«Ο Γληγοράκης…»
του Άρη Μπιτσώρη
Το μεροκάματο λειψό, τα
δίχτυα βγαίναν άδεια,
η αγκαλιά της θάλασσας χωρίς
φιλιά και χάδια.
Κι εκείνος την κατούρησε,
της γύρισε την πλάτη
κι απ’ τ’ αργασμένο του
κορμί έπλυνε το αλάτι.
Αυτή τον καταράστηκε και του
’πε γδικιωμένα:
«πικρό ψωμί της αργατιάς να
το γευτείς στα ξένα».
Ξεμάκρυνε από το γιαλό,
βγήκε έξω απ’ τα νερά του
και στις στεριές της
ξενιτιάς σβήσαν τα όνειρά του.
Γύρισε, μα πώς γύρισε, μέσα
σε μια κασέλα
τον ρίξανε όπως κι αυτός
κάποτε τη σαρδέλα.
Τον αρνητή της θάλασσας,
λοιπόν, το Γληγοράκη
ψαράδες τονε θάψανε με
μοιρολόι φαρμάκι......