Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑΣ : Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΛΙΟΣ ΩΣ «ΠΡΟΤΥΠΟΝ ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΕΡΩΧΩΝ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ» ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ


Ο αείμνηστος γυμνασιακός μας δάσκαλος Μ. Φ. Καραμεσίνης, στο βιβλίο του Λαογραφικά Ξηρομέρου και Ακαρνανίας, Αθήνα 2008, περιέλαβε διάφορες ιστορίες από την προφορική παράδοση του Ξηρομέρου. Έξι από αυτές είναι αφιερωμένες στη δράση του Βασίλη Τσέλιου από το Δραγαμέστο,.... μέλους μιας ένδοξης οικογένειας, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία του δήμου και της κοινότητας Αστακού και του Ξηρομέρου. Και μόνο ο αριθμός των ιστοριών αυτών αλλά και ο αριθμός των παραλλαγών του δημοτικού τραγουδιού για το θάνατο του Βασίλη, αποδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος εκπρόσωπος της οικογένειας Τσέλιου αποτελούσε πρότυπο ηρωισμού και αγωνιστικού πνεύματος και αντικείμενο λαϊκού θαυμασμού και λατρείας που απλωνόταν πέρα από τα όρια του δήμου Αστακού και της επαρχίας Ξηρομέρου. Ο Βασίλης ήταν συνεχιστής μιας λαμπρής παράδοσης που είχε εγκαινιάσει ο θρυλικός πολέμαρχος Δημοτσέλιος, θείος ή πεθερός του Νικόλαου Τσέλιου[1], πατέρα του Βασίλη. Τη σκυτάλη της παράδοσης αυτής παρέλαβε ο εγγονός του Βασίλη και γιατρός Βασίλης Τσέλιος ο Νεότερος, ο θρυλικός «Γεροδήμος» της Εθνικής Αντίστασης, με τα διαπεραστικά μάτια και τα πυρόξανθα μαλλιά, που δολοφονήθηκε κοντά στο Βούστρι στη διάρκεια της λευκής τρομοκρατίας δοσιλόγων και παρακρατικών κατά των δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (άνοιξη του 1945)[2].

Σύμφωνα με τις προσθήκες που έγιναν στις 7 Ιουλίου 1851 στον εκλογικό κατάλογο του δήμου Αστακού ο Βασίλης Τσέλιος ήταν τότε ηλικίας 26 ετών και επομένως γεννήθηκε το 1825[3].  Εσφαλμένη είναι η ένδειξη ηλικίας του Βασίλη στον εκλογικό κατάλογο του δήμου Αστακηνών του έτους 1865 (30 αντί 40 ετών), σε συνάρτηση και με την ηλικία του αμέσως νεότερου αδελφού του Γεωργίου (38 ετών) και του Βενιαμίν της οικογένειας Γεράσιμου (29 ετών)[4]. Ωστόσο, σύμφωνα με τον εκλογικό κατάλογο του 1882 (υπό αύξοντες αριθμούς 379, 380) ο Βασίλης γεννήθηκε το 1822 και ο Γεώργιος το 1825. Η δεύτερη χρονολογία επιβεβαιώνεται από τον από 8.7. 1840 κατάλογο μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Κατούνας του 1840, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο 15ετής Γεώργιος Ν. Τσέλιος υπό αύξοντα αριθμό 18[5].  Σε κάθε περίπτωση η γέννηση του Βασιλείου πρέπει να τοποθετηθεί στην πρώτη 5ετία της επανάστασης (μεταξύ 1822 και 1825) και του Γεωργίου 2-3 χρόνια αργότερα Ο πατέρας τους Νικόλαος Αναγνώστου Δραγαμεστινός ή Νικοτσέλιος (1799-1860) έλαβε μέρος στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Δήμου Τσέλιου. Συμμετέσχε επίσης στην αντιβαυαρική εξέγερση του 1836 και διετέλεσε οδηγός της εθνοφυλακής (1844-45), δήμαρχος Αστακού (1846-53) και βουλευτής (1853-60). Ο πρωτότοκος γιος του Γεώργιος ανέλαβε τη δημαρχία Αστακού στο χρονικό διάστημα 1866-1878, αλλά και αργότερα (έτσι αναφέρεται ως δήμαρχος σε συμβόλαιο του έτους 1880), ενώ ο τρίτος αδελφός, ο Γεράσιμος, υπηρέτησε ως ελεγκτής του τελωνείου Αστακού (κατά τον εκλογικό κατάλογο του δήμου Αστακηνών) και αργότερα ως τελώνης στη Βόνιτσα (1868)[6]. Αν και ο Γεώργιος ανήκε στους «νοικοκυραίους», ο Βασίλης, ο οποίος ήταν και δημοτικός σύμβουλος με δήμαρχο τον αδελφό του, συγκρουόταν τακτικά με τις αρχές της τάξης, είχε δοσοληψίες με ληστές και διέπραξε πολλά ατοπήματα.

Με τον τρόπο της ζωής του, τις συχνές συγκρούσεις με την εξουσία, την οποία συμβόλιζαν τα μεταβατικά αποσπάσματα, και ειδικότερα οι χωροφύλακες, τις σχέσεις του με ληστές[7], με την επιθετική στάση και την τιμωρητική του διάθεση του έναντι των νοικοκυραίων, εμπόρων και τοκιστών του Αστακού, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν και υπερχρέωναν με τοκογλυφικές μεθόδους τους φτωχούς αγρότες της κωμόπολης και των γύρω χωριών, για να σφετεριστούν εν τέλει την περιουσία τους[8], με τις συχνές προσαγωγές του σε δίκη, τις φυλακίσεις και τις δραπετεύσεις του, έμοιαζε να ανήκει περισσότερο στη αγροτική-λαϊκή τάξη παρά στους εμποροκτηματίες, οι οποίοι συνεργάζονταν με το αυταρχικό κράτος.

Η συνολική στάση του Βασίλη γοήτευε και κολάκευε τους φτωχούς αγρότες και τους άπορους, οι οποίοι είχαν μια αφελή και δυαδική αντίληψη περί κοινωνίας. Γι’ αυτούς από τη μια μεριά υπήρχε ο κόσμος της «ορφάνειας» και της φτώχειας και από την άλλη οι νοικοκυραίοι και το κράτος με τα ντόπια όργανά του, το χωροφύλακα και τα μεταβατικά αποσπάσματα, που προκαλούσαν στον απλό λαό αισθήματα απέχθειας και μίσους. Η αγανάκτηση των πολιτών κατά των μεταβατικών αποσπασμάτων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε προτιμούσαν τους ληστές από αυτούς[9]. Έτσι στα μάτια του απλού λαού ο τολμηρός παλληκαράς Βασίλης, που ζούσε κατά καιρούς στις παρυφές της νομιμότητας και στιγματιζόταν από τους εχθρούς του ως λησταποδόχος[10], προσέλαβε διαστάσεις μυθικού ήρωα, σε τέτοιο βαθμό ώστε και πράξεις αντίστασης που διαπράχθηκαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όπως η εξόντωση του υβριστή μπέη του Δραγαμέστου, να αποδοθούν αναδρομικά στο Β. Τσέλιο[11]!

Στη δημοφιλία του Τσέλιου συντέλεσαν και ορισμένες ιδιότητες του χαρακτήρα του, όπως το παράτολμο θάρρος, το φιλότιμο, η έντονη δραστηριότητα, ο αυθορμητισμός και η εκρηκτικότητά του, συνδυαζόμενα με παροιμιώδη ψυχραιμία, ηράκλειες σωματικές διαστάσεις, μεγάλη μυϊκή δύναμη[12] και αντοχή στις καιρικές αντιξοότητες και κακουχίες[13]. Μια άλλη ιδιαιτερότητα του Βασίλη ήταν η χαρακτηριστική έρρινη προφορά του. Παραθέτουμε στη συνέχεια μία από τις ιστορίες του προαναφερόμενου βιβλίου:

Ο Βασίλης Τσέλιος στις φυλακές Μεσολογγίου

«Κάποιο βράδυ στο χωριό Δραγαμέστο μεγάλη κίνηση παρατηρούνταν από ατίθασους Ξηρομερίτες, που αποτελούσαν τη λεγόμενη παλιόκαπα[14]. Ο Βασίλης Τσέλιος κάτι τους έλεγε και αυτοί φώναζαν και ούρλιαζαν, λέγοντας: —Κοντά σου θα πεθάνουμε!

Το άλλο πρωί με το σκάσιμο του ηλιού, όλο αυτό το ανθρωπολόγι κατέβαινε προς τον Αστακό με οδηγό, καβάλα στο άλογό του τον Τσέλιο. Σαν έφτασαν στον Αστακό έσπασαν τις πόρτες από τα μαγαζιά και πήρανε ό,τι βρήκαν μέσα από τα εμπορικά, τσαγκάρικα, παντοπωλεία, έγινε πραγματική λεηλασία. Αφού κατέλυσαν τις αρχές, καθίσανε δυο μέρες και, αφού ρήμαξαν τα πάντα, αποτραβήχτηκαν στα μέρη τους.

Αυτό θεωρήθηκε από την κυβέρνηση σαν ανταρσία, αποκήρυξαν τον Τσέλιο και ένας λόχος ευζώνων ξεκίνησε από το Μεσολόγγι, για να πιάσουν τον αρχηγό της ανταρσίας το Βασίλη Τσέλιο.

Φτάνοντας στο Αχίλλειο [=Βασιλόπουλο][15] βρήκαν τον Τσέλιο να κάθεται στο καφενείο και να πίνει τσίπουρο. Ο επικεφαλής του λόχου λοχαγός του παρήγγειλε να παρουσιαστεί μπροστά τους, χωρίς όμως αυτός να ανταποκριθεί στην εντολή. Ο αδερφός του Γιωργάκης Τσέλιος, δήμαρχος τότε του Αστακού, τον παρακαλούσε να παρουσιαστεί στο λοχαγό, αλλά αυτός δεν έδωσε καμιά σημασία. Τότε ο λοχαγός δρασκέλισε με το ένα του πόδι το κεφαλόσκαλο της πόρτας και του λέγει:

 —Καπετάν Τσέλιο, έχω διαταγή από την κυβέρνηση να σε συλλάβω.

—Αν κάνεις ακόμη ένα βήμα, του απαντάει ο Τσέλιος, θα σου πάρω το κεφάλι, και τράβηξε την πάλα.

Τον χιλιοπαρακάλεσε ο αδερφός του να ησυχάσει, λέγοντάς του:

 —Μη, Βασίλη, και θα καταστραφούμε, αν κάνεις κάτι τέτοιο.

Τότε παραγγέλνει να σελώσουν το άλογό του και, αφού ανέβηκε καβάλα, τράβηξε μπροστά και από πίσω ακολούθησαν οι εύζωνοι, οι οποίοι τον οδήγησαν στις φυλακές του Μακρή, στο Μεσολόγγι.

Κάποια μέρα πέρασε έξω από τη φυλακή ο Γρίβας, τον είδε και του λέγει:

—Όπως έστρωσες, έτσι θα κοιμηθείς. Καλά είσαι αυτού μέσα.

Αγαναχτισμένος ο Τσέλιος, τον περιέλουσε με ένα ανείπωτο υβρεολόγιο και μετά αρπάζοντας με δύναμη τη σιδεριά του παραθυριού φώναξε:

—Θέλω και μένω, δε με κρατούνε, κερατά, τα σίδερα.

Ταυτόχρονα, με μία σπρωξιά στράβωσε τη σιδεριά που ήταν ως τότε ίσια και μένει ακόμη στραβή για να θυμίζει τη δύναμη του άντρα εκείνου[16]».

Η ιστορία αυτή, η οποία καταγράφηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, με βάση την αφήγηση της Λαμπρινής Παπασπύρου (ηλικίας τότε 75 ετών) από το Βασιλόπουλο[17], εκτυλίσσεται στο Δραγαμέστο, τον Αστακό, το Βασιλόπουλο και το Μεσολόγγι. Το κείμενο θέτει μερικά σημαντικά ερωτήματα. Υπόκειται στην αφήγηση ένας ιστορικός πυρήνας; Αν ναι, κατά πόσο αποδίδεται η ιστορική πραγματικότητα; Πότε συνέβησαν τα αναφερόμενα γεγονότα;

Απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνεται στην παρακάτω επιστολή που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1862 και υπογράφεται από ανώνυμο Αστακιώτη, προφανώς οπαδό και θαυμαστή των αδελφών Τσέλιου: Παράλληλα το πολύτιμο αυτό κείμενο, το οποίο έχει μείνει μέχρι σήμερα απαρατήρητο, μπορεί να αξιοποιηθεί για μια πληρέστερη ανασύνθεση των επαναστατικών γεγονότων που οδήγησαν στη ανατροπή του Όθωνα και της δυναστείας των Vittelsbacher:

 

«Κύριε Συντάκτα τῶν Ἑλληνικῶν Χρονικῶν,

Ἐπειδὴ εἰς πολλὰ μέρη ἐγένετο λόγος, καὶ πολλὰ εἰς πρόσωπα ἐπίσημα ἐγράφησαν περὶ τῆς κατὰ τὴν ἐνταῦθα ἀνακηρυχθεῖσαν ἐπανάστασιν ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν Τσέλιου συμβάσης ἀταξίας, παρακαλῶ χάριν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὑπολήψεως τῶν ἀδελφῶν Τσέλιου νὰ δημοσιεύσητε τ’ ἀκόλουθα.

Οἱ ἀδελφοὶ Τσέλιου ἔχοντες πρὸ πολλοῦ συνεννόησιν μετὰ τοῦ ἀειμνήστου στρατάρχου Θ. Γρίβα, ἅμα ὑπὸ τούτου εἰδοποιήθησαν περὶ τῆς ἡμέρας τῆς ἐνδόξου κατὰ τοῦ Ὄθωνος ἐπαναστάσεως, εὐθὺς ἐξῆλθον εἰς τὰ χωρία τοῦ Ξηρομέρου, καί, συλλέξαντες περὶ τοὺς 200 Ξηρομερίτας εἰσῆλθον εἰς Ἀστακὸν καὶ ἐκήρυξαν τὴν ἐπανάστασιν, καταλύσαντες τὴν δημοτικὴν Ἀρχήν, εἰς τὸ κατάστημα τῆς ὁποίας διενυκτέρευσαν, ὡς καὶ εἰς τὸν στρατῶνα τῆς χωροφυλακῆς. Παραλείπων τὴν ὁποίαν τὰ ὄργανα τοῦ πεπτωκότος συστήματος ἐμελέτησαν μετὰ τῆς τότε σταθμευούσης ἐνταῦθα χωροφυλακῆς ἀντίστασιν κατὰ τῶν ἐπαναστατῶν∙ οἷον Ν. Στεργιάτος δημαρχῶν καὶ συντροφία, εἰς ἣν ὅμως δὲν ἐπέμειναν, καὶ διότι ἦσαν ὀλίγοι καὶ διότι πολλαὶ τοῖς ἐγένοντο παρατηρήσεις (τὸ λέγω πρὸς τιμήν των) ὑπὸ τῶν οἰκοκυραίων Φιλ[αρέτου] Μαγγίνα, Γρηγ. Β. Χασάπη,  ὅλων τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων καὶ τοῦ ἰατροῦ Χρ. Γαζῆ, ἀναφέρω μόνον ὅτι μετὰ τὴν κήρυξιν τῆς ἐπαναστάσεως τινὲς τῶν ὀπαδῶν τῶν ἀδελφῶν Τσέλιου ἐζήτησαν ν’ ἀνοιχθῇ ἓν καφφενεῖον τοῦ Ἀποστ. Ξύδη, ὅπως πίωσι καφφὲ καὶ ρακῆ, ἀφοῦ ἐστεροῦντο καὶ [[18] …ἀρνηθέντος δὲ τοῦ καφφε-/]τζῆ, τὸ ἤνοιξαν βιαίως καὶ ὀργισθέντες ἐδόθησαν εἰς τὴν οἰνοποσίαν καὶ καφφεποσίαν, καὶ μετὰ ταῦτα προσέβαλον τὰ μαγαζεῖα τῶν Τσούρου [=Τζούρου] καὶ Τσολάκη [=Τζολοπούλου], ἀμφοτέρων ξένων, ὅπερ μαθόντες οἱ ἀδελφοὶ Τσέλιου ἔδραμον ἀμέσως πρὸς κώλυσιν τῶν ἀταξιῶν τούτων καὶ δι’ ἀπειλῶν καὶ γρόνθων κατώρθωσαν νὰ τοὺς ἐκδιώξουν καὶ εὐθὺς ἀπῆλθον τοῦ Ἀστακοῦ νύκτωρ ἀγανακτοῦντες κατὰ τῶν ταραξιῶν τούτων, καὶ λυπούμενοι διὰ τὰς συμβάσας εἰς τοὺς εἰρημένους ἐμπόρους ζημίας, αἵτινες δὲν εἶναι μεγάλαι ὡς ὑπό τινων ἐχθρῶν παρεστάθησαν καὶ ἀνεκοινώθησαν∙ ἡ μεγαλυτέρα δὲ ζημία συνέβη μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν ἀδελφῶν Τσέλιου ὑπό τινων ἀπόρων, ἐντοπίων καὶ ξένων, καὶ τῶν κλητήρων τῆς δημαρχίας. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Τσέλιου οὐ μόνον δὲν ἤγγιξαν τὰ γραφεῖα (ίσως ταμεῖα) καὶ τὸ δημοτικόν, ὥς τινες ψευδῶς καὶ ἀπὸ κακοσύνην των διέδωκαν καὶ ἔγραψαν, ἀλλ’ οὐδὲ τὸ τελωνεῖον καὶ τὰς δημοσίας ἀποθήκας, ὅπερ μαρτυρεῖ τὴν ἁγνότητα τῶν αἰσθημάτων των καὶ τοῦ σκοποῦ των. Ταῦτα ἐν συντόμῳ καὶ τοιαῦτα τὰ ἐνταῦθα κατὰ τὴν ἐπανάστασιν συμβάντα πρὸς γνῶσιν τοῦ κοινοῦ καὶ τῆς ἀληθείας χάριν. Ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ ἀφιλοκέρδεια τῶν ἀδελφῶν Τσέλιου εἰσὶ γνωστὰ καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι χρεία ὑπερασπίσεως αὐτῶν»[19].

Από τη σύγκριση της προφορικής ιστορίας και της επιστολής προκύπτει ότι η υπό συζήτηση λαϊκή παράδοση έχει συναρμολογηθεί από δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες. Η πρώτη αναφέρεται στα γεγονότα της επανάστασης του 1862 στον Αστακό υπό την ηγεσία των αδελφών Γεωργίου και Βασιλείου Τσέλιου. Η εξέγερση, η οποία οδήγησε τελικά στην καθαίρεση του βασιλιά Όθωνα, ξεκίνησε από τη Βόνιτσα με πρωτοβουλία του Θ. Γρίβα, με τον οποίο οι αδελφοί Τσέλιου προηγουμένως είχαν συνεννοηθεί, και επεκτάθηκε στη υπόλοιπη Δ. Ελλάδα, την Πάτρα και την Αθήνα. Η δεύτερη ιστορία αναφέρεται σε μεταγενέστερα γεγονότα που οδήγησαν στη φυλάκιση του Βασίλη Τσέλιου στο Μεσολόγγι, και επομένως δε συνδέεται με την εξέγερση του 1862. Τα γεγονότα της δεύτερης ιστορίας ανήκουν σε εποχή που είχαν διαταραχθεί οι άλλοτε στενές φιλικές σχέσεις μεταξύ Θ. Γρίβα και της οικογένειας Τσέλιου.

Η λαϊκή παράδοση αποδίδει με πιστότητα τα γεγονότα. Το ανθρωπομάνι ξεκίνησε από το Δραγαμέστο, όπου κατοικούσε η οικογένεια Τσέλιου και όπου υψώνεται μέχρι σήμερα το επιβλητικό, αλλά ερειπωμένο αρχοντικό της, και όδευσε προς τον Αστακό με προπορευόμενο τον έφιππο Βασίλη. Φτάνοντας στον Αστακό ο μικρός αυτός στρατός λεηλάτησε τα μαγαζιά (εμπορικά, τσαγκάρικα, παντοπωλεία κλπ.) και κατέλυσε τις αρχές. Η διαμονή της παλιόκαπας  στον Αστακό βάσταξε δύο ημέρες. Ύστερα οι άντρες αποτραβήχτηκαν στα χωριά τους.

Σχετικά με τα μαγαζιά της κωμόπολης την εποχή αυτή αντλούμε πληροφορίες από τον εκλογικό κατάλογο του δήμου Αστακηνών (1865). Υπήρχαν τότε τέσσερα καφενεία, με ιδιοκτήτες τους Ανδρέα Αρσενικό, Κων/νο Βλάχο, Αναστάσιο Μπεράτη και Απόστολο Ξύδη. Υπήρχαν επίσης καταστήματα, τα οποία ανήκαν σε εμπόρους της πόλης. Η εμπορική τάξη του Αστακού συγκροτούνταν τότε από εκπροσώπους των οικογενειών Δεμερούκη (1), Ζούλα (2), Καραμούζη (1), Κασσανού (1), Κλοζωρή (1), Κρασά (2), Κυριάκου (1), Μαγγίνα (2), Μακρή (1), Μπαμπούρη (2), Νικήτα (1), Παπαδημητρίου (1), Παπανικολάου (1), Πέτα (2), Προίκα (1), Στεργιάτου (2), Τζολοπούλου (1), Τζόλη (1), Τζούρου (1) και Χασάπη (3). Στους επαγγελματίες συγκαταλέγονταν οι καπνοπώλες Ι. Τέλιος και Π. Τσούτσουρας και οι βιοτέχνες: οι δύο αρτοποιοί Χρήστος Διβάρης και ο Δ. Μαγγίνας και οι τρεις μυλωθροί με τους μύλους τους (Κ. Γάτος, Α. Λημέρης και Ν. Μπαμπούρης), οι κρεοπώλες αδελφοί Διαμαντούλη και ο Απ. Φλέτζης, οι σιδηρουργοί (δύο αδελφοί Αυγέρη), ο χρυσοχόος Γ. Χρυσικός, ο μαραγγός Ευστ. Μπαμπούρης, οι τσαρουχάδες (άλλως σανδαλοποιοί) πατέρας και υιός Δρακόπουλοι (καταγόμενοι από τη Σκουρτού), Σπ. Κακούσης, Β. Κλοζωρής, Γ. Παπουτσής και άλλοι επαγγελματίες[20].   

Η επιστολή δίνει πολλές και χαρακτηριστικές λεπτομέρειες των γεγονότων, ενώ ο επιστολογράφος προσπαθεί να αποδείξει ότι οι αδελφοί Τσέλιου δεν ευθύνονται για τις λεηλασίες και τις καταστροφές και ότι αντίθετα προσπάθησαν να αποτρέψουν τη λεηλασία («λυμούρα» στο ληστρικό λεξιλόγιο της εποχής) και να αναχαιτίσουν τους οπαδούς τους. Μία από τις πρώτες ενέργειες των επαναστατών ήταν η κατάλυση της δημοτικής αρχής, που εκπροσωπούσε ο δημαρχών Ν. Στεργιάτος. Ο Στεργιάτος και οι συνεργάτες του σκέφτηκαν προς στιγμή να προβάλουν αντίσταση στους επαναστάτες, σε συνεργασία με τη χωροφυλακή. Ωστόσο μερικοί «οικοκυραίοι» του τόπου, δηλαδή εύποροι πολίτες με κύρος, ο Φιλάρετος Μαγγίνας[21] και ο Γρηγόριος Β. Χασάπης[22], καθώς και ο γιατρός Χρήστος Γαζής[23], έπεισαν το Στεργιάτο να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα, για να αποφευχθεί πιθανή αιματοχυσία. Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Αστακού από τις αρχές του 1861 αναφέρουν ως προϊστάμενο του Συμβουλίου το δημαρχεύοντα πάρεδρο Νικόλαο Αθ. Στεργιάτο, ενώ οι «οικοκυραίοι» Φιλάρετος Μαγγίνας και Γρηγ. Χασάπης περιλαμβάνονται στο 8μελές Δημοτικό Συμβούλιο, καθώς και οι Κώνστας Μικέλη Χασάπης, Δ. Καραμούζης, Γ. Μάντζαρης,  Ιω. Καρούσος, Ν. Γιαννούλης και Αλέξιος Καλούσης[24]. Οι εισβολείς διανυκτέρευσαν στο στρατώνα της χωροφυλακής. Έτσι επιβεβαιώνεται η λαϊκή παράδοση που κάνει λόγο για διήμερη παραμονή των επαναστατών στον Αστακό. Ωστόσο η ίδια παράδοση δε διακρίνει τις δραστηριότητες που έλαβαν χώρα κατά την πρώτη και δεύτερη ημέρα. Σύμφωνα με την επιστολή και πάλι, τη δεύτερη μέρα  οι Ξηρομερίτες επιτέθηκαν στο καφενείο του Απόστολου Ξύδη[25], που ήταν τότε το σημαντικότερο της πόλης, καθώς εκεί γίνονταν οι πλειστηριασμοί. Επειδή προφανώς ο καφετζής αρνήθηκε να τους ανοίξει (από το κείμενο έχει εκπέσει μια γραμμή στο σημείο αυτό), για να πιουν καφέ και ρακί, παραβίασαν την πόρτα και επιδόθηκαν στην οινοποσία. Σειρά είχαν τα μαγαζιά (εμπορικά) του Γ. Τζούρου και του Τσολάκη/ Τζολοπούλου[26]. Και οι δύο χαρακτηρίζονται ως ξένοι, προφανώς επειδή είχαν μετακομίσει σχετικά πρόσφατα στον Αστακό. Τα δύο αδέλφια Τσέλιου ειδοποιήθηκαν, σύμφωνα με το συντάκτη, για τις λεηλασίες και έσπευσαν επί τόπου, όπου κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους ταραξίες με γροθιές και απειλές. Οι ίδιοι εγκατέλειψαν τη νύκτα την πόλη, γεμάτοι λύπη για τις αταξίες των οπαδών τους, οι οποίες πάντως, όπως ισχυρίζεται ο επιστολογράφος, δεν ήταν τόσο μεγάλες, όπως παραστάθηκαν από τους εχθρούς τους, και οι περισσότερες έλαβαν χώρα μετά την αναχώρηση των αδελφών. Δράστες των λεηλασιών ήταν κατά την επιστολή μερικά ντόπια και ξένα λούμπεν στοιχεία που δεν είχαν πόρους ζωής, καθώς και οι κλητήρες της δημαρχίας. Απόδειξη των αγνών προθέσεων των αδελφών ήταν κατά το συντάκτη της επιστολής το γεγονός ότι δεν άγγιξαν το τελωνείο (προφανώς για να ληστέψουν τις προσόδους του), τις δημόσιες αποθήκες (όπως συνέβη κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1832 και κατά την αντιβαυαρική εξέγερση-επανάσταση του 1836) και το δημοτικό σχολείο.

Συγκρίνοντας τις δύο περιγραφές μπορούμε να πούμε ότι η λαϊκή παράδοση είναι περισσότερο σύντομη και δε διασώζει άλλα ονόματα εκτός αυτών των δύο αδελφών, ωστόσο είναι πιο αντικειμενική από την περιγραφή της επιστολής. Φαίνεται ότι οι κατηγορίες για συμμετοχή των αδελφών στις λεηλασίες, τις οποίες προσπαθεί να ανασκευάσει η επιστολή, ανταποκρίνονται επί της ουσίας στην πραγματικότητα, αλλά αυτή η πραγματικότητα ενοχλούσε μόνο τους πολιτικούς αντιπάλους των αδελφών Τσέλιου στον Αστακό (Στεργιάτο και συντροφία), ενώ για τον κοινό λαό οι ληστρικές έστω δραστηριότητες των αδελφών και ιδιαίτερα του Βασίλη αποτελούσαν αφορμή θαυμασμού.

Αλλά πότε συνέβησαν τα γεγονότα που ιστορεί το δεύτερο από τα δύο μέρη, από τα οποία συγκροτείται η λαϊκή παράδοση, και ειδικότερα γιατί και πότε ο Βασίλης Τσέλιος κλείστηκε στις φυλακές του Δ. Μακρή στο Μεσολόγγι; Στα μεταγενέστερα αυτά «κατορθώματα» του Βασίλη αναφέρεται πιθανώς η επιστολή που δημοσιεύτηκε στον Τύπο με αφορμή τις βουλευτικές εκλογές του 1867, στις οποίες ο Γ. Τσέλιος, ήδη δήμαρχος Αστακού από το 1866, απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής. Ο συντάκτης, ο οποίος προφανώς ανήκε στους πολιτικούς αντιπάλους των αδελφών, επιχαίρει για την πολιτική τους ήττα και τους καταλογίζει διάφορες ληστρικές και παράνομες πράξεις:  

«[...] διώκτης τῆς λῃστείας καὶ φίλος τῆς τάξεως! Ἀλλ’ αὐτὸς ὀλίγον χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω [γεγονότα που συνέβησαν στα τέλη του 1863 μετά την έλευση του βασιλιά Γεωργίου] ἐξῆλθε λῃστὴς εἰς τὴν ἐπαρχίαν, καὶ συλληφθεὶς παρὰ τοῦ τότε ἀρχηγοῦ Μαμούρη, ἐτέθη εἰς τὰς φυλακὰς τοῦ Μεσολογγίου, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐδραπέτευσε. Κατὰ συνέπειαν διετάχθη νὰ μεταβῇ πρὸς σύλληψίν του ὁ ἀντιμοίραχος Σπυριδιών∙ οὗτος μεταβὰς εἰς Ἀστακὸν ἔτυχεν αὐτόν, ὁ δὲ Τσέλιος ἀντισταθεὶς ἐπυροβόλησεν. Ἐγένοντο τότε ἀνακρίσεις, ἀλλ’ ἕνεκα τῶν ἐκτάκτων τότε περιστάσεων δὲν ἔφθασαν αὗται εἰς τέλος»[27].

Στο παρατιθέμενο απόσπασμα της επιστολής μπορεί εύκολα να μαντέψει κανείς ποιος ήταν ο δράστης των περιγραφόμενων πράξεων που τελέστηκαν στη διάρκεια της μεσοβασιλείας (1862-64). Πρόκειται αποκλειστικά για το Βασίλη Τσέλιο, διότι από 10.12.1862 μέχρι 16.11.1864, άρα και στα τέλη του 1863, οπότε διαδραματίζονται τα γεγονότα του παραθέματος, ο Γ. Τσέλιος βρισκόταν στην Αθήνα, όπου συμμετείχε στις εργασίες της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης (1862-1864). Εκτός αυτού, ο Γεώργιος Τσέλιος, ως εγγράματος και συνετός, απέφευγε ενέργειες που μπορούσαν να τον εκθέσουν και προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει τις εκρηκτικές αντιδράσεις  του Βασίλη. Τα γεγονότα (υποτιθέμενη ληστρική δραστηριότητα του Βασίλη, σύλληψη, φυλάκιση, δραπέτευση, αντίσταση κατά της αρχής και ανακρίσεις) τοποθετούνται στην περίοδο της μεσοβασιλείας (1862-1864), και ακριβέστερα στο διάστημα που μεσολαβεί από την έλευση μέχρι την ενθρόνιση του Γεωργίου Α΄.

Οι δραστηριότητες του Β. Τσέλιου και του αδελφού του απασχόλησαν την αγγλική εξωτερική πολιτική, προφανώς επειδή οι δύο αδελφοί υποστήριζαν το γαλλικό κόμμα του Ι. Κωλέττη. Σε έγγραφο του Mr. Erskine από 15 Ιανουαρίου 1865 επισημαίνονται τα εξής: «Τον προηγούμενο Ιούλιο ο λήσταρχος Βασίλης Τζέλιος μεταφέρθηκε από την Κέρκυρα στο Μεσολόγγι, για να δικαστεί με την κατηγορία της ληστοπραξίας. Ανήκε σε μια ισχυρή οικογένεια του Δραγαμέστου και ο πρεσβύτερος αδελφός του ήταν ένας από τους πληρεξούσιους της Ακαρνανίας στην Εθνική Συνέλευση. Τον Οκτώβριο του 1863 επιτέθηκε σε ένα τόπο ονομαζόμενο Ostalio, [=Αστακό] και επέβαλε συνεισφορά 3.000 δρχ.»[28]. Προφανώς το κείμενο αναφέρεται στα γεγονότα που έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 1862 (και όχι του 1863) στον Αστακό. Στην ανασύνθεση της πορείας των γεγονότων συμβάλλει και η πληροφορία της εμπιστευτικής αυτής αναφοράς ότι ο Β. Τσέλιος μεταφέρθηκε τον Ιούλιο του 1864 από την Κέρκυρα στο Μεσολόγγι, για να δικαστεί.

Η υποτιθέμενη ληστρική δραστηριότητα του Βασίλη, η φυλάκισή του και τα συναφή γεγονότα αποτελούν μια δεύτερη αυτοτελή ιστορία, η οποία συνδυάστηκε και συγχωνεύθηκε με τα γεγονότα της επανάστασης του 1862 στον Αστακό σε ένα αφηγηματικό σώμα. Στη λαϊκή αφήγηση φυσικά η εικόνα του Βασίλη ωραιοποιείται με την απάλειψη των παράνομων πραξέων του. Ο Βασίλης συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές, όχι γιατί διέπραξε παράνομες πράξεις, αλλά για τη λεηλασία των εμπορικών της κωμόπολης από τους οπαδούς του και για αντίσταση κατά της αρχής. Στη λαϊκή παράδοση η αντίσταση κατά της αρχής μετατοπίζεται πριν από τη σύλληψη του Βασίλη. Γενικά μια σύγκριση της λαϊκής αφήγησης, η οποία πρέπει να είναι σύντομη, δομημένη (με αρχή, μέση και τέλος) και διδακτική, με τα φλύαρα και μεροληπτικά αφηγήματα του Τύπου αποκαλύπτει τις στρατηγικές που χρησιμοποιεί η λαϊκή σκέψη και φαντασία, προκειμένου να τροποποιήσει, να συμπυκνώσει και να αναδιατάξει τα γεγονότα  της ιστορικής πραγματικότητας.

Οι παράνομες πράξεις του Βασίλη Τσέλιου ερμηνεύονται διαφορετικά στις διάφορες «φιλαλήθεις» επιστολές στις εφημερίδες της εποχής, ανάλογα με την οπτική γωνία του επιστολογράφου κάθε φορά. Όπως προκύπτει από επιστολή του 1866, ακόμη και οι οπαδοί του αναγνώριζαν ότι οι δραστηριότητές του ήταν αμφίβολης νομιμότητας, αν και εύρισκαν ελαφρυντικά γι’ αυτές τις πράξεις στις απηνείς διώξεις που οι εχθροί της οικογένειας Τσέλιου εξαπέλυσαν εναντίον της μετά την έλευση του Γεωργίου Α΄, παρά τους συνεπείς  δημοκρατικούς αγώνες της[29]. 

Άλλοι θεωρούσαν ότι «τὰ περὶ συνεννοήσεως μετὰ λῃστῶν κλπ. τοῦ Β. Τσέλιου εἶναι ὅλως ἀνύπαρκτα καὶ ψευδῆ καὶ συκοφαντία τῶν γνωστῶν τοπικῶν ἀντιπάλων του», επικαλούμενοι το θερμό εθνικό φρόνημα του Β. Τσέλιου και άλλων νέων: «καὶ ὁ νέος οὗτος καὶ οἱ λοιποὶ τῆς ἐπαρχίας μαις ἐνθουσιῶσι διὰ τὰ τῆς Κρήτης» (Επιστολή εκ Βονίτσης με ημερομηνία 30.10.1866)[30].

Μεγάλο ενδιαφέρον για τη στάση και συμπεριφορά του Βασίλη Τσέλιου, ο οποίος πάντοτε αυτοπροσδιοριζόταν ως «κτηματίας», όπως και ο αδελφός του Γεώργιος, απέναντι στους εμπόρους και τοκιστές παρουσιάζει το ακόλουθο απόσπασμα από δημοσίευμα του Τύπου: «Ἐρχόμεθα ἤδη καὶ εἰς τὸ αἰχμάλωτον Τζοῦρον, τὸ νέον τοῦτο θῦμα τοῦ Τζέλιου. Ὁ δυστυχὴς αὐτὸς εἶχε μεταβῆ εἰς Μάνιναν ἵνα συνάξῃ βερεσέδια, ὁ δὲ Τζέλιος μετέβη ἐπίσης εἰς Μαΐναν ἐπὶ τῷ προσχήματι δῆθεν νὰ ζυγήσῃ βαλανίδια τοῦ γαμβροῦ του, πράγματι δὲ νὰ κατασκοπεύσῃ αὐτὸν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς λῃστάς, μεθ’ ὧν εἶχε συνεννοηθῆ. Τοῦτο καὶ ἐγένετο, ὁ δὲ Τζέλιος τὴν ὥραν τοῦ συμβάντος ὄχι μόνον δὲν ἐξῆλθεν, ὡς ὁ Τατζέλος [Μαυρομμάτης] ἐν τῇ δίκῃ ἰσχυρίζεται ἀναιδῶς ψευδόμενος, εἰς καταδίωξιν τῶν λῃστῶν, ἀλλ’ ἔλαβε τὴν ἀντίθετον ἐκείνων ὁδὸν καὶ ἀπέτρεπε μάλιστα τοὺς πολίτας νὰ διευθυνθῶσι πρὸς καταδίωξίν των. Ὁ δὲ φονευθεὶς Παβέλης ἁρπάσας τὸ πυροβόλον του μετὰ τοῦ Γεωργίου Κουτζομπίνα ἔτρεξε πρὸς καταδίωξιν τῶν λῃστῶν, ὅπου καὶ ἐφονεύθη. Τοιαῦτα εἶναι τὰ ἆθλα τοῦ Τζέλιου, ὅστις ὡς ἐκ τῶν ἀνακρίσεων ἀποδεικνύεται καὶ ὡς κοινῶς ὁμολογεῖται, ὄχι μόνον διὰ τὸ Τζοῦρον, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν Παπαζώην καὶ διὰ τὸν αἰχμαλωτισθέντα Ἄγγλον[31] εἶχε συντροφίαν μετὰ τῶν λῃστῶν. Χάρις δὲ εἰς τὰ χρήματα τοῦ Παπαζώη καὶ τοῦ Τζούρου ὁ Τζέλιος ἐφάνη λίαν ἀφειδὴς καὶ γενναῖος κατὰ τὴν τελευταίαν ἐκλογήν»[32].

Βαριές κατηγορίες για συνεργασία του Βασίλη Τσέλιου με ληστές διατυπώνει άλλη εφημερίδα, με αφορμή το διορισμό του από το στρατιωτικό Σκαλτσά ως διοικητή της εθνοφυλακής στους δήμους Αστακού και Οινιάδος. Ο συντάκτης  επικαλείται το γεγονός ότι ο Βασίλης είχε φυλακιστεί μαζί με τα μέλη της συμμορίας Δρίτσα και είχε παραπεμφθεί με βούλευμα για λησταποδοχή[33]. Κατηγορίες για πολιτική δραστηριοποίηση του νεότερου αδελφού Γεράσιμου Τσέλιου, τελώνη Βονίτσης, και του Βασίλη Τσέλιου ως Οδηγού της Εθνοφυλακής υπέρ του Τατσέλου Μαυρομμάτη διατυπώνει επιστολή που στάλθηκε από τη Βόνιτσα στις 15.03.1868[34].

Οι κατηγορίες για συμμετοχή στο ληστρικό κύκλωμα ενέπλεξαν το Β. Τσέλιο σε περιπέτειες με τη δικαιοσύνη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από στοιχεία που παραθέτει σε επιστολή του ο Ν. Αθ. Στεργιάτος, αντίπαλος του Γ. Τσέλιου στις δημοτικές εκλογές του 1870. Η επιστολή περιέχει και την ένσταση του Στεργιάτου για την εγκυρότητα της δημοτικής εκλογής που διενεργήθηκε στις 12.03.1870 με νικηφόρο αποτέλεσμα για το Γ. Τσέλιο. Η ένσταση έγινε δεκτή και η εκλογή επαναλήφθηκε χωρίς όμως να αλλάξει ο νικητής. Πριν από την ένσταση έχει επισυναφθεί στην επιστολή αναφορά, στην οποία γράφονται επί λέξει τα εξής:

«1) Ὁ ἀρχιλῃστὴς Ντρίτσας τότε μόνον συνελήφθη[35], ὅτε ἐφυλακίσθη ὁ Βασίλειος Τσέλιος. 2) Ὁ Β. Τσέλιος κατηγορήθη καὶ ἐδικάσθη ἐνώπιον τοῦ κακουργιοδικείου ἐπὶ ἑνώσει μετὰ λῃστῶν καὶ δῃώσει χώρας. 3) Ὁ αὐτὸς κατεδικάσθη παρὰ τῶν ἐν Μεσολογγίῳ πλημμελειοδικῶν πρὸ ἑνὸς ἔτους εἰς δεκατριῶν μηνῶν φυλάκισιν, μόλις δὲ συλληφθεὶς καὶ τεθεὶς εἰς τὰ φυλακάς, ‒διότι εἶχε δραπετεύσει κατὰ τὴν δίκην ἐκ τοῦ ἀκροατηρίου τοῦ Πλημμελειοδικείου, ‒ἀπελύθη διὰ βασιλικῆς χάριτος». Στην ένστασή του ο Στεργιάτος τονίζει ότι στις παραμονές των εκλογών, τις νύχτες της ογδόης προς την ενάτη και της ενάτης προς τη δεκάτη Μαρτίου 1870 οι αδελφοί Γ. και Β. Τσέλιος φιλοξένησαν στο αρχοντικό τους στο χωριό Δραγαμέστο τους ληστάρχους Ντελή, Λιαροκάπη, Μπαλάσκα και Ζαρκαδούλα, ενώ οι σύντροφοί τους διέμειναν στα πέριξ του χωριού. Τη δεκάτη Μαρτίου οι αρχηγοί και τα μέλη των συμμοριών μετέβησαν και διέμειναν στο Μέγα Λαγκάδι της Βελούτσας που απείχε δέκα λεπτά της ώρας από το αρχοντικό. Εκεί οι υπηρέτες της οικογένειας και κάτοικοι του χωριού μετέφεραν την άλλη μέρα το πρωί άφθονες τροφές και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι ληστές. Αυτή η πομπώδης εμφάνιση των ληστών, κατά το Στεργιάτο, απέβλεπε στον εκφοβισμό των εκλογέων. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά στη διάρκεια της εκλογής ο Βασίλης Τσέλιος, στάθηκε πάνω στη γέφυρα (γεφύρωνε κάποιο από τα λαγκάδια που διέσχιζαν τότε την κωμόπολη Αστακού με κατεύθυνση προς το λιμάνι), στο κεντρικότερο μέρος της αγοράς, και φώναξε απειλώντας τους πολιτικούς αντιπάλους του αδελφού του Γεωργίου: «Άιντε, όρε κερατάδες και όποιος από σας δεν ψηφοφορήσει τον Τσέλιο θα περάσει από του Λιαροκάπη το σπαθί»[36].

Τότε ο φρούραρχος Αστακού Όθων Κάρπου Παπαδόπουλος άρχισε ανακρίσεις και υποχρέωσε στις 11 Μαρτίου  το Β. Τσέλιο να υπογράψει ταπεινωτικό πρωτόκολλο, με το οποίο ομολογούσε την ενοχή του για τροφοδοσία και υπόθαλψη των ληστών (τριών ληστάρχων και 25 οπαδών τους) και υποσχόταν εντός 20 ημερών να υποδείξει στις διωκτικές αρχές τις ληστοσυμμορίες, ώστε να επέλθει η πλήρης εξόντωσή τους. Το πρωτόκολλο, το οποίο είχε συντάξει ο συμβολαιογραφών ειρηνοδίκης Ξηρομέρου Ηρακλής Νεμπάρης, συνυπέγραφε και ο αδελφός του Βασίλη και δήμαρχος Γεώργιος Τσέλιος[37]. Οι εκλογές ακυρώθηκαν και ο Β. Τσέλιος οδηγήθηκε ακόμη μια φορά στις φυλακές, προφανώς γιατί αποδείχτηκε πέρα από κάθε αμφιβολία η ενοχή του και επί πλέον δεν υλοποίησε τις ανειλημμένες βάσει του πρωτοκόλλου δεσμεύσεις του. Έτσι, όταν έγιναν οι επαναληπτικές εκλογές στις 13.08.1870, ήταν ακόμη στις φυλακές.

Τη χρονιά αυτή η πολιτική αντιπαράθεση των παρατάξεων Τσέλιου και Στεργιάτου καθώς και ο πόλεμος των καταγγελιών με επιστολές στις εφημερίδες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Έτσι απαντώντας στην ένσταση Στεργιάτου «Εἷς Φιλαλήθης», προφανώς οπαδός του Γ. Τσέλιου, καταλόγιζε με επιστολή εξ Αστακού από 8 Απριλίου 1870 στους αντιπάλους του και στο στενό συνεργάτη τους Ευ. Λαϊνά εκ Προδρόμου συνεργασία και σχέση με τους ληστές Λάμπρο Σέρκα και Δρίτσα[38]. Ανταπαντώντας ο Ν. Στεργιάτος με επιστολή του από 11 Μαΐου κατηγορεί το Γ. Τσέλιο ότι διέπραξε καταχρήσεις στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος κατά την τετραετία της δημαρχίας του (1866-1870) και ότι με ευθύνη αυτού και του αδελφού του οι εκλογές του 1870 διενεργήθηκαν  υπό το κράτος της ληστοκρατίας[39]. Με τη σειρά του ο Γ. Τσέλιος υποστήριξε ότι φίλοι του Ντελή δεν ήταν αυτός και ο Βασίλης, αλλά ο Ν. Στεργιάτος και ο κτηνοτρόφος Ευ. Λαϊνάς, επικαλούμενος το ότι δήθεν ο γιος του Στεργιάτου Σταύρος είχε αγοράσει τον οπλισμό του Ντελή από ένα ληστή, οπαδό του Λάμπρου Σέρκα, ενώ ο δεύτερος (Λαϊνάς) διέθεσε στο Ντελή το ποιμνιοστάσιό του για να κρυφτεί ο αρχιληστής, προτού εξοντωθεί στο δάσος της Μάνινας και στη θέση Άγιος Νικόλαος από τα μεταβατικά αποσπάσματα και την «παγάνα» 200 περίπου πολιτών. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι οι κατηγορίες του Στεργιάτου για οικονομικές ατασθαλίες ήταν καθαρές συκοφαντίες[40]. Στις 30 Απριλίου 1870 οι διωκτικές αρχές κατάφεραν να εξοντώσουν τη συμμορία του Σπύρου Ντελή και εντός των επόμενων 60 ημερών τις φοβερές ληστοσυμμορίες Μπακούκου και Μασούρα που λυμαίνονταν το Ξηρόμερο. Έτσι περιορίστηκε ουσιαστικά το φαινόμενο της ληστείας μετά τη φοβερή έξαρση που παρουσίασε κατά την πενταετία 1865-1870. Έκτοτε δεν ακούμε πια τίποτε για σχέσεις του Βασίλη Τσέλιου με ληστές.

Γενικά η στάση του Βασίλη έναντι της ληστείας ήταν από κάθε άποψη αντιφατική, διότι άλλοτε συνεργαζόταν με τους ληστές για να αποκομίσουν αυτός και ο αδελφός του πολιτικά και οικονομικά οφέλη και άλλοτε συνεργαζόταν με την Εθνοφυλακή  και συμμετείχε στις διώξεις εναντίον των ληστοσυμμοριών. Σύμφωνα μάλιστα με προφορική πληροφορία του Δημητρίου Γ. Καραβασίλη, ο ίδιος ο Βασίλης εξόντωσε το ληστή Σαραντάκο στο Μέγα Λαγκάδι, μια επιβλητική λαγκαδιά που οδηγεί από το παλιό Δραγαμέστο στη Βελούτσα[41]. Η αντιφατική αυτή από ηθική άποψη στάση υπαγορευόταν από την ιδεολογία της καταπιεζόμενης ελληνικής αγροτικής τάξης (θαυμασμός και συνειδητή μίμηση του προτύπου του κλέφτη και του ληστή που συγκρούεται με την κατεστημένη εξουσία[42] και αντιπάθεια προς τους εμπόρους και τοκιστές-καταπιεστές του αγρότη) και από το δημοκρατικό ιδεώδες, αλλά και από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς οικονομικής και πολιτικής φύσεως, διότι ο Βασίλης ως αδελφός του δημάρχου Αστακού για περισσότερα από δώδεκα χρόνια ήταν εκπρόσωπος ενός τοπικού εξουσιαστικού και ενός ευρύτερου εθνικού πολιτικού δικτύου, για την επικράτηση των οποίων όφειλε διαρκώς να μεριμνά.

Η διαπλοκή και οι διασυνδέσεις της κεντρικής πολιτικής εξουσίας και της τοπικής αυτοδοίκησης με τις συμμορίες αναλύθηκε από έλληνες και ξένους μελετητές του ληστρικού φαινομένου. Παρατηρήθηκε ότι «ἡ συμμορία ἀποτελοῦσε ἀνεπίσημο, ἀλλὰ οὐσιαστικὸ πολιτικὸ παράγοντα, τοῦ ὁποίου ἡ παρεμβολὴ στὴν πολιτικὴ διαδικασία διευκόλυνε τοὺς ἄμεσα ἐνδιαφερομένους καὶ ιδιαίτερα τοὺς ἰσχυρούς, ἀλλὰ καὶ «νομιμοποιοῦσε» τὴν παρανομία. [...] Ὁ ληστὴς ποὺ διέθετε προστάτη στὴν ἐξουσία ἦταν οὐσιαστικὰ «κρατικὸς ὑπάλληλος», ἄτυπο ὄργανο τῆς τάξεως. Οἱ δημοτικοὶ ἄρχοντες ὅπως καὶ οἱ τσελιγκάδες, ἦσαν αὐτοὶ ποὺ συνήθως ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς προστατευόμενες συμμορίες τῶν πολιτευτῶν καὶ ποὺ συχνὰ ἀνακαλύπτονταν καὶ διώκονταν ποινικά». Κατά την άποψη του Finlay η πολιτική διάσταση της ληστείας ήταν αποτέλεσμα των δεσμών αμοιβαίας προστασίας που ένωναν τους πολιτικούς με τους καπετάνιους και τους ληστάρχους σε επαρχιακό επίπεδο, με συνδετικό κρίκο το θεσμό της κουμπαριάς, ενώ ο Tuckerman συνέδεσε την πολιτική πλευρά της ληστείας με την πολιτική διαδικασία αλλά και με τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών πολιτικών παραγόντων της επαρχίας, οι οποίοι αναγκάζονταν να συνεργάζονται με τις τοπικές συμμορίες για την ασφάλεια των αγροτών που εργάζονταν στα κτήματά τους και για την πολιτική τους επικράτηση, όσο το κράτος αδυνατούσε να πατάξει τις συμμορίες αυτές[43].. 

Επειδή η τοπική ιστορία του Ξηρομέρου στη διάρκεια του 19ου και 20ού αι. αποτελεί μια πραγματική terra incognita (και σ’ αυτό το θέμα είναι τεράστια η ευθύνη του Ιονίου Πανεπιστημίου και των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων, Πατρών), δε γνωρίζουμε πάρα πολλά για τα τελευταία χρόνια της ζωής του Βασίλη. Το πεδίο μπορεί ίσως να φωτιστεί με τη διερεύνηση συμβολαίων και άλλων πηγών για την εσωτερική ιστορία του Αστακού στα ΓΑΚ Μεσολογγίου. Σε κάθε περίπτωση η οικογένεια Τσέλιου στη δεκαετία του 1880 διέμενε ακόμη στο αρχοντικό της στο Δραγαμέστο[44]. Όταν αυτό πουλήθηκε στον Κων/νο Γαλάνη, η οικογένεια Τσέλιου μετοίκησε στο ωραίο κτήμα της Βέλινας, μεταξύ Δραγαμέστου και Προφήτη Ηλία. Ένα μέρος της διέμενε εκεί μέχρι τις αρχές της Κατοχής, ενώ ένα άλλο μετοίκησε στον Αστακό. Ο θάνατος του Βασίλη έλαβε χώρα πιθανότατα στα τέλη του 19ου αι. και απαθανατίστηκε από τη λαϊκή μούσα στο ακόλουθο δημοτικό τραγούδι[45] που έχει διασωθεί και σε άλλες παραλλαγές:

Πικρά λαλούνε τα πουλιά, πικρά τα χελιδόνια,

πικρά λαλεί μαι πέρδικα μέσα απ’ τη φωλιά της.

-Βουνά μ’ του Ασπροπόταμου, νύφες του Ξηρομέρου,

τα μαύρα να φορέσετε, να λεροφορεθείτε,

γιατί’ ναι ο Τσέλιος, βαριά για να πεθάνει,

και τους γιατρούς καλέσανε και γιατρειά δεν έχει.

-Στείλτε και φέρτε, βρε παιδιά, τα δυο τα παλληκάρια,

Τον Κώτσο το λεβέντη μου, τον ψυχογιό, το Γιάννο.

Του Κώτσου δίνει το σπαθί, του Γιάννου την απάλα.

-Σε σας χαρίζω την τιμή και την παλληκαριά μου.

Ήμουν Τσέλιος περήφανος, το πρώτο παλληκάρι,

Στο Μεσολόγγι μ’ έρριξαν, στου Δ’μήτρη τα μπουντρούμια.

Τα χέρια μ’ τα περήφανα, τα μπράτσα μ’ τα γραμμένα,

Τα σίδερα κουνήσανε και τά ’καναν ζυμάρι.

Στο σαγγειλέα φώναξα, στο σαγγειλέα λέω.

Κοίτα την περηφάνεια μου, κοίτα τη λεβεντιά μου,

Ο Τσέλιος δεν κρατιέται εδώ, μέσα στη φυλακή σου.

Το τραγούδι αυτό τοποθετεί το θάνατο του ήρωα στα βουνά του Ασπροπόταμου. Από συμβόλαιο του 1880 προκύπτει ότι ο Βασίλης Τσέλιος νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά. Η δεύτερη σύζυγός του καταγόταν από το Βάλτο, ο οποίος στο τραγούδι δηλώνεται με τη συνεκδοχική έκφραση  «τα βουνά του Ασπροπόταμου». Φαίνεται ότι ο Βασίλης σε κάποιο ταξίδι του στο χωριό της γυναίκας του αρρώστησε βαριά. Οι καλύτεροι γιατροί της εποχής κλήθηκαν, αλλά αποφάνθηκαν ότι επίκειται ο θάνατος του ήρωα. Τότε ο Βασίλης κάλεσε κοντά του τους δυο γιούς του, το μεγαλύτερο Κωνσταντίνο και το μικρότερο Γιάννη και τους παρέδωσε, προτού πεθάνει, τα τιμημένα όπλα του, το σπαθί και την απάλα, ως πολύτιμη κληρονομιά κια παρακαταθήκη.     

Η οικογένεια Τσέλιου εξακολούθησε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην τοπική αυτοδιοίκηση του δήμου και της κοινότητος (από το 1911) Αστακού. Στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αι. εκλεγόταν επί δύο τετραετίες (1895-1903) δήμαρχος ο Νικόλαος Γ. Τσέλιος, ο οποίος διετέλεσε και νομάρχης το 1909 και πρόεδρος της κοινότητας Αστακού πιθανώς το 1911 και το 1913. Στα τέλη Μαΐου 1930[46] εξελέγη πρόεδρος της κοινότητος Αστακού «ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἐντίμους ἀνθρώπους τοῦ Ἀστακοῦ, ἄξιος τοῦ ἱστορικοῦ του ὀνόματος καὶ τῶν παραδόσεων τῆς οἰκογενείας του, ὁ κ. Σπυρίδων Τσέλιος, ὁ συνετὸς καὶ μεμετρημένος Ξηρομερίτης, εἰς τὰ χέρια τοῦ ὁποίου τὰ κοινοτικὰ ἡνία κρατιῶνται καλά»[47]. Ο θείος του Ιωάννης, κοινοτικός σύμβουλος, σκοτώθηκε στη διάρκεια του κυκλώνα που κατέστρεψε τον Αστακό στις 17.10.1934 (βλ. εκτενή δημοσιεύματα του ημερήσιου τύπου Αθηνών και Πατρών κατά τις ημέρες που ακολούθησαν). Η κόρη του Ιωάννη Ευρυδίκη νυμφεύθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 τον τοπικό ευεργέτη Κωνσταντίνο Δημητρούκα από το Δραγαμέστο που είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και διατηρούσε κτηματομεσιτικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Ο γάμος αυτός δε μακροημέρευσε. Ουσιαστικά το γεγονός που αποτέλεσε το λυκόφως της ιστορικής διαδρομής της ένδοξης οικογένειας Τσέλιου και οδήγησε στη διάλυση και τη διασπορά της ήταν η δολοφονία του Βασίλη Τσέλιου, εγγονού του Βασίλη και ηγετικού στελέχους της Εθνικής Αντίστασης. Σήμερα πια δε ζει στον Αστακό ούτε ένας εκπρόσωπος της οικογένειας που τόσο δοξάστηκε επί 100 ακριβώς χρόνια (1846-1945) στο Ξηρόμερο, το Δραγαμέστο/ Καραϊσκάκη και τον Αστακό!

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Στοιχεία γενεαλογίας της οικογένειας Τσέλιου  

Τα στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια είναι σχετικά ελλιπή, μπορούν όμως να αποτελέσουν τη βάση για περαιτέρω έρευνες στα ΓΑΚ Μεσολογγίου, ώστε να φωτιστεί πλήρως η γενεαλογία της ιστορικής οικογένειας Τσέλιου, τουλάχιστον μέχρι το 1945. 

Παιδιά του Νικολάου Τσέλιου Δραγαμεστινού (1799-1860), γενάρχη της οικογένειας, ήταν ο Βασίλειος (1825-1885 +), ο Γεώργιος (1827-1882+)  και ο Γεράσιμος (1836-1882+).

Παιδιά του Βασιλείου ήταν ο Κων/νος (1885-1944)[48] και ο Ιωάννης (μετά το 1885-17.10.1934)[49] και παιδιά του Γεωργίου η Αγλαΐα, την οποία ο ευπαίδευτος πατέρας της είχε αποστείλει, σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας, για να μορφωθεί στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρία[50], και οι  Αλεξάνδρα, Νικόλαος, Σπυρίδων και Αλεξάνδρα, με τη σειρά που αναγράφονται τα ονόματα στην επιτύμβια στήλη της οικογένειας στο νεκροταφείο της κωμόπολης. Ο συνδυασμός των πληροφοριών άγει στο συμπέρασμα ότι η διπλογραφή του ονόματος Αλεξάνδρα προέρχεται από λάθος και στη μία από τις δύο αναφορές πρέπει να αντικατασταθεί από το όνομα Αγλαΐα.

Παιδιά του Κων/νου ήταν ο Βασίλειος (καπετάν Γεροδήμος) (1919-1.7.1945), η  Ελένη (μετέπειτα σύζυγος Μανιώτη), η Γαρυφαλλιά, η Βασιλική (1929-89) που έμεινε άγαμη και η Παρασκευή που παντρεύτηκε το φαρμακοποιό και πρόεδρο της κοινότητας Αστακού Μιχαήλ Μαρίνο. Παιδιά του Ιωάννη ήταν ο Πάνος, ο οποίος μεταξύ 2 και 9 Αυγούστου 1931 απήγαγε την ωραιότατη Βασιλική Κολοβού εκ Δραγαμέστου[51], η Ευρυδίκη (1904-89), η οποία στη δεκαετία του 1920 παντρεύτηκε το διαμένοντα στη Ν. Υόρκη ευεργέτη της Ακαρνανίας Κωνσταντίνο Δημητρούκα, σε ένα γάμο που δε μακροημέρευσε, και η Παρασκευή ή Παρασκευούλα, η οποία τέλεσε τους αρραβώνες της με το Στυλιανό Μπελιέ στις 29.06.1931[52].

 Ο Νικόλαος Γεωργίου Τσέλιος διετέλεσε δήμαρχος στο χρονικό διάστημα 1895-1903, νομάρχης το 1909 και  πρόεδρος της κοινότητας Αστακού πιθανώς το 1911 και το 1913 (;). Είχε γιους το Γεώργιο και το Γεράσιμο που γεννήθηκαν το 1902 και το 1903, σύμφωνα με το Μητρώο Αρρένων Αστακού ή το 1901 και το 1902 αντίστοιχα, σύμφωνα με το Μαθητολόγιο του Δημοτικού Σχολείου Αστακού 1902-1913. Ο Νικόλαος Γ. Τσέλιος αποβίωσε στις 21.10.1918 σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερ/ίδας των Πατρών[53].

Ο Σπυρίδων Ν. Τσέλιος διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Αστακού στο διάστημα 30.05.1930-23.08.1931, οπότε τον διαδέχτηκε ο Αθανάσιος Γρηγ. Χασάπης, έως τότε αντιπρόεδρος[54].

Στο Βιβλίον Γάμων του Αγίου Νικολάου Αστακού αναφέρεται επίσης η Ελισάβετ Τσέλιου, η οποία σε ηλικία 25 ετών στις 17 Ιουλίου 1916 στο Δραγαμέστο ήλθε σε γάμο με το Δημοσθένη Στούπα από την Κατούνα. Επομένως η Ελισάβετ γεννήθηκε το 1891 και θα μπορούσε να είναι κόρη του Γεράσιμου Τσέλιου, του μικρότερου από τους τρεις γιους του Ν. Τσέλιου, γενάρχη της οικογένειας. Περαιτέρω στο Μητρώον Αρρένων του Δήμου Αστακού μνημονεύεται ο ο Τσέλιος Σπυρίδων του Βασιλείου και της Ευανθίας, έτος γέννησης 1930, άθεος ως προς το δόγμα, προφανώς επειδή είχε κομμουνιστικά φρονήματα. Πιθανότατα πρόκειται για εγγονό του Γεράσιμου Τσέλιου. Τούτ’ αυτό φαίνεται να ισχύει για το δικηγόρο Γεράσιμο Τσέλιο, ο οποίος εξελέγη βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935, και την Αργυρή Τσέλιου, σύζυγο του αξιωματικού Μαρτάκου που αγωνίστηκε στον Ελληνοϊταλικό Πολεμο και εξοντώθηκε από τα ιταλικά κατοχικά στρατεύματα. Τέλος στο Μαθητολόγιον Αρρένων του Δημοτικού  Σχολείου Αστακού 1902 αναφέρεται ο Επαμεινώνδας Κωνσταντίνου Τσέλιος που γεννήθηκε το 1895, ο οποίος θεωρητικά θα μπορούσε να είναι αδελφός του Γεροδήμου. Ωστόσο αυτό είναι αδύνατο, επειδή ο Κωνσταντίνος Τσέλιος, πατέρας του Γεροδήμου, ήταν μόλις 10 ετών, όταν γεννήθηκε ο Επαμεινώνδας (1895)!

Τέλος στη διάρκεια του τυφώνα που έπληξε τον Αστακό στις 18.10.1934, όπως είπαμε κα παραπάνω, έχασε τη ζωή του ο κοινοτικός σύμβουλος Ιωάννης Τσέλιος και τραυματίσθηκαν η Βασιλική Τσέλιου και ο Παναγιώτης Τσέλιος[55].

 

 



[1] Για τη δράση του Νικοτσέλιου του Δραγαμεστινού στη διάρκεια του Αγώνα, τις σχέσεις του με το στρατηγό Δήμο Τσέλιο και την αντιφατική του προσωπικότητα, βλ. Δ. Μιτάκης, Ὁ στρατηγὸς Δημοτσέλιος. Ἕνα ἴνδαλμα τοῦ Εἰκοσιένα καὶ ὁ πρωτοπόρος δημοκράτης τῆς Νέας Ἑλλάδος, Πάτρα 2003, σσ. 170-179, 448-451, 547-551.  

[2] Α. Β. Θεοχάρης, Στη Στερεά Ελλάδα με το Δημοκρατικό Στρατό, 1945-1949, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, σσ. 87-88. Ο συγγραφέας κατάγεται από τη Μπαμπίνη. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί φωτογραφία του Βασίλη Τσέλιου με τη στολή του αντάρτη.

[3] ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Γεωργίου Λαδά, Σειρά 1: Εκλογικά εντός κράτους, Φ. 7: Εκλογικά έγγραφα επαρχίας Βονίτσης-Ξηρομέρου, α. ε. 744 (αύ. αριθμ: 20).

[4] ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Γιάννη Βλαχογιάννη, Φ. 6: Εκλογικός κατάλογος Δήμου Αστακηνών, α. ε. 4, 9 (αύ. αριθ. 55, 283, 289).

[5] ΓΑΚ, Αρχείο Γραμματείας/Υπουργείου Εκκλησιατσικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, Σειρά 2: Δημόσια Εκπαίδευση, Φ. 1653: Εχίνου Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, α. ε. 27.

[6] «Ἀλήθεια» 22.03.1868, σ. 1, στ. 3.

[7] Σύμφωνα με το βρετανό ιστορικό E. Hobsbawm, Bandits, Pelican Books, 2η έκδοση, Suffolk 1972, σ. 17, οι ληστές πραγμάτωναν με τη δράση τους, ως προπολιτική μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, την «πρωτόγονη επανάσταση».

[8] Τέτοιοι έμποροι-τοκιστές που είχαν αρπάξει με τη μέθοδο του τοκογλυφικού δανεισμού τα χωράφια πολλών αγροτών του Ξηρομέρου ήταν ο Χρ. Τζούρος,οι αδελφοί Σδράλια κ. ά.  (βλ. Γ. Η. Παπατρέχας Το Χρονικό του Μαχαιρά Ξηρομέρου, Έκδοση Συλλόγου Μαχαιριωτών Αθήνας, επιμέλεια: Α. Σάββας, Αθήνα, χ. χ., σ. 60).

[9] «Ἀθηνᾶ», 03.01.1856, σ. 3, στ. 2: «Οἱ δὲ καλοὶ μας μεταβατικοὶ τί πράττουν; Μεταβαίνουν ἀπὸ χωρίου εἰς χωρίον, καταθλίβουν τοὺς πολίτας διὰ νὰ τοὺς χορηγοῦν τροφὰς τῆς ἀρεσκείας των. Ἀφοῦ δὲ φάγουν καὶ πίουν, ἐξαπλώνονται εἰς  τὰς διαφόρους οἰκίας αὐτῶν καὶ διατάσσουν τούτους νὰ ἐξέρχωνται τῶν οἰκιῶν των καὶ νὰ φυλάσσουν τὴν νύκτα τὸ χωρίον, ὅπου ἐνδιατρίβουν. Οἱ δὲ χωρικοὶ οὗτοι εὑρίσκονται σήμερον εἰς τοαύτην ἀγανάκτησιν, ὡς μᾶς γράφουν, ὥστε παρὰ τοὺς μεταβατικοὺς τούτους ἐπιθυμοῦν καλύτερα τοὺς λῃστάς».

[10] «Αἰὼν», 07.03.1868, σ. 2: «Λῃσταποδόχον καλοῦσι, τίνα νομίζετε; Τὸν ἀδελφὸν τοῦ νῦν δημάρχου Ἀστακοῦ καὶ πρώην ἐν τῇ Ἐθνοσυνελεύσει πληρεξουσίου κ. Γεωργίου Τζέλιου. Λῃσταποδόχον καλοῦσι τὸν Βασίλειον Τζέλιον, ὅστις τοσούτων συμπαθειῶν καὶ τόσης ἀγάπης ἀπαλαύει παρὰ τῶν συμπολιτῶν του Ἀκαρνάνων, ὥστε ἔλαβεν ὅλας σχεδὸν τὰς ψήφους ὡς δημοτικὸς σύμβουλος κατὰ τὰς παρελθούσας δημοτικὰς ἐκλογάς, ἐκεῖνον ὅστις ἐν τῇ μεταπολιτεύσει τοῦ Ὀκτωβρίου ἐστάθη ὁ δεξιὸς βραχίων τοῦ στρατηγοῦ Θ. Γρίβα, ὡς πρῶτος τότε ἐξ ὅλων τῶν Ἀκαρνάνων ὁπλαρχηγῶν δραξάμενος τὰ ὅπλα, λῃσταποδόχος καλεῖται αὐτὸς ὁ ἀνακαλύψας τοὺς ἐσχάτως φονευθέντας ἀρχιλῃστὰς παρὰ τῆς δημοσίου δυνάμεως, […] ὅστις εἶναι ὁ ἱπποτικώτερος χαρακτὴρ εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ τὸ πρότυπον τῆς γενναιότητος καὶ ἀνδρείας τῶν ἀγερώχων Ἀκαρνάνων».

[11] Πβλ. Μ. Καραμεσίνης, Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας, Έκδοση Πνευματικού Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Αστακού,  Αθήνα 2008, σσ. 205-206.

[12] Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της αναχαίτισης και εξουδετέρωσης μιας αφηνιασμένης αγελάδας από το Βασίλη Τσέλιο έξω από το κεντρικό καφενείο του Κολιού Λιάμη (αργότερα του Μακρυπίδη) στο Μαχαιρά (Μ. Καραμεσίνης, Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας ... ό. π., σ. 206).

[13] Σχετική είναι και η παράδοση που θέλει τον καπετάν Βασίλη να κοιμάται τις νύχτες του χειμώνα στο ύπαιθρο, τυλιγμένος με την κάπα του, ακόμη και όταν όλα ήταν χιονισμένα (Μ. Καραμεσίνης, Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας ... ό. π., σσ. 207-208).

[14] Η παλιόκαπα ήταν τα παλληκάρια του, οι 200 Ξηρομερίτες οπαδοί του, όπως αναφέρονται στην επιστολή του ανώνυμου Αστακιώτη. Τον συνόδευαν παντού και του ήταν πιστοί μέχρι θανάτου.

[15] Το Βασιλόπουλο ονομάστηκε και Αχίλλειο ή Αχάνι, επειδή στο δημόσιο δρόμο, στο ύψος του χωριού, υπήρχε κατά το 19ο και μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αι. ένα πανδοχείο (χάνι), όπου έκαναν στάση ή/και κατέλυαν οι ταξιδιώτες. Όταν το χωριό, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 μεταφέρθηκε στην περιοχή, όπου παλιότερα ήταν το πανδοχείο, ονομάστηκε με τη διπλή αυρή ονομασία: Βασιλόπουλο ή Αχίλλειο. Το χάνι ανήκε κατά το 19ο αιώνα στον Ευστάθιο Κωλοπατίτζη από το Μαχαιρά (βλ. Γ. Η. Παπατρέχας, Το Χρονικό του Μαχαιρά Ξηρομέρου, Αθήνα χ. χ., σ. 27).

[16] Μ. Φ. Καραμεσίνης, Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας, ... ό. π., σσ. 206-207.

[17] Σύμφωνα με στοιχεία των συγγενών της, η αφηγήτρια πέθανε σε ηλικία 92 ετών το 1980. Επομένως γεννήθηκε το 1888 και πρέπει να ήταν μικρό παιδί, όταν πέθανε ο Βασίλης Τσέλιος, ενώ η καταγραφή της παράδοσης αυτής ανάγεται στα 1963.

[18] Από το κείμενο της εφημερίδας έχει εκπέσει μία γραμμή, η οποία μπορεί να αποκατασταθεί μόνο εν μέρει. Το προς αποκατάσταση χωρίο έχει τοποθετηθεί εντός αγκυλών. Γενικά το κείμενο βρίθει από λάθη και αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από το δυσανάγνωστο της χειρόγραφης επιστολής που χρειάστηκε να μεταγράψει ο τυπογράφος της εφημερίδας.

[19] «Ἑλληνικὰ Χρονικὰ», 25.12.1862, σ. 4.

[20] ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Γ. Βλαχογιάννη, Φ. 6: Εκλογικός Κατάλογος του Δήμου Αστακηνών, α. ε. 4-9.

[21] «Ἀλήθεια», 23.6.1870, σ. 4: «Ἀφίκετο ἐξ Ἀστακοῦ ὁ κ. Φιλάρετος Μαγγίνας, εἷς τῶν εὐϋπολήπτων Ἀκαρνάνων». Ο εμποροκτηματίας Φιλάρετος Μαγγίνας γεννήθηκε, σύμφωνα με διάφορους καταλόγους εκλογέων και ενόρκων, στις αρχές ή τα μέσα της 2ης δεκαετίας του 19ου αι. Η αξία της ακίνητης περιουσίας του ανερχόταν σε 18.000 δραχμές το 1866.  Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος το 1860 και εξελέγη δήμαρχος Αστακού στις 7.4.1879. Στις εφημερίδες της εποχής («Ἀλήθεια», 9.4.1879, σ. 3, στ. 3. «Παλιγγενεσία», 9.4.1879, σ. 2, στ. 1), όπου καταχωρείται η εκλογή του, αναφέρεται με το μικρό όνομα Φιλάρετος, το οποίο φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν κατά κόρον και είχε εκτοπίσει το επώνυμο. Από συμβόλαιο (υπ’ αρ. 239/27.8.1880) αποκείμενο στα ΓΑΚ Μεσολογγίου και υπογραφόμενο από τη χήρα του Βασιλική, προκύπτει ότι πέθανε στο μεταξύ διάστημα, αφήνοντας πίσω του πολυμελή οικογένεια με επτά παιδιά (Δημήτριος Γεώργιος, Αναστάσιος Επαμεινώνδας, Αλεξάνδρα, Αθηνά, Ελένη). Τον διαδέχτηκε ο παλαιός δήμαρχος Γεώργιος Ν. Τσέλιος, όπως προκύπτει από το συμβόλαιο υπ’ αριθ. 300/30.10.1880 του συμβολαιογράφου Αστακού. 

[22] Ο Γρηγόριος Βασιλείου Χασάπης γεννήθηκε το 1816 (εκλογικός  κατάλογος 1850) ή το 1820 (εκλογικός κατάλογος 1865) ή το 1815 (κατάλογος των εχόντων προσόντα ενόρκου του 1866) ή το 1821 (εκλογικός κατάλογος 1882) και η αξία της περιουσίας του το 1866 ανερχόταν σε 70.000 δραχμές. Ο θάνατός του τοποθετείται μετά το 1882.

[23] Μια εικόνα για το χαρακτήρα του γιατρού Χρήστου Γαζή μας δίνει, με αφορμή τις δημοτικές εκλογές του 1883, η εφημ. «Δυτικὴ Ἑλλὰς», 26.6.1883, σ. 1: «Ἀποδύεται εἰς τὸν προσεχῆ ἐκλογικὸν ἀγῶνα, ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος, ὁ κ. Χρ. Γαζῆς, ἰατρός. Ἡ ἀκεραιότης τοῦ χαρακτῆρός του, ἡ ἐγνωσμένη φιλονομία του καὶ ἡ παροιμιώδης εὐσυνειδησία του εἶνε ἀρκοῦντα ἐχέγγυα, ὥστε νὰ ὑπισχνῶνται ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι τὸ δημοτικὸν ἀξίωμα θὰ διαχειρισθῇ ὁ κ. Γαζῆς ἐπ’ ὠφελείᾳ τοῦ τόπου του καὶ τῶν δημοτῶν του, οἵτινες τοῦτον ἐκλέγοντες δήμαρχον, ἀμείβουσιν ἐνάρετον πολίτην, τοῦ ὁποίου τὸ παρελθὸν μαρτυρεῖ, ὅτι εἶνε τῶν ἀτυχούντων καὶ τῶν πενομένων πρόθυμος βοηθός, παρασχὼν αὐτοῖς πάντοτε τὴν συνδρομὴν τῆς φιλανθρώπου ἐπιστήμης του δωρεάν». Στις εκλογές της  3ης Ιουλίου 1883 εκλέχτηκε πάντως δήμαρχος ένας Γεροθανάσης, πιθανώς ο Αλέξανδρος («Αἰὼν», 05.07.1883, σ. 3, στήλη 3 με περιγραφή του οργίου των παρανομιών), ο οποίος εικονίζεται με τους άλλους δημάρχους του νομού σε πανηγυρική φωτογραφία που ελήφθη τη 2.12.1886 και ώρα 9 π. μ. στο Πολυτεχνείο. Οι δήμαρχοι είχαν μεταβεί στην Αθήνα, για να παραστούν στις πανηγυρικές εκδηλώσεις για την ενηλικίωση του διαδόχου Κωνσταντίνου (πβλ. «Αἰὼν», 01.12.1886). Ο Χρ. Γαζής είχε νυμφευτεί την Πολυξένη, κόρη Βασιλείου Μπαμπούρη (συμβ. υπ’ αρ. 422/09.12.1876) και αποκτήσει δύο παιδιά, τον Παντελή (1879-11.10.1955) και το Βασίλειο Γαζή (17.1.1885-11.7.1927).  Οι τάφοι τους σώζονται στο νεκροταφείο της κωμόπολης, όπως και οι τάφοι του Γεώργιου Γαζή (1888-1944) και της Χαρίκλειας Γαζή (1906-54). Σύμφωνα με το Μητρώο Αρρένων του Δήμου Αστακού και ο Γεώργιος, γεννημένος το 1886, ήταν γιος του Χρήστου. Μόνο της Χαρίκλειας παραμένει άδηλη η ακριβής συγγενική σχέση  με το γιατρό.

[24] ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Γεωργίου Λαδά, Σειρά 1: Εκλογικά εντός του κράτους, Φ. 7: Εκλογικά έγγραφα Βονίτσης-Ξηρομέρου, α. ε. 804-809, 812-822.

[25] Ο Απόστολος Ξύδης προστέθηκε στον εκλογικό κατάλογο του δήμου Αστακού την 7η Ιουλίου 1851 (ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Γεωργίου Λαδά, Σειρά 1: Εκλογικά εντός του κράτους, Φ. 7: Εκλογικά έγγραφα Βονίτσης-Ξηρομέρου, α. ε. 746, α. α. 83). Επομένως πρέπει να μετοίκησε στον Αστακό μεταξύ τέλους Οκτωβρίου του 1850 και της 7ης Ιουλίου 1851.

[26] Όπως και ο Α. Ξύδης, ο Τσολάκης αναφέρεται στον εκλογικό κατάλογο του 1865 με το επίθετο Τσόλης, ενώ είναι γνωστή και η παραλλαγή Τσολόπουλος ή Τζολόπουλος. Κα οι δύο φαίνεται ότι  είχαν ηπειρωτική προέλευση. Χρονικό όριο προ του οποίου (terminus ante quem) κατοίκησε ο τελευταίος στον Αστακό ήταν το φθινόπωρο του 1862, οπότε το εμπορικό του λεηλατήθηκε από την εξεγερμένη παλιόκαπα του Β. Τσέλιου.

[27] «Ἀλήθεια», 16.12.1867, σ. 4, στ. 1.

[28] K, Bourne, D. C. Watt, D. Stevenson, J. F. V. Keiger (eds.), British documents on foreign affairs. Reports and papers from the Foreign Office. Confidential print. Part I: From the mid-nineteenth century to the First World War. Series F: Europe, 1848-1914. Greece, 1847-1914, University Publications of America, 1991, σ. 107: «In July preceding [1864], Vasili Tzelios,  a brigand-chief, was conveyed from Corfu to Missolongi  for trial on a charge of brigandage. He belonged to an influential family from Dragomestre, and his eldest brother was one of the representatives of Acarnania in the National Assembly. In October 1863 [=1862], he was attacked a place called Ostalio [=Astakos], and levied a contribution of 3000 dr.». 

[29] «Ἐθνοφύλαξ», 19.12.1863, σ. 4, στ. 2: «Κύριε Συντάκτα τῶν Ἑλληνικῶν Χρονικῶν, Ἐγράψατε ἄλλοτε [...]  ὅτι ὁ κ.  Β. Τσέλιος ὑπῆρξε  εἷς τῶν κυρίως συντελεσάντων εἰς τὴν ἐν Ἀκαρνανίᾳ Ἐπανάστασιν, μετὰ τὴν τέλεσιν τῆς ὁποίας εἰργάσθη καὶ διὰ πάσης θυσίας εἰς τὴν παγίωσιν τῆς τάξεως. Αἱ ἀλήθειαι αὗται εἶναι ἰσχυραὶ καὶ ἀκαταμάχητοι, προσβεβαιούμεναι ὑφ’ ὅλων τῶν ἀπροσωπολήπτων Ἀκαρνάνων. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ κ.  Β. Τσέλιος κατεξευτελιζόμενος ἀπὸ τοὺς κομματικοὺς αὐτοῦ ἐχθροὺς καὶ Ὀθωνολάτρας περιέπεσεν ἴσως εἰς ἀτοπήματα κατὰ τὴν πάντη ἀνώμαλον ἐκείνην ἐποχήν, καὶ ἀτοπήματα τὰ ὁποῖα ὁ φατριασμὸς ἐξώγκωσε καὶ οἱ πολιτικοὶ αὐτοῦ ἐχθροὶ ἐμπαθῶς ἐμεγέθυνον, ἐκινήθη κατ’ αὐτοῦ τοιαύτη σφοδρὰ καταδίωξις,  ὁποία ἴσως οὐδεμία ἄλλη ἐγένετο μέχρι τοῦδε κατ’ ἄλλου καὶ αὕτη ἐξ ὑποκινήσεως τῶν κομματικῶν αὐτοῦ ἐχθρῶν. Ἀλλ’ ὁ κ. Τσέλιος περιωρίσθη νὰ ἡσυχάζῃ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, ἀποφεύγων οὕτω τοιαύτας ἐπιβούλους ἀφορμάς, αἵτινες ἤθελον διακινδυνεύσει σπουδαίως τὴν ἐν Ἀκαρνανίᾳ δημοσίαν τάξιν καὶ ἐπιφέρει μεγάλα κοινὰ δυστυχήματα, διὰ τὴν ἀποφυγὴν τῶν ὁποίων ὀφείλομεν εὐγνωμοσύνην εἰς τὴν φρόνησιν ταύτην καὶ μετριοφροσύνην τοῦ κ. Τσέλιου. Εἶναι δὲ ἄξιον θαυμασμοῦ διατὶ ἐνεργεῖται τοσαύτη αὐστηρὰ καταδίωξις τοῦ  κ. Τσέλιου, ἐνῷ τόσοι ἄλλοι κατερήμωσαν ὁλοκλήρους χώρας καὶ οὐχὶ μόνον μένουσιν ἀκαταδίωκτοι, ἀλλ’ ἔλαβον καὶ τιμάς, βραβεῖα καὶ προβιβασμούς. Ἐνῷ συμμορίαι λῃστρικαὶ περιφέρονται ἀκαταδίωκτοι καὶ τόσοι μεγάλοι ἐγκληματίαι εἶναι ἀδιατάρακτοι∙ τοῦτο ἀρκεῖ ν’ ἀποδείξῃ τὴν μεροληπτικὴν καταφορὰν τῶν κομματικῶν αὐτοῦ ἐχθρῶν. Αἱ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ βασιλέως κυβερνήσεις δὲν κατεδίωξαν τὸν κ. Τσέλιον, καθὸ γνωρίζουσαι τὰ ἐπαρχιακὰ πάθη καὶ ἐκτιμῶσαι τὰς πρὸς τὸ ἔθνος πολυτίμους ἐκδουλεύσεις, τάς τε πατρικὰς καὶ τὰς ἀτομικὰς αὐτοῦ. Ὁ πατὴρ τοῦ κ. Τσέλιου ἀπὸ τὸ ἔτος 1836 μέχρι τοῦ 1844 ὑπέστη ἀπείρους καταστροφὰς τῆς περιουσίας αὐτοῦ διὰ τὰς ἐθνικὰς αὐτοῦ ἀρχάς. Ὁμολογεῖται δὲ παρ’ ὅλων, ὅτι ἡ οἰκογένεια αὕτη δὲν ἔπαυσεν ἐργαζομένη κατὰ τοῦ Ὀθωνικοῦ συστήματος καὶ ὁ Β. Τσέλιος ἐξετέθη σπουδαίως ἐπὶ τῶν Ναυπλιακῶν καὶ τελευταῖον ἔδραμε νὰ παρακολουθήσῃ τὸν στρατάρχην Γρίβαν μὲ 500 συνεπαρχιώτας του δι’ ἰδίων αὐτοῦ ἐξόδων δίχως νὰ δικαιωθῇ εἰς τὸ ἐλάχιστον ἐκ μέρους τῆς ἐξουσίας, ἂν καὶ ἑκατομμύρια δραχμὰς ἐσπατάλησεν διὰ τοὺς δῆθεν δικαιούχους τῆς ἐπαναστάσεως. Μάλιστα  δὲ ὁ κ. Τσέλιος δι’ ἰδίων αὐτοῦ μέσων καὶ χρηματικῶν ἐξόδων ἐξεστράτευσε μετὰ τοῦ κ. Τσελούρη κατὰ τοῦ κ. Σ. Στράτου πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς κινδυνευούσης πατρίδος. Ἐν τούτοις μεθ’ ὅλα ταῦτα ἀνταμείβεται δι’ αὐστηρᾶς καταδιώξεως. Πιστεύομεν ὅθεν ὅτι ἡ κυβέρνησις θέλει ἀπονείμει ἀμνηστείαν καὶ εἰς τὸν Β. Τσέλιον καθ’ ὃν τρόπον ἀπένειμεν καὶ εἰς ἐκείνους, οἵτινες ἔβαψαν τὴν πρωτεύουσαν διὰ τόσων ἑλληνικῶν αἱμάτων, ἐξεκένωσαν τὰ δημόσια ταμεῖα  καὶ κατερήμωσαν τὸν τόπον, ἀλλὰ μένουσιν ἀκαταδίωκτοι. Εἷς Ἀστακεὺς».

[30] «Αἰὼν», 17.11.1866, σ. 3, στ. 3.

[31] Πρόκειται για το εντυπωσιακό εγχείρημα της αιχμαλωσίας τριών ευγενών Άγγλων  που πέρασαν από τα Επτάνησα με τη θαλαμηγό τους στο Μαραθιά για κυνήγι στη Βελούτσα. Τελικά η συμμορία του Ντελή που οργάνωσε την επιχείρηση άφησε ελεύθερους τους δύο από τους τρεις Άγγλους και κράτησε τον τρίτο, τον οποίο και απελευθέρωσε, αφού έλαβε λύτρα 3.000 χρυσών λιρών στερλινών. Σχετικά με το εγχείρημα, βλ. Ι. Σ. Κολιόπουλος, Περὶ λύχνων ἁφάς. Ἡ ληστεία στὴν Ἑλλάδα (19ος αἰ.), Βάνιας, Θεσσαλονίκης, 1994, σ. 209.

[32] «Ἀλήθεια», 16.12.1867, σ. 4.

[33] «Ἐθνικὸν Πνεῦμα», 22.02.1868, σσ. 3-4: «Κατάστασις Ἐπαρχιῶν. […] Ὁ [...] ἀρχηγὸς Σκαλτζᾶς, ἀφεὶς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα, ἥτις πράγματι σπαράσσεται ὑπὸ τῆς λῃστείας, [...]  μετέβη κατ’ εὐθεῖαν εἰς Ἀκαρνανίαν, ὅπου οὐδὲ ἴχνος λῃστείας ὑπάρχει, καὶ διὰ βασιλικοῦ ἀτμοπλοίου ἐπισκεπτόμενος τὰ παράλια τῆς ἐπαρχίας, ἐνεργεῖ καὶ συνάπτει συνδυασμοὺς βουλευτικοὺς [...].  Ὁ ἀρχηγὸς Σκαλτζᾶς πρὸς ἐπισφράγισιν τῆς θρασύτητός του καὶ τοῦ πρὸς τὴν κοινωνίαν καὶ τοὺς νόμους χλευασμοῦ παρέλαβεν ἐν τῷ ἀτμοπλοίῳ κατὰ τὴν εἰς Ἀστακὸν πρόσεγγισίν του καὶ τὸν ἐπισήμως κεκηρυγμένον λῃσταποδόχον Β. Τσέλιον, ὅστις συγγενὴς ὢν τῶν ἀντιπάλων τοῦ κ. Γρίβα Μαυρομματῶν χθὲς μόλις ἐξῆλθε τῶν φυλακῶν, εἰς τὰς ὁποίας εἶχεν ἀποσταλῆ μετὰ τῆς πρὸ μικροῦ συλληφθείσης λῃστοσυμμορίας τοῦ Δρίτσα καὶ ὅστις διὰ βουλεύματος τῶν Πλημμελειοδικῶν καὶ τῶν Ἐφετῶν παρεπέμφθη ἐπὶ λῃσταποδοχῇ εἰς τὸ Πλημμελειοδικεῖον πρό τινων ἡμερῶν. Τοῦτον λοιπὸν διώρισεν ἐσχάτως ὁ τῆς λῃστείας διώκτης Σκαλτζᾶς διοικητὴν τῆς κατὰ τοὺς δήμους Ἀστακοῦ καὶ Οἰνιάδος ἐμμίσθου Ἐθνοφυλακῆς, τὴν ὁποίαν ἐσχάτως πρὸς περιστολὴν τῆς σπατάλης ἐσχημάτισαν οἱ τὴν διορθωσιν τῆς πολιτικῆς καχεξίας ἐπαγγελλόμενοι. Οἱ γνωρίζοντες λοιπὸν τὴν ἐπαρχίαν Ἀκαρνανίας καὶ μὴ ἀγνοοῦντες τὸν Ἀκαρνᾶνα, τὸν ζωηρὸν καὶ εὐερέθιστον δύνανται νὰ συμπεράνωσι ποῦ δύναται νὰ φέρῃ τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην ἡ τοιαύτη παράφορος καὶ ἀπεγνωσμένη πίεσις, ἣν οἱ Ἀκαρνᾶνες οὐδόλως θὰ ἀνεχθῶσιν ἀπαθῶς νὰ ἐξασκηθῇ, ἐν τούτοις καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ἐκ τῆς κάλπης ὁ Γρίβας θὰ ἐξέλθῃ νικηφόρος. Ἡ ἐπαρχία ἐκείνη καὶ κατὰ τὸ 1844 εἶδε τοὺς αὐτοὺς καταδιωγμοὺς καὶ κατὰ τοῦ ἀειμνήστου στρατάρχου Θ. Γρίβα, πατρὸς τοῦ κληρονομήσαντος τὰς μεγάλας αὐτοῦ ἀρετὰς Δ. Γρίβα· ἀλλ’ εἰς μάτην, ὁ Γρίβας ἐθριάμβευσεν».

[34] «Ἀλήθεια» 22.03.1868, σ. 1, στ. 3: «Ὁ ἐνταῦθα τελωνεύων Γεράσιμος Τσέλιος καὶ ὁ καταδιώκτης τῆς λῃστείας, ἀδελφός του Βασίλειος Τσέλιος, διορισθεὶς ἀρχιοδηγός, ἐνεργοῦσιν ὑπὲρ τοῦ Τ. Μ. (=Τατσέλου Μαυρομμάτη). [....] Οἱ δήμαρχοι Ἐχίνου καὶ Ἀστακοῦ Μαυρομμάτης καὶ Γ. Τσέλιος ὑπερέβησαν πᾶν ὅριον σεβασμοῦ πρὸς ἑαυτοὺς καὶ τοὺς νόμους»

[35] «Αὐγὴ», 21.12.1867, σ. 3. Η συμμορία πιάστηκε στο άγονο νησί Άτοκος μεταξύ Αστακού και Ιθάκης και ο λήσταρχος Δρίτσας  στη συνοικία του Αστακού «Σωτήρα» το Δεκέμβριο του 1867.

[36] «Ἐθνικὸν Πνεῦμα», 31.03.1870, σσ. 2-3.

[37] «Ἐθνικὸν Πνεῦμα», 31.03.1870, σ. 3.

[38] «Ἐθνοφύλαξ», 18.04.1870, σ. 4.

[39] «Ἀλήθεια», 16.05.1870, σ. 4.

[40] «Ἐθνοφύλαξ», 26.05.1870, σ. 4.

[41] Εξόντωση ληστών εκ μέρους του Β. Τσέλιου αναφέρει γενικά και αόριστα επιστολή από «ένα φιλαλήθη» εξ Αστακού με ημερομηνία  8 Απριλίου 1870 (βλ. «Ἐθνοφύλαξ», 18.04.1870, σ. 4: [...] καὶ λῃστὰς ἐφόνευσε).

[42] Σχετικά με τη λεγόμενη «κοινωνική ληστεία» και τη ληστεία ως «πρωτόγονη επανάσταση» στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, βλ. R. van Boeschoten, Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία, Μνήμων 13 (1991), σσ. 9-24.  

[43] Ι. Σ. Κολιόπουλος, Περὶ λύχνων ἁφάς...., ό. π. σσ. 346-348.

[44] Αυτό προκύπτει τόσο από το συμβόλαιο υπ’ αριθμ.  362/14.12.1880, με το οποίο ο Δημήτριος Φ. Μαγγίνας πούλησε στον Β. Τσέλιο, κτηματία και κάτοικο Δραγαμέστου, ένα αγρό τεσσάρων στρεμμάτων στη θέση Κεραμαργιό, όσο και και από τον εκλογικό κατάλογο του 1882, όπου οι τρεις αδελφοί Γεώργιος, Βασίλειος και Γεράσιμος Τσέλιος αναφέρονται ως κάτοικοι Δραγαμέστου.

[45] Μ. Καραμεσίνης, Λαογραφικά Ξηρομέρου Ακαρνανίας ... ‘ο. π., σ. 155-158, με έξι παραλλαγές.

[46] «Τὸ Φῶς τοῦ Ἀγρινίου», 01.06.1930, σ. 3, στ. 6: «Γενομένης ἐκλογῆς ἐν τῇ κοινότητι Ἀστακοῦ κατόπιν ἀκυρώσεως τῆς προγενεστέρας τοιαύτης ἐξελέγησαν πρόεδρος ὁ κ. Σπῦρος Τσέλιος καὶ ἀντιπρόεδρος ὁ κ. Ἀθαν. Γρηγ. Χασάπης». 

[47] «Τὸ Φῶς τοῦ Ἀγρινίου», 23.11.1930, σ. 3, στ. 5.

[48] Ο Κων/νος Τσέλιος γεννήθηκε σύμφωνα με το Μητρώο Αρρένων του Δήμου Αστακού το 1885 στο Δραγαμέστο. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από το Βιβλίον Γάμων Αγίου Νικολάου Αστακού, καθώς ο Κωνσταντίνος νυμφεύτηκε την Ερασμία, κόρη του Χαράλαμπου Λιάμη από το Μαχαιρά (πβλ. Γ. Παπατρέχας, Το Χρονικό του Μαχαιρά Ξηρομέρου ... ό. π., σσ. 76, 145), στις 26 Μαΐου 1912, σε ηλικία 28 ετών. Η ένδειξη αυτή μας οδηγεί στο 1884 ή τους πρώτους μήνες (μέχρι 26 Μαΐου) του  1885 ως χρόνο γέννησης του Κωνσταντίνου. Εσφαλμένη επομένως  είναι η ένδειξη 1892 ως  έτος  γέννησής του στην επιτύμβια στήλη του νεκροταφείου της κωμόπολης.

[49] Ότι ο Γιάννος ήταν νεότερος από τον Κωνσταντίνο προκύπτει από το δημοτικό τραγούδι «Του Βασίλη Τσέλιου», όπου ο ετοιμοθάνατος ήρωας προστάζει: «Στείλτε και φέρτε, βρε παιδιά, τα δυο τα παλληκάρια, / τον Κώτσο το λεβέντη μου, τον ψυχογιό το Γιάννο/...». Βλ. σχετικά, Μ. Φ. Καραμεσίνης, Λαογραφικά Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας ... ό. π., σσ. 155-156.

[50] «Ἀλήθεια», 05.08.1878, σ. 3, στ. 2: «νεχώρησε προχθὲς εἰς Ἀκαρνανίαν ὁ κ. Σπυρ. Ν. Μαυρομμάτης, πρῴην πρωτοδίκης, μετὰ τῆς ἀξιοτίμου συζύγου του. Θέλουσι δὲ διέλθει αὐτόθι ὑπὲρ τὸν μῆνα. Μετ’ αὐτῶν ἀνεχώρησε καὶ ἡ ἀποπερατώσασα τὴν ἐκπαίδευσίν της ἐν τῇ «Φιλεκπαιδευτικῇ Ἑταρίᾳ» ἀξιόλογος νεᾶνις Ἀγλαΐα Γ. Τσέλιου, κόρη τοῦ δημάρχου Ἀστακοῦ κ. Γ. Τσέλιου».

[51] «Τὸ Φῶς τοῦ Ἀγρινίου», 09.08.1931, σ. 3, στ. 6: «στακός (το νταποκριτο μας).- «Τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα ὁ Παναγιώτης Τσέλιος, ἐτῶν 24, ἀπήγαγεν ἑκουσίως τὴν διαμένουσαν ἐνταῦθα πολύφερνον 20έτιδα Βασιλικὴν Δημ. Κολοβοῦ ἐκ Δραγαμέστου». Η πληροφορία ότι ο απαγωγέας ήταν 24 ετών και επομένως γεννήθηκε το 1907 επιβεβαιώνεται από το Μητρώον Αρρένων του Δήμου Αστακού.

[52] «Τὸ Φῶς τοῦ Ἀγρινίου», 05.07.1931, σ. 2, στ. 6.

[53] Νεολόγος Πατρῶν, 1.11.1918, σ. 1, στ. 2: Ἀπεβίωσεν ἐν Ἀστακῷ τὴν 21ην παρελθόντος μηνὸς χρηστὸς καὶ ὲνάρετος πολίτης, πολυσέβαστος τῆς κοινωνίας Ἀστακοῦ φυσιογνωμία, ὁ Νικόλαος Γ. Τσέλιος. Ὁ μεταστὰς διετέλεσεν ἐπὶ ὀκταετίαν δήμαρχος Ἀστακοῦ, ἐπὶ σειρὰν δὲ ἐτῶν νομάρχης. Εὐγενὴς τὴν ψυχήν, φιλάνθρωπος τὴν καρδίαν προσέφερε πρὸς πάντας τοὺς συμπολίτας του τὴν προστασίαν καὶ ἀρωγὴν ὁσάκις τῷ ἐζητεῖτο. Ὁ Νικόλαος Τσέλιος ἐτύγχανε υἱὸς τοῦ Γεωργίου Τσέλιου, πρώην βουλευτοῦ, νομάρχου καὶ δημάρχου ἐπὶ 16ετίαν ὅλην, ἐκ τῆς μεγάλης οἰκογενείας Τσέλιου, ἥτις πολλαπλᾶς πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὸν τόπον αὐτῆς ὑπηρεσίας. Ἡ κηδεία τοῦ μεταστάντος ἐγένετο κοινοτικῇ δαπάνῃ, παρηκολούθησεν δὲ αὐτὴν ὁλόκληρος ἡ κωμόπολις Ἀστακῦ καὶ πολλοὶ κάτοικοι τῶν πέριξ χωρίων ἐκτιμῶντες τὸν μεταστάντα, οὗ τὰς ἀρετὰς ἐξύμνησε δι’ ὡραίου λόγου ὁ ἱερεὺς τῆς κοινότητος Ἀστακοῦ. Κ. Χαρίλαος Μαγγίνας.

[54] «Τὸ Φῶς τοῦ Ἀγρινίου», 30.08.1931, σ. 3, στ. 6.

[55] Νεολόγος Πατρν 19.10.1934, σ. 3, στ. 4, 6.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο