Γράφει η: Μαρία Μπαμπάνη
(Αναδημοσιεύουμε από την Εφημερίδα «Το Ξηρόμερο» το πεζογράφημα της Μαρίας Μπαμπάνη: «Ένα σακούλι βελανίδια για προίκα», το οποίο μας συγκίνησε βαθύτατα, γιατί οι αυτές οι ιστορίες είναι δεμένες και με τη δική μας τη ζωή. Συγκίνηση! Συναίσθημα! Αγάπη! Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και μας θύμισε τα παλιά…)
«Στη γέμιση του φεγγαριού» είπαν και χώρισαν βιαστικά μη τους πάρει κανένα μάτι… Ήταν η Βασιλένια η κόρη του κυρ-Δήμου η μορφονιά, η μικρότερη από τέσσερις -μη πάει όμως ο νους σας στα στέμματα- Βασιλική-Ελένη την είχε ονομάσει ο Παπάς για να μη κακοκαρδίσει ο Κυρ-Δήμος, ούτε τη μάνα του, ούτε την πεθερά του, που τη μεγάλωναν κι οι δυο με περισσή φροντίδα, λες και δεν είχε μάνα.
Η Βασιλένια και ο Θοδωρής
Ήταν το στερνοπούλι του μαθές. Κι έτσι τη φώναζαν Βασιλένια. Ωραίο όνομα εντυπωσιακό που έκανε όλους ν’ αναρωτιούνται «από που βγαίνει άραγε;», οι ξένοι δηλαδή, γιατί στο χωριό όλοι γνώριζαν τις δυο γιαγιάδες.
Ο άλλος ήταν ο γιος της Μαρίκας της μοδίστρας, ο Θοδωρής. Λαμπρό παλικάρι, καλοσυνάτο μα κακομούτσουνο. Πού να τολμήσει να σηκώσει τα μάτια του στην κόρη του Κυρ-Δήμου τη μορφονιά! Αυτά νόμιζε ο κυρ-Δήμος βέβαια γιατί δε λογάριαζε ότι «ο έρωτας ασχήμια κοιτάζει κι ομορφιά θωρεί» και ότι τα παιδιά αγαπιόντουσαν τρελά. Μα αυτό δε μετρούσε καθόλου στη δεκαετία του ’50, στο ορεινό Ξηρόμερο.
Κι όπως δε θεώρησε απαραίτητο να ζητήσει καν τη γνώμη της, τη λογόδοσε με το γιο του γείτονά του, ν’ αυγατίσουν και τα χωράφια τους κομμάτι. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο Θοδωρής αγαπούσε τη Βασιλένια. Στην αρχή και ο ίδιος ο Θοδωρής νόμισε πως η αγαπημένη του τον πρόδωσε. Μα γρήγορα του μήνυσε που να τον συναντήσει και διέλυσε τις αμφιβολίες του. Στην αρχή αρκέστηκε να της τραγουδά «Ένα θέλω από σένα, αγαπούλα μου γλυκιά, μη τυχόν και σε πλανέψει καμιά ξένη αγκαλιά!!.». Μα αργότερα σκέφτηκε ότι έπρεπε να δράσει διαφορετικά κι έτσι οργάνωσε την απαγωγή της. Εκούσια δηλαδή. «Στη γέμιση του φεγγαριού»…
(Αναδημοσιεύουμε από την Εφημερίδα «Το Ξηρόμερο» το πεζογράφημα της Μαρίας Μπαμπάνη: «Ένα σακούλι βελανίδια για προίκα», το οποίο μας συγκίνησε βαθύτατα, γιατί οι αυτές οι ιστορίες είναι δεμένες και με τη δική μας τη ζωή. Συγκίνηση! Συναίσθημα! Αγάπη! Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και μας θύμισε τα παλιά…)
«Στη γέμιση του φεγγαριού» είπαν και χώρισαν βιαστικά μη τους πάρει κανένα μάτι… Ήταν η Βασιλένια η κόρη του κυρ-Δήμου η μορφονιά, η μικρότερη από τέσσερις -μη πάει όμως ο νους σας στα στέμματα- Βασιλική-Ελένη την είχε ονομάσει ο Παπάς για να μη κακοκαρδίσει ο Κυρ-Δήμος, ούτε τη μάνα του, ούτε την πεθερά του, που τη μεγάλωναν κι οι δυο με περισσή φροντίδα, λες και δεν είχε μάνα.
Η Βασιλένια και ο Θοδωρής
Ήταν το στερνοπούλι του μαθές. Κι έτσι τη φώναζαν Βασιλένια. Ωραίο όνομα εντυπωσιακό που έκανε όλους ν’ αναρωτιούνται «από που βγαίνει άραγε;», οι ξένοι δηλαδή, γιατί στο χωριό όλοι γνώριζαν τις δυο γιαγιάδες.
Ο άλλος ήταν ο γιος της Μαρίκας της μοδίστρας, ο Θοδωρής. Λαμπρό παλικάρι, καλοσυνάτο μα κακομούτσουνο. Πού να τολμήσει να σηκώσει τα μάτια του στην κόρη του Κυρ-Δήμου τη μορφονιά! Αυτά νόμιζε ο κυρ-Δήμος βέβαια γιατί δε λογάριαζε ότι «ο έρωτας ασχήμια κοιτάζει κι ομορφιά θωρεί» και ότι τα παιδιά αγαπιόντουσαν τρελά. Μα αυτό δε μετρούσε καθόλου στη δεκαετία του ’50, στο ορεινό Ξηρόμερο.
Κι όπως δε θεώρησε απαραίτητο να ζητήσει καν τη γνώμη της, τη λογόδοσε με το γιο του γείτονά του, ν’ αυγατίσουν και τα χωράφια τους κομμάτι. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο Θοδωρής αγαπούσε τη Βασιλένια. Στην αρχή και ο ίδιος ο Θοδωρής νόμισε πως η αγαπημένη του τον πρόδωσε. Μα γρήγορα του μήνυσε που να τον συναντήσει και διέλυσε τις αμφιβολίες του. Στην αρχή αρκέστηκε να της τραγουδά «Ένα θέλω από σένα, αγαπούλα μου γλυκιά, μη τυχόν και σε πλανέψει καμιά ξένη αγκαλιά!!.». Μα αργότερα σκέφτηκε ότι έπρεπε να δράσει διαφορετικά κι έτσι οργάνωσε την απαγωγή της. Εκούσια δηλαδή. «Στη γέμιση του φεγγαριού»…
Ένα σακούλι βελανίδια…
Στο σπίτι της Βασιλένιας εκείνο το βράδυ κανείς δεν πρόσεξε ένα σακούλι βελανίδια πίσω από την πόρτα-γιατί η συγκομιδή τους εκείνη την εποχή ανθούσε. Πάνω-πάνω δηλαδή, γιατί από κάτω περιείχε τα λίγα κεντήματα που μόνη της είχε κεντήσει τις ατέλειωτες ώρες του χειμώνα με το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου και τις φλόγες της φωτιάς. Θα τα ’παιρνε γιατί ήταν σίγουρη πως η μάνα της αν ποτέ της μιλούσε δεν θα της έδινε τίποτα. Θα ντρόπιαζε το σπίτι της, τις αδελφάδες της, που ήταν ανύπαντρες. Ντροπή, μεγάλη ντροπή θα σκέπαζε το σπίτι τους σαν σύννεφο με λασποβροχή. Κι αν κάποιος ρωτούσε «τι θέλει εδώ αυτό το σακκούλι;» η απάντηση ήταν από καιρό έτοιμη «θα πάω αύριο στο μπακάλη να πάρω καφέ και ζάχαρη». Ποιος δεν θα το πίστευε, αφού έτσι γινόταν!!
Στο σπίτι του γαμπρού αντίθετα εκείνο το βράδυ επικρατούσε κάποια ανησυχία. Έπρεπε να καθησυχάσουν τα μικρότερα αδέρφια να μη βγουν από το σπίτι καμιά βδομάδα γιατί φοβόντουσαν αντίποινα από την άλλη πλευρά. Έπρεπε να μηνύσουν του Παπά να είναι έτοιμος και να τους περιμένει χαράματα στο διπλανό Μεγαλοχώρι μαζί με τον κουμπάρο για να περάσουν γρήγορα τα στέφανα, να προκάνουν μη τους βρουν αστεφάνωτους. Κι ακόμα να βρεθεί ένα προσωρινό καταφύγιο για το ζευγάρι μέχρι να περάσει «ο μεγάλος θυμός».
Ύστερα βλέποντας και καμώνοντας.
Στο σπίτι της Βασιλένιας εκείνο το βράδυ κανείς δεν πρόσεξε ένα σακούλι βελανίδια πίσω από την πόρτα-γιατί η συγκομιδή τους εκείνη την εποχή ανθούσε. Πάνω-πάνω δηλαδή, γιατί από κάτω περιείχε τα λίγα κεντήματα που μόνη της είχε κεντήσει τις ατέλειωτες ώρες του χειμώνα με το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου και τις φλόγες της φωτιάς. Θα τα ’παιρνε γιατί ήταν σίγουρη πως η μάνα της αν ποτέ της μιλούσε δεν θα της έδινε τίποτα. Θα ντρόπιαζε το σπίτι της, τις αδελφάδες της, που ήταν ανύπαντρες. Ντροπή, μεγάλη ντροπή θα σκέπαζε το σπίτι τους σαν σύννεφο με λασποβροχή. Κι αν κάποιος ρωτούσε «τι θέλει εδώ αυτό το σακκούλι;» η απάντηση ήταν από καιρό έτοιμη «θα πάω αύριο στο μπακάλη να πάρω καφέ και ζάχαρη». Ποιος δεν θα το πίστευε, αφού έτσι γινόταν!!
Στο σπίτι του γαμπρού αντίθετα εκείνο το βράδυ επικρατούσε κάποια ανησυχία. Έπρεπε να καθησυχάσουν τα μικρότερα αδέρφια να μη βγουν από το σπίτι καμιά βδομάδα γιατί φοβόντουσαν αντίποινα από την άλλη πλευρά. Έπρεπε να μηνύσουν του Παπά να είναι έτοιμος και να τους περιμένει χαράματα στο διπλανό Μεγαλοχώρι μαζί με τον κουμπάρο για να περάσουν γρήγορα τα στέφανα, να προκάνουν μη τους βρουν αστεφάνωτους. Κι ακόμα να βρεθεί ένα προσωρινό καταφύγιο για το ζευγάρι μέχρι να περάσει «ο μεγάλος θυμός».
Ύστερα βλέποντας και καμώνοντας.
Η μπόρα που ξέσπασε…
Η νύχτα ήταν ήσυχη εκείνο το Νοέμβρη. Η μπόρα θα ξέσπαγε το πρωί…
Εκεί γύρω στις 11 κανείς δεν ήταν ξυπνητός για να ιδεί μια ψιλή φιγούρα ν’ ανεβαίνει μ’ ένα σακούλι στην πλάτη προς το βουνό μες τα δέντρα όπου είχε κανονιστεί η συνάντηση για να συνεχίσουν πεζοί μέχρι το Μεγαλοχώρι.
Κανείς! εκτός από έναν «ερωτοχτυπημένο» κι αυτόν, που ξεροστάλιαζε στα παραθύρια της κι ως την είδε, κατάλαβε ότι τέτοια ώρα μόνο στον αρραβωνιάρη δεν πήγαινε. Ακροπατούσε ξωπίσω της κι αφού βεβαιώθηκε κατά που πάει, ξύπνησε τον πατέρα της και με φακούς, το σκυλί τους και τ’ άλογα καβάλα, κίνησαν να τους σταματήσουν. Μα και πριν το ζευγάρι ακούσει τα πέταλα των αλόγων να πλησιάζουν, πόσες φορές η Βασιλένια δεν είπε να γυρίσει πίσω! Όχι γιατί δεν τον αγαπούσε βέβαια. Μα για τη ντροπή που ’θελε να βάψει το σπίτι τους για πάντα; για χρόνια τουλάχιστον, για το κλάμα της μάνας της, των αδελφάδων της! Αν δεν είχαν ακούσει τα πέταλα μπορεί και να γύριζε πίσω! Μα τώρα ήταν αργά, έπρεπε να βρουν ένα μέρος να κρυφτούν, γιατί οι διώκτες τους πλησίαζαν. Αυτό τους το πρόσφερε μια περήφανη βελανιδιά που μεγάλωνε αγκαλιά μ’ ένα βράχο κάπου εκεί κοντά, κι όταν εκείνος ξεκόλλησε με τις βροχές, της άφησε μια κουφάλα που χωρούσε πέντε σακιά βελανίδια. Εκεί φώλιασαν και κράτησαν την ανάσα τους! Ο μούργος δεν άργησε να τους βρει και στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταζε ίσα στα μάτια. Μα συνωμότησε κι αυτός μαζί τους και δεν γαύγισε, απεναντίας απομακρύνθηκε τρέχοντας κουνώντας την ουρά του. Έτσι ο πατέρας της κι ο «ερωτοχτυπημένος» αλλαξοδρόμησαν λίγο παρακάτω και τους έχασαν. Βγήκαν από την κουφάλα της βελανιδιάς και πήραν τον ανήφορο με προφύλαξη. Μα αυτό δεν τους πείραζε, λίγο ακόμα και θ’ αντίκριζαν το ξέφωτο της ευτυχίας τους, της κοινής τους ζωής. «Αυτό θα’ ναι το δέντρο του έρωτά μας, Θοδωρή μου» του είπε και του ’σφιξε το χέρι.
Έφτασαν χαράματα με σκισμένα πόδια από τα πουρνάρια στο Μεγαλοχώρι όπου τους αντάμωσε ο κουμπάρος με τις βέρες και πήγαν ίσα στον Παπά…
Στη γέμιση του φεγγαριού…
Γύρισαν μετά ένα μήνα στο χωριό κι όλα πήραν το δρόμο τους σιγά-σιγά όπως γίνεται πάντοτε στη ζωή. Η άλλη πλευρά-του παρ’ ολίγον γαμπρού-φέρθηκε πολιτισμένα, όλως παραδόξως, εκτός από τον μικρό του αδελφό, που ποιος ξέρει τι άκουγε το παιδί κάθε μέρα κι αφήνιασε. Έτσι μια μέρα που μια αδελφή της Βασιλένιας διάβαινε έναν παράδρομο του χωριού ένας ήχος δίπλα στ’ αυτί της, έτσι σαν να πέταξε ένα πουλί, την έκανε να στρέψει το κεφάλι ψηλά και τότε τον είδε σκαρφαλωμένο σε μια ελιά απ’ όπου τις πέταγε κάτι μεγάλες ελιές. Πάλι καλά που δεν της έριχνε πέτρες…
Μόνο παιδιά δεν έκανε το ζευγάρι και γι’ αυτούς είχε την εξήγησή του στο ολόγιομο φεγγάρι της νύχτας που κλέφτηκαν, γιατί όπως έλεγαν οι γιαγιάδες της Βασιλένιας:
«Στη γέμιση του φεγγαριού – κάνα δεντρί δεν πιάνει – μόν’ της αγάπης το δεντρί – κι αυτό καρπούς δεν κάνει».
Μα ούτε η βελανιδιά έκανε ξανά καρπό κι ας την είπαν «δέντρο του έρωτά τους…».
Πηγή: Εφημερίδα «Το Ξηρόμερο», φύλλο 103.
Η νύχτα ήταν ήσυχη εκείνο το Νοέμβρη. Η μπόρα θα ξέσπαγε το πρωί…
Εκεί γύρω στις 11 κανείς δεν ήταν ξυπνητός για να ιδεί μια ψιλή φιγούρα ν’ ανεβαίνει μ’ ένα σακούλι στην πλάτη προς το βουνό μες τα δέντρα όπου είχε κανονιστεί η συνάντηση για να συνεχίσουν πεζοί μέχρι το Μεγαλοχώρι.
Κανείς! εκτός από έναν «ερωτοχτυπημένο» κι αυτόν, που ξεροστάλιαζε στα παραθύρια της κι ως την είδε, κατάλαβε ότι τέτοια ώρα μόνο στον αρραβωνιάρη δεν πήγαινε. Ακροπατούσε ξωπίσω της κι αφού βεβαιώθηκε κατά που πάει, ξύπνησε τον πατέρα της και με φακούς, το σκυλί τους και τ’ άλογα καβάλα, κίνησαν να τους σταματήσουν. Μα και πριν το ζευγάρι ακούσει τα πέταλα των αλόγων να πλησιάζουν, πόσες φορές η Βασιλένια δεν είπε να γυρίσει πίσω! Όχι γιατί δεν τον αγαπούσε βέβαια. Μα για τη ντροπή που ’θελε να βάψει το σπίτι τους για πάντα; για χρόνια τουλάχιστον, για το κλάμα της μάνας της, των αδελφάδων της! Αν δεν είχαν ακούσει τα πέταλα μπορεί και να γύριζε πίσω! Μα τώρα ήταν αργά, έπρεπε να βρουν ένα μέρος να κρυφτούν, γιατί οι διώκτες τους πλησίαζαν. Αυτό τους το πρόσφερε μια περήφανη βελανιδιά που μεγάλωνε αγκαλιά μ’ ένα βράχο κάπου εκεί κοντά, κι όταν εκείνος ξεκόλλησε με τις βροχές, της άφησε μια κουφάλα που χωρούσε πέντε σακιά βελανίδια. Εκεί φώλιασαν και κράτησαν την ανάσα τους! Ο μούργος δεν άργησε να τους βρει και στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταζε ίσα στα μάτια. Μα συνωμότησε κι αυτός μαζί τους και δεν γαύγισε, απεναντίας απομακρύνθηκε τρέχοντας κουνώντας την ουρά του. Έτσι ο πατέρας της κι ο «ερωτοχτυπημένος» αλλαξοδρόμησαν λίγο παρακάτω και τους έχασαν. Βγήκαν από την κουφάλα της βελανιδιάς και πήραν τον ανήφορο με προφύλαξη. Μα αυτό δεν τους πείραζε, λίγο ακόμα και θ’ αντίκριζαν το ξέφωτο της ευτυχίας τους, της κοινής τους ζωής. «Αυτό θα’ ναι το δέντρο του έρωτά μας, Θοδωρή μου» του είπε και του ’σφιξε το χέρι.
Έφτασαν χαράματα με σκισμένα πόδια από τα πουρνάρια στο Μεγαλοχώρι όπου τους αντάμωσε ο κουμπάρος με τις βέρες και πήγαν ίσα στον Παπά…
Στη γέμιση του φεγγαριού…
Γύρισαν μετά ένα μήνα στο χωριό κι όλα πήραν το δρόμο τους σιγά-σιγά όπως γίνεται πάντοτε στη ζωή. Η άλλη πλευρά-του παρ’ ολίγον γαμπρού-φέρθηκε πολιτισμένα, όλως παραδόξως, εκτός από τον μικρό του αδελφό, που ποιος ξέρει τι άκουγε το παιδί κάθε μέρα κι αφήνιασε. Έτσι μια μέρα που μια αδελφή της Βασιλένιας διάβαινε έναν παράδρομο του χωριού ένας ήχος δίπλα στ’ αυτί της, έτσι σαν να πέταξε ένα πουλί, την έκανε να στρέψει το κεφάλι ψηλά και τότε τον είδε σκαρφαλωμένο σε μια ελιά απ’ όπου τις πέταγε κάτι μεγάλες ελιές. Πάλι καλά που δεν της έριχνε πέτρες…
Μόνο παιδιά δεν έκανε το ζευγάρι και γι’ αυτούς είχε την εξήγησή του στο ολόγιομο φεγγάρι της νύχτας που κλέφτηκαν, γιατί όπως έλεγαν οι γιαγιάδες της Βασιλένιας:
«Στη γέμιση του φεγγαριού – κάνα δεντρί δεν πιάνει – μόν’ της αγάπης το δεντρί – κι αυτό καρπούς δεν κάνει».
Μα ούτε η βελανιδιά έκανε ξανά καρπό κι ας την είπαν «δέντρο του έρωτά τους…».
Πηγή: Εφημερίδα «Το Ξηρόμερο», φύλλο 103.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο