Πάντα ήξερα πότε πλησίαζε το Πάσχα. Όχι από τα ημερολόγια, ούτε από τις διαφημίσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Το ένιωθα από το πώς η μάνα μου ετοίμαζε τη βαλίτσα. Όχι με ρούχα, αλλά με λαχτάρα.....
Από το Σάββατο του Λαζάρου κιόλας, φεύγαμε απ’ την Αθήνα σαν να μας καλούσε πίσω κάτι αρχέγονο. Η καρδιά μου έστηνε τον δικό της χορό, όλο λαχτάρα, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Το σπίτι στο χωριό μας, την Παλαιομάνινα Ξηρομέρου, μας περίμενε πάντα έτοιμο. Όχι έρημο ή σκονισμένο. Ασπρισμένο.
Καθώς πλησιάζαμε, μύριζε ασβέστη, χώμα βρεγμένο και γιασεμί. Στην αυλή, οι τενεκέδες από λάδι είχαν μεταμορφωθεί σε θησαυροφυλάκια ζωής – γεμάτοι λουλούδια, ζωντάνια, χρώμα. Το χέρι της γιαγιάς Ζωής φαινόταν παντού: στην καθαριότητα, στη φροντίδα, στο φως. Ήταν εκεί πριν από μας, για μας.
Η γιαγιά Ζωή δεν ζει πια. Δέκα χρόνια τώρα λείπει. Πήρε μαζί της κι εκείνη τη φλόγα του Πάσχα που δεν ξαναφούντωσε. Από τότε, δεν ξαναπήγα στο χωριό. Το έθιμο έσπασε, όπως σπάνε τα πήλινα τη Λαμπρή – με θόρυβο και αμετάκλητα. Μαζί της έφυγε κι ο πατέρας. Κι ο αδερφός. Κι εγώ έμεινα πίσω, να κουβαλάω το ανείπωτο, να σιωπώ μπροστά στη φωτογραφία τους.
Κι εκείνο το σπίτι… κι αυτό σωπαίνει πια. Κλειστά τα παντζούρια, ξεθωριασμένα απ’ τον ήλιο και τον χρόνο. Καμία κατσαρόλα δεν κατεβαίνει φέτος απ’ το ράφι. Ούτε μυρωδιά από κουλούρια, ούτε στρωμένα τραπεζάκια με σεμεδάκια πασχαλινά. Μονάχα λίγη σκόνη στο περβάζι και μια σκιά που τριγυρνά τα βράδια – ίσως της γιαγιάς, ίσως δική μου. Ένα σπίτι που κι αυτό δεν θα κάνει φέτος Πάσχα. Ούτε φέτος. Ούτε ξανά. Μάλλον…
Και σκέφτομαι – ίσως, λέω ίσως, εκεί που βρίσκονται να έχουν στήσει ένα τραπέζι γιορτινό, με κληματόφυλλα για σκιά και το γέλιο της γιαγιάς να πλημμυρίζει τον τόπο. Εκεί, ίσως το Πάσχα να μην τελειώνει ποτέ. Ίσως εκεί να υπάρχουν ακόμα τενεκέδες με λουλούδια. Κι ένα παιδί που τρέχει ξυπόλητο στην αυλή, κουβαλώντας ένα καλάθι με αυγά και τη μνήμη όλων μας.
Εδώ, έμεινε η σιωπή.
Εδώ, έμεινε η ανάμνηση.
Δεν έχω πια λαχτάρα για το χωριό.
Μόνο μια γλυκόπικρη αίσθηση απουσίας.
Ένα «ήταν» που δεν γίνεται πια «είναι».
Κι ένα ευχαριστώ που δεν πρόλαβα να πω.
Υπέροχο. Ότι καλύτερο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό.Να είστε καλά κ. Ναούμη και καλό Πάσχα, έστω και χωρίς αυτά που παλιότερα το έκαναν καλύτερο.
ΑπάντησηΔιαγραφή