλάδα ανάλογη με αυτή που ήταν έξω, σε ένα σπιτάκι με δύο γραφεία,
μακριά από τις άλλες εταιρείες στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής. Κι όλοι
έλεγαν πού θα πάει, θα κλείσει...
Υπάρχουν κάποια παιδιά που ακούν τη μουσική όπως παλιά. Στο σύνολο
όμως είναι επιδερμικός ο τρόπος που ακούνε μουσική. Είναι στο κομπιούτερ
και την ακούν σαν χαλί κι αυτό για μένα είναι το χειρότερο, ότι την
απαξιώνουν εντελώς τη μουσική. Για να καταλάβει κάποιος τη διαφορά, στη
δεκαετία του ’70 που ήρθε και το hi-fi και πήραμε και τα καλύτερα
μηχανήματα, -τότε που έβγαλαν οι Pink Floyd το Dark Side of the Moon-
θυμάμαι πως καθόμασταν στο δωμάτιό μας ή σε σπίτια φίλων και καπνίζαμε
και ακούγαμε καθηλωμένοι. Βάζαμε το δίσκο στο πικ-απ και ήταν σαν να
βλέπαμε τηλεόραση. Καθόμασταν αμίλητοι, σαν Παναγίες για 45 λεπτά και
ακούγαμε Led Zeppelin ή οτιδήποτε άλλο εκείνης της εποχής και περιμέναμε
με τα μάτια αντιδράσεις για να δούμε πιο κομμάτι μας άρεσε περισσότερο.
Αυτό φαίνεται κάπως υπερβολικό τώρα, αλλά νομίζω πως αγαπήσαμε τη
μουσική περισσότερο.
Αισθάνομαι την εκπομπή που κάνω τόσα χρόνια όχι ως μια μουσική εκπομπή
αλλά ως μια εκπομπή έρευνας και όταν με ζήτησαν από έναν σταθμό όπως το
Βήμα Fm, που είναι δημοσιογραφικός, δέχτηκα αμέσως να πάω και είμαι πολύ
ευχαριστημένος εκεί...
LIFO
Αισθάνομαι την εκπομπή που κάνω τόσα χρόνια όχι ως μια μουσική εκπομπή
αλλά ως μια εκπομπή έρευνας και όταν με ζήτησαν από έναν σταθμό όπως το
Βήμα Fm, που είναι δημοσιογραφικός, δέχτηκα αμέσως να πάω και είμαι πολύ
ευχαριστημένος εκεί...
LIFO
Το ροκ είναι μια ξένη μουσική για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αλλού
είναι οι καταβολές μας. Πας σε δεκάδες κέντρα και βάζεις ένα φοβερό ροκ
τραγούδι και από την άλλη ένα ελληνικό, πού νομίζεις ότι θα γίνει ο
χαμός; To ροκ για τις πατρίδες του, την Αγγλία και τις Ηνωμένες
Πολιτείες έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κι ακόμα παίζει. Η άποψή μου είναι
ότι μετά το ’90 οτιδήποτε βγαίνει είναι μια ανακυκλωμένη μουσική. Γι’
αυτό σε οτιδήποτε νέο ακούμε κάνουμε αναφορές στα ακούσματα προηγούμενων
δεκαετιών. Η άποψη μου είναι ότι το ροκ θα υπάρχει πάντοτε, -όπως
υπάρχει το μπλουζ, όπως υπάρχει η τζαζ- κλείνοντας τον κύκλο του και θα
περιμένουμε κάθε χρόνο να έρθει ένας καινούριος Jack White, ένας
καινούριος Alex Turner, ένα καινούριο παιδί που θα μπορεί να συνεχίσει
το ροκ, όπως υπάρχουν και νεαροί του μπλουζ που συνεχίζουν αυτό που
έκαναν οι μεγάλοι. Από κει και πέρα, τίποτα άλλο δεν μπορούμε να
περιμένουμε.
Σε ένα από τα συνέδρια που πήγαινα από όσα οργάνωναν οι
δισκογραφικές εταιρίες, το ’84-85 στη Νέα Υόρκη, ο Daniel Miller της
Mute με έβαλε καθίσω δίπλα στον Seymour Stein, τον ιδρυτή της Sire ο
οποίος ανακάλυψε τους Ramones, τους Talking Heads και την Madonna και
προώθησε στην Αμερική ονόματα όπως τους Depeche Mode, τους Smiths και
τους Cure. Πιάσαμε κουβέντα για μουσική και ενώ μιλάμε για ένα σωρό,
κάποια στιγμή μου λέει "θα σου πω έναν τίτλο και αν ξέρεις να μου
τραγουδήσεις το κομμάτι θα σε βάλω στην επιτροπή για το Hall Rock of
Fame! Στην Ευρώπη είναι ελάχιστοι αυτοί που ψηφίζουν, μόνο μερικοί από
την Αγγλία, από την υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπάρχει άλλος". Το τραγούδι που
μου είπε ήταν το Pittsburgh Pennsylvania του Guy Mitchell. Και αρχίζω να
το μουρμουρίζω! Έτσι συμμετέχω κι εγώ κάθε χρόνο στην επιλογή των
ονομάτων της μουσικής που αξίζουν να μπουν στο Hall Rock of Fame.
Είμαι ευτυχισμένος που πέρασα από το τριπ που λέγεται έρωτας, το
οποίο σε απογειώνει, αλλά σε κάνει να ζεις και τόσο άσχημα μερικές
φορές. Το έζησα τρεις φορές, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να ξανάρθει ένας
έρωτας στην ηλικία μου. Παρόλο που δείχνω μοναχικός, δεν θα έλεγα ότι
είμαι. Η ενασχόλησή μου με τη μουσική και το ραδιόφωνο δεν μου επέτρεπε
να βγαίνω τα βράδια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω παρέες ή δεν
επιλέγω τους φίλους μου. Έχω αρκετούς φίλους, επιλέγοντας να είμαι κοντά
σε αυτά που αρέσουν σ' εμένα. Πάντα οι φίλοι μου ήταν νεότεροι. Κι ενώ
μεγαλώνω, αισθάνομαι ότι παραμένω στην ίδια ηλικία, ενώ οι παλιοί μου
φίλοι μεγαλώνουν κατά δεκαετίες. Δηλαδή, οι πρώτοι φίλοι μου έχουν
μεγαλώσει, εγώ όμως ένιωθα ότι ήθελα να μιλήσω με τους νεότερους, γιατί
με αυτούς μπορούσα να συζητήσω. Εφόσον με θέλουν κι εκείνοι, νομίζω ότι
βρίσκουν ενδιαφέρον σε αυτά που λέμε. Είμαι τυχερός στη ζωή μου που έχω
γνωρίσει από μικρό παιδί τον Κώστα Ζουγρή, παραμένουμε φίλοι και είμαστε
και οι δύο στην ίδια τρελή κατάσταση ύστερα από 50 χρόνια. Μέσα από τις
συνεχόμενες διαφωνίες μας και μέσα από τους συμβιβασμούς που κάνουμε ο
ένας με τον άλλο βγήκε αυτή η εκπομπή των 38 χρόνων στην ΕΡΤ και τώρα το
site apotis4stis5.com.
Στο σπίτι μου έχω ένα δωμάτιο με γράμματα ακροατών όλα αυτά τα
χρόνια, ανάμεσά τους γνωστά ονόματα και βουλευτές.
Για μένα και τον Κώστα ήταν μεγάλο πλήγμα που μας σταμάτησαν την
εκπομπή πριν από δύο χρόνια, έπειτα από 38 χρόνια «από τις 4 στις 5».
Αισθάνομαι την εκπομπή που κάνω τόσα χρόνια όχι ως μια μουσική εκπομπή
αλλά ως μια εκπομπή έρευνας και όταν με ζήτησαν από έναν σταθμό όπως το
Βήμα Fm, που είναι δημοσιογραφικός, δέχτηκα αμέσως να πάω και είμαι πολύ
ευχαριστημένος εκεί. Είναι πολύ σπουδαίο που μου έχουν αφήσει απόλυτη
ελευθερία να παίζω ό,τι θέλω, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχω μια συστολή,
διότι αλλιώς είχα δημιουργήσει το κοινό 38 χρόνια στην ΕΡΤ και αλλιώς
είναι στο ιδιωτικό ραδιόφωνο, που έχει το δικό του κοινό. Για πολλούς
από αυτούς ήταν ξένα αυτά που έλεγα, έτσι έχω περιορίσει κάποια
πράγματα. Για παράδειγμα, ενώ έκανα πέντε μέρες αφιέρωμα στον Μπόουι,
χωρίς να έχουμε καμία διαμαρτυρία, ήθελα να κάνω και μια ημέρα αφιέρωμα
στους Motorhead τότε που είχε πεθάνει ο Lemmy και δεν το έκανα. Το
χειρότερο απ' όλα αυτά τα δύο χρόνια, έπειτα από τη βίαιη πράξη της
κυβέρνησης Σαμαρά να κλείσει την ΕΡΤ, είναι που έχασα τους ακροατές μου
από την επαρχία.
Στο σπίτι μου έχω ένα δωμάτιο με γράμματα ακροατών όλα αυτά τα
χρόνια, ανάμεσά τους γνωστά ονόματα και βουλευτές. Ένα από αυτά τα
παιδιά που μας είχαν γράψει ήρθε στην Αθήνα κάποια στιγμή και με πήρε
τηλέφωνο. Μου λέει: «Σε άκουγα από τα Γιάννενα. Ο πατέρας μου είχε
κοπάδια με πρόβατα κι εγώ τον βοηθούσα. Πήγαινα το απόγευμα τα πρόβατα
στο βουνό. Επί 15 χρόνια που σε άκουγα διαμόρφωσες την άποψή μου για όλα
και τώρα είμαι γιατρός και σε ευχαριστώ γι' αυτά που έκανες όταν ήμουν
μικρός». Ένα άλλο παιδί μου είπε: «Γνώρισα τη γυναίκα μου λόγω της
εκπομπής σου. Ήμασταν στην παραλία σε ένα νησί και ακούγαμε και οι δύο
την εκπομπή, την πλησίασα κι έτσι ερωτευτήκαμε». Ένας άλλος μου είπε ότι
έπρεπε να πάει από την Καβάλα στη Θεσσαλονίκη για να δώσει εξετάσεις σε
συγκεκριμένη ώρα. Πήγαινε με το τρένο, αλλά, επειδή δεν μπορούσε να
ακούσει, κατέβηκε στον σταθμό για να έχει καλό σήμα κι έχασε την
εξέταση. Για να ακούσει τα δέκα πρώτα άλμπουμ της χρονιάς που είχαμε
επιλέξει! Αυτό δεν υπάρχει σήμερα.
Είμαι αρκετά σχολαστικός και ίσως έχω καταπιέσει κάποια από τα
παιδιά που δούλεψαν μαζί μου γιατί ήθελα αποτελέσματα, αλλά πιστεύω ότι
στα ίδια αυτά παιδιά έχουν μείνει καλές εντυπώσεις τώρα πια και ότι τους
βοήθησα στη δική τους καριέρα. Είναι πάρα πολλά δικά μου παιδιά σε
εταιρείες.
Το πιο μεγάλο όφελος από την ασχολία μου με τη μουσική είναι ότι
έζησα μια υπέροχη ζωή. Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καν όλα όσα έζησα
και δεν θα ήθελα τίποτε άλλο από τη ζωή μου. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Δύο
φορές τον χρόνο κάνω τη διαδρομή από το Λος Άντζελες στο Σαν Φρανσίσκο
γιατί είμαι τρελός με την Beat Generation, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ,
τον Στάινμπεκ και τον Μίλερ. Μπορεί να με πουν νούμερο, αλλά πηγαίνω
όπως πηγαίνει κάποιος στην Πάτμο για προσκύνημα. Κάθομαι και βλέπω τους
θαλάσσιους ελέφαντες και τις φώκιες δίπλα στον ωκεανό, είναι μια μαγική
διαδρομή. Την ερωτεύτηκα από το 1965 που είδα το Sandpiper του Vincente
Minnelli και μετά, με τα πρώτα βήματα των Beatles που πήγαιναν στις
παραλίες και μαγείρευαν, κάπνιζαν και άκουγαν μουσική. Έχω ένα απόσπασμα
του Κέρουακ κομμένο και κολλημένο πάνω από το γραφείο μου και το
διαβάζω κατά καιρούς. Αυτό είναι ο εαυτός μου όλος. Λέει: «Για να
δρέψεις την πραγματικότητα, ό,τι απλά ονειρεύεσαι, ζήσε με έναν
παιδιάστικο, στοχαστικό και ανέμελο τρόπο στο δάσος της μοναξιάς».
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο