Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Η παραδοσιακή ξυλοκοπή

 


Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Μια από τις συλλεκτικές δραστηριότητες του ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν και η κοπή, η συλλογή και η προμήθεια καυσόξυλων, για τις καθημερινές ανάγκες που άναβαν φωτιά, για μαγείρεμα, για τον φούρνο, για ζέσταμα νερού, για πλύσιμο κ.ά. και κυρίως για την χειμερινή θέρμανση. Η ξυλοκοπή με χειρονακτικά εργαλεία ήταν χρονοβόρα, κουραστική και επικίνδυνη....

Επειδή παλιά τα χωριά είχαν αυξημένο πληθυσμό, οι κάτοικοι για να επιβιώσουν είχαν χρησιμοποιήσει κάθε άκρη της γης που μπορούσε να καλλιεργηθεί. Επίσης η αυξημένη κτηνοτροφία που ήταν και το κύριο επάγγελμα των κατοίκων της υπαίθρου, ήταν εχθρός των δασών κυρίως δεν άφηναν να αναπτυχθούν μικρά και νέα δένδρα. Όπως προανέφερα η πληθώρα των κατοίκων της υπαίθρου χρειάζονταν αρκετά ξύλα για καύση. Επομένως τα ξύλα ήσαν δυσεύρετα και η κοπή τους ήταν κοπιαστική, επίσης και η μεταφορά τους στο σπίτι του κάθε ξυλοκόπου.

Η κοπή γινόταν με πριόνες, τσεκούρια, κασάρες, κλαδευτήρια κ.ά. επίσης για το σχίσιμο των κορμών χρησιμοποιούσαν βαριές σφήνες (ξυλόσφηνες και σιδερόσφηνες), τσεκουροβαριές μέχρι και κασμάδες. Για τα χοντρά και αυτά που έκοβαν κυρίως οι άνδρες χρησιμοποιούσαν τα τσεκούρια και τις πριόνες, για τα λιανότερα τα τσεκούρια, τις κασάρες, κλαδευτήρες κ.ά.

Ξύλα που έκοβαν οι ξυλοκόποι, ήταν δένδρα (δρυς) πεύκα, πουρνάρια, ρείκια, κουτσουπιές, πλατάνια, μελιός, έλατα, γάβροι, αγραπιδιές, σφεντάμια, αγκλαβουτσές, κουμαριές, σκίντα, ιτιές, αγριελιές κ.ά. τα πιο δημοφιλή και καλύτερα ήσαν οι δρυς τα πουρνάρια, ο μελιός, η αγραπιδιά, η αγριελιά, τα ρείκια κ.λπ. όταν όμως δεν εύρισκαν ξύλα της αρέσκεια τους, τότε έκοβαν ότι ξύλο έβρισκαν.

Remaining Time 
0:00
 

Εξάλλου και μια παροιμιώδης φράση το αναφέρει: «Στο τζάκι και στο τηγάνι, ότι ξύλο κόψεις κάνει!» για τις ανάγκες των προσαναμμάτων έκοβαν σπαρτιές, ασφάκες, λιανά ξύλα, ή ακρόκλαδα, λιόκλαρα, ρείκια, κουμαριές, σχίντα, κληματόβεργες κ.ά. μάλιστα μετά το κάθαρο των σταφιδαμπέλων μάζευαν σε δεμάτια τις κληματόβεργες για την φωτιά.

Η μεταφορά των ξύλων γινόταν κυρίως με τα ζώα (άλογα- μουλάρια και γαϊδούρια).

Θυμάμαι στο χωριό μου ότι την καλοκαιρινή περίοδο, και ιδίως μετά το αλώνισμα επιδίδονταν στην συλλογή των ξύλων. Έτσι από τα μεσάνυχτα, ξεκινούσαν ομαδικά και πήγαιναν στην κάπελη να κόψουν ξύλα. Κοντά τους έπαιρναν ένα ή δύο ζώα για την μεταφορά, το τσεκούρι την κασάρα ή και την πριόνα και λίγο νερό να σβήσουν την δίψα τους. Επειδή το σπίτι μου βρισκόταν προς την πλευρά της κάπελης ακούγαμε την νύχτα κράπα- κρούπα, κράπα- κρούπα τ’ άλογα να περνούν δίπλα στην δημοσιά (δημόσιος αμαξιτός τότε χαλικόδρομος). Μια φορά θυμάμαι κάποιος από τα δικά μας χωριά, για να μην αφήσει ένα κορμό και επειδή χάραζε η μέρα και φοβούταν τους δασοφύλακες, είχε κόψει ή βρήκε ένα μεγάλο κορμό από βελανιδιά και το έφερε στο χωριό σέρνοντας, όπου τον τραβούσε το άλογό του. ο δασοφύλακας κατά την περιπολία του εντόπισε τα ίχνη της σιουρσάς τ’ ακολούθησε και έφθασε στο σπίτι του ξυλοκόπου, όπου και ανακάλυψε τον δράστη της παράνομης υλοτομίας.

Οι δε γυναίκες κι αυτές, τις εποχές που οι άνδρες τους είχαν ξενιτευτεί για εργασία σε ξένα κράτη ή είχαν κατεβεί στον κάμπο για τρύγο, σηκώνονταν «από τα άγρια μεσάνυχτα», όπως έλεγαν τότε, σαμάρωναν τα ζώα τους έπαιρναν και την κασάρα, κλαδευτήρα στο τράστο και λίγο νερό και κανένα κουμούτσι ψωμί με τυρί ή ντομάτα διπλωμένα στο πισκιράκι και ομαδικά πήγαιναν για ξύλα στην κάπελη.

Αυτές έκοβαν κυρίως ρουπάκια (μικρά δένδρα που φυτρώνουν και αναπτύσσονται κάτω από τα μεγάλα), λιάνιζαν καμιά κλάρα που είχε πέσει στο έδαφος, ή και κάποια κλάρα από δένδρο που ήταν χαμηλά και την έφθαναν.

Οι γυναίκες έκοβαν ξύλα συλλογικά, αλληλοβοηθώντας η μία την άλλη για να φορτώσουν και να γυρίσουν πάλι μαζί στο χωριό. Η νύχτα δεν τις φόβιζε διότι ήσαν ολόκληρη ομάδα, επίσης σαν όπλα αυτοάμυνας είχαν και τις κασάρες τους. Ο μόνος φόβος τους ήσαν οι δασοφύλακες, που περιπολούσαν ακόμη και την νύχτα και όταν τις συλλάμβαναν τους κάτεσχαν τα ξύλα και τα κοπτικά εργαλεία. Σ’ αρκετές περιπτώσεις έπεφταν και μηνύσεις, άσε που μερίδα δασικών το έπαιζαν και επιβήτορες, νομίζοντας «ότι η κάθε μια το είχε στο κούτελο», όπως έλεγε μια αείμνηστη γιαγιά στο χωριό μου η Καλομοίρα του Γρηγόρη Γρηγορόπουλου.

Πολλές γυναίκες όταν έκοβαν ξύλα, φόρτωναν το ζώο τους έκοβαν ακόμη και ένα πλευρό (πλευρό έλεγαν το σύνολο των ξύλων που φόρτωναν το ζώο από την μια πλευρά του, δηλαδή το μισό φόρτωμα, το ζαλώνονταν και τα κουβαλούσαν στο χωριό.

Το φόρτωμα γινόταν με την βοήθεια της φορτωτήρας (φουρκάδας). Αυτό ήταν ένα ίσιο ξύλο περίπου στο ύψος της πλάτης του ζώου, σε σχήμα (Υ) στο επάνω μέρος. έβαζαν την φορτωτήρα στην θηλιά της τριχιάς στο ένα πλευρό του ζώου και κρατούσε το σχοινί. Επάνω τοποθετούσαν τα ξύλα με σειρά και τάξη. Όταν έβαζαν τ’ ανάλογα ξύλα έδεναν την τριχιά στα κολιτσάκια και ασφάλιζαν το φορτίο. Μετά για να μην γέρνει το σαμάρι, άφηναν την μια φορτωτήρα και πήγαιναν στο άλλο πλευρό, με άλλη φορτωτήρα και έτσι φόρτωναν το ζώο χωρίς την συνδρομή άλλου ανθρώπου. Μερικοί έβαζαν και άλλα ξύλα μισογόμι, δηλαδή επάνω στο κέντρο του σαμαριού και ενδιάμεσα από τα δυό πλευρά.

Όταν έφθαναν στο σπίτι τραβούσαν τις θηλιές των τριχιών και τα ξύλα έπεφταν στο έδαφος, χωρίς να τραυματίζουν τα ζώα στα πόδια.

Το ζάλωμα των ξύλων, στην πλάτη γινόταν με την αλληλοβοήθεια μιας άλλης γυναίκας κατά την στιγμή που έπρεπε να σηκωθεί η φορτωμένη γυναίκα ή αν υπήρχε κάποια αναβαθμίδα (σοφάς), τότε η γυναίκα έβαζε το ζαλοσχοίνι στο έδαφος με την θηλιά της σάλας στο επάνω μέρος έπειτα τοποθετούσε τα ξύλα (έφτιαχνε την ζαλιά της), τα ζαλωνόταν όρθια ή και καθιστή και μόλις έδενε τις θηλιές σηκώνονταν και ξεκινούσε την μεταφορά των ξύλων.

Το ζάλωμα ήταν μια κουραστική και σκληρή εργασία, διότι το βάρος των ξύλων ήταν ανυπόφορα, αν ήταν και χλωρά τότε ήταν ακόμη χειρότερα. Επίσης κατά την μεταφορά, αν υπήρχε κάποια αποξαλιά και την ενοχλούσε στο κορμί, αν δεν είχε βοήθεια να ξεζαλωθεί και να ξανά ζαλωθεί, έπρεπε να υποφέρει μέχρι να φθάσει στον προορισμό της.

Τα λιανάδια άκρες κλαδιών και οι θάμνοι, όπως σπαρτιές, ασφάκες κ.ά. ήσαν ελαφριά, μόνο μπούγιο έκαναν και ήταν πιο υποφερτό το ζάλωμα, οι γυναίκες αυτά τα θεωρούσαν παιχνιδάκι.

Τα ξύλα τα μετρούσαν ανάλογα με τα φορτώματα και τις ζαλιές αναφέροντας ότι, π.χ. έχω 30 φορτώματα ξύλα και 20 ζαλιές ή ζαλωματιές λιανάδια.

Έλεγε μια γιαγιά που έζησε αυτήν την εποχή και κουβαλούσε ξύλα αυτή και το ζώο της: «Φόρτωμα και ζαλωματιά!», δηλαδή έφερνε ένα φόρτωμα ξύλα με το ζώο στο σπίτι της και ταυτόχρονα και μια ζαλιά στην πλάτη της.

Όσα ξύλα ήθελαν σχίσιμο, τα έσχιζαν με το τσεκούρι, την βαριά, τις σφήνες, με τσεκουροβαριές κ.ά. Όταν τα μετέφεραν στο σπίτι μετά τα τοποθετούσαν με σειρά και τάξη σε κάποιο υπόστεγο να μην βρέχονται τον χειμώνα. Στην μια πλευρά του υπόστεγου τοποθετούσαν τα χοντρά και στην άλλη τα λιανάδια. Τα λιανά ξύλα ήσαν για μαγείρεμα, για φούρνισμα ενώ τις σπαρτιές τις ασφάκες, τα ρείκια κ.ά. τα χρησιμοποιούσαν για το ξάναμμα της φωτιάς.

Υπήρχαν τεμπέληδες και ακάματοι, που δεν επεδίωκαν να προμηθευθούν ξύλα για τον χειμώνα ή και για τις καθημερινές ανάγκες, έτσι την ώρα που τα χρειάζονταν κυρίως τις χειμωνιάτικες ημέρες με τα κρύα προσπαθούσαν να βρουν ξύλα για να ζεσταθούν. Για αυτούς έλεγαν την εξής παροιμία: «Χάθηκε ο λόγγος για ξύλα!»

Μερικές παροιμίες:

-Όταν το τζάκι δεν έχει αρκετά ξύλα για να ζεσταθεί το χώρος τότε ακούγεται και η παροιμία: «Μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα!», δηλαδή μπρος ζεσταίνει και πίσω στην πλάτη σε κόβει το κρύο.

-Επίσης άλλη μια παροιμία μας αναφέρει για το τζάκι που πρέπει να τροφοδοτείται με κούτσουρα: «Το τζάκι θέλει κούτσουρα κι η τσιπουλίδα λάδι!»

-Ακόμη γνωστή είναι και η παροιμιώδης φράση που ακούμε: «Της Φώτως ξύλα κόβω!», όπου θα δημοσιεύσω την ιστορία κάποια άλλη φορά.

-Ο παρατεταμένος χειμώνας, πολλές φορές, ξόδευε όλα τα ξύλα που είχαν προμηθευθεί και πολλοί άνθρωποι για τις ανάγκες τους σκορπούσαν στους λόγγους ή όπου υπήρχε κάποιο ξύλο να το πάρουν για την φωτιά. Από αυτό βγήκε και οι παροιμίες: «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης, τα παλιόβοϊδα τα ’γδέρνει, τα δαμάλια τα παιδεύει!», «Μάρτης ο παλουκοκαύτης, τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούρια συμμαζεύει!», «Δεν έμεινε δαυλί!», «Κάψαμε και τα φραχτοπάλουκα!»

-Ακόμη μια παροιμιώδης φράση για την φωτιά από ξύλα πλατάνου, που είναι κατώτατης απόδοσης: «Όσο έχει ο γύφτος αρχοντιά, έχει κι ο πλάτανος φωτιά!»

-Αν δεν ταγίσεις τον γάιδαρο σου θα κουβαλήσεις εσύ τα ξύλα!

-Δεν πάει ο φιόγκος για νερό, το ρεπαντί για ξύλα!

-Έχε ξύλα τον Μάρτη μην πλακώσεις τα παλούκια!

-Με σπαρτσίνα δεν πας για ξύλα!

-Με το ψαλίδι στο δάσος για ξύλα δεν πας!

-Με χάχαλα, βραδιά δεν βγάνεις!

-Να ’χεις ξύλα για μαγγάνι και χέσε τον Μάρτη!

-Όλοι στην εκκλησιά και ο σώγαμπρος για ξύλα!

-Όλος ο χρόνος πουλεί τα ξύλα κι ο χειμώνας τα αγοράζει!

-Όποιος πάει σε ξένο λόγγο για ξύλα αλλουνού ξύλα κόβει!

-Πήγε στη θάλασσα για ξύλα και στο καταράχι για ψάρια!

-Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα!

-Το δόλιο το καλογεράκι ή για ξύλα ή για νεράκι!

-Το κακό ξύλο, θέλει τρανό τσεκούρι!

-Τον Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια.

-Χωρίς λιανά ξύλα τα κούτσουρα δεν πιάνουν!

-Χωρίς τσεκούρι και σχοινί για ξύλα μην πηγαίνεις!

Ένα δημοτικό τραγούδι μας αναφέρει για την προμήθεια των ξύλων:

-«Σήκω Διαμάντω μ’ να πας για…. ξύλα δεν μπορώ μάνα μ’ δεν μπορώ…!»

-«Πήρα το τσεκουράκι μου, και το γαϊδουράκι μου,

ξύλα να πα’ να φέρω, μα τον δρόμο δεν τον ξέρω.

στον δρόμο ν’ όπου πήγαινα, εκεί ν’ όπου διαβαίνω»…!

Λεξιλόγιο:

-Αποξαλιά, η = μύτη από διακλάδωση ξύλου που έχει κοπεί πλάγια όπου είναι και επικίνδυνη.

Ζαλοσχοίνι, το = μια μικρή και ψιλή τριχιά για το φόρτωμα των ξύλων στην πλάτη.

Κουμούτσι, το = μεγάλο κομμάτι ψωμιού.

-Πισκίρι, το = είδος μπόλιας (πετσέτας) που δεν διαφέρει από τις συνήθεις πετσέτες του προσώπου και των χεριών. Το πισκιράκια είναι μια πετσέτα που την χρησιμοποιούν σε συνεστιάσεις χαράς και λύπης. Οι συνδαιτυμόνες έτρωγαν τότε καταγής στρωμένοι στο πάτωμα και επάνω στα γόνατά τους είχαν το πισκίρι, επίσης με αυτό τύλιγαν το ψωμί και άλλα στερεά φαγώσιμα όταν τα έβαζαν στο τράστο.

-Ρεπαντί, το = είδος διακοσμητικής γυναικείας κορδέλας.

-Σιουρσιά, η = τα ίχνη του ξύλου που σερνόταν στο έδαφος.

-Τσιπουλίδα, η = (τοπ. διαλεκτ.) η τηγανίτα.

agriniopress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο