* Βασίλης Δελής, Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Επιστημονικός Συνεργάτης της Ομάδας Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ & Ειρήνη Νταή, Οικονομολόγος, Συντονίστρια Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ – Ανάλυση στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Το στεγαστικό ζήτημα στη χώρα μας συζητείται εδώ και καιρό και συνεχίζει να αποτελεί ένα άμεσο και μείζον ζήτημα. Αφενός, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η Ελλάδα ανακηρύσσεται «πρωταθλήτρια» Ευρώπης στο κόστος στέγασης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα[1]. Αφετέρου, κάθε μέρα που περνά και δεν διατυπώνεται μια συνεκτική πρόταση χάραξης στεγαστικής πολιτικής, η ελληνική κοινωνία θα βρίσκεται αντιμέτωπη με ολοένα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης. Αυτό, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, λειτουργεί και εμφανίζει αμφίδρομες συνέπειες και προεκτάσεις.
Επίσης, σημαντικό είναι σημειωθεί στην παρούσα συγκυρία ο επιπρόσθετος κίνδυνος που προκύπτει από την αύξηση των επιτοκίων στον χρηματοπιστωτικό τομέα ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις και η διάχυση αυτής της επιβάρυνσης στον στεγαστικό δανεισμό. Χαρακτηριστικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκφράζει ανησυχίες για πιθανούς κινδύνους για τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά και οικονομικά συστήματα από μια πιθανή «απότομη ανατιμολόγηση στην αγορά κατοικίας», κάτι που θα μπορούσε να προκληθεί από την αύξηση των επιτοκίων[2].
Από τη μία λοιπόν, το συνεχόμενα αυξημένο κόστος στέγασης όπου ήδη από το 2021 αποτελούσε σημαντικό παράγοντα αύξησης των τιμών (βλ. Πίνακας 1) και οι συνέπειες που αυτό προκαλεί στις συνθήκες διαβίωσης και τη φτωχοποίηση των ατόμων επιβαρύνει κυρίως τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, που σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονται εκτεθειμένα απέναντι στις μεταβολές των τιμών και στη μη ρύθμισης της αγοράς. Από την άλλη, η ύπαρξη εισοδηματικών και άλλου είδους ανισοτήτων που βλέπουμε ότι αυξάνονται τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις δημιουργεί καταστάσεις ασφυξίας ειδικότερα στις νεότερες γενιές που αδυνατούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις αυτονόμησης από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Πίνακας 1: Πληθωρισμός - Ετήσιες μεταβολές ΔΤΚ (%) για τον μήνα Οκτώβριο ανά ομάδα αγαθών και υπηρεσιών[3]
Οικονομικές ανισότητες και εξασφάλιση κατοικίας
Προσμετρώντας τις οικονομικές προκλήσεις που επηρεάζουν σήμερα το κόστος
διαβίωσης και τους υπόλοιπους παράγοντες που εξαρτώνται από αυτό (πάγιοι
λογαριασμοί, ικανοποιητική θέρμανση κ.ά.), απαιτείται να λάβουμε σοβαρά υπόψη
και να κατανοήσουμε ότι το θέμα της στέγασης αποτελεί ένα μεγάλο και σοβαρό
πρόβλημα για το σύνολο των νοικοκυριών. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν
επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,8%, ενώ το ποσοστό για τα
φτωχά είναι 76,7% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 17,1% αντίστοιχα (ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «ΥΛΙΚΗ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ»,
27 Ιουλίου 2022).
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «Οι πρόσφατες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων χτύπησαν τα φτωχότερα νοικοκυριά πιο δύσκολα. Οι αυξήσεις ορυκτών καυσίμων, ηλεκτρικής ενέργειας και εμπορευμάτων στις τιμές, που ήταν ήδη αισθητές το δεύτερο εξάμηνο του 2021, έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω με το εισβολή στην Ουκρανία. Επιβαρύνουν ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, τα οποία πρέπει ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά, όπως ενέργεια και τρόφιμα».
Σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα το κόστος στέγασης ανήλθε σε 34,2% για την Ελλάδα το 2021 κατά μέσο όρο, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18,9% στο σύνολο της Ε.Ε.[4]. Όμως, αν «σπάσουν» τα αντίστοιχα μεγέθη σε εισοδηματικές ομάδες παρατηρούμε ότι τα αντίστοιχα ποσοστά επιβαρύνουν κατά πολύ τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ενδεικτικά, το κόστος στέγασης ανέρχεται στο 60% για τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος στην Ελλάδα (37,7% για την Ε.Ε.), ενώ για τα νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από το 60% του μέσου εισοδήματος στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 28,3% (15,2% για την Ε.Ετ.).
Πίνακας 2: Μερίδιο κόστους στέγασης στο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού, ανά εισοδηματική ομάδα (2021)
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «Οι πρόσφατες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων χτύπησαν τα φτωχότερα νοικοκυριά πιο δύσκολα. Οι αυξήσεις ορυκτών καυσίμων, ηλεκτρικής ενέργειας και εμπορευμάτων στις τιμές, που ήταν ήδη αισθητές το δεύτερο εξάμηνο του 2021, έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω με το εισβολή στην Ουκρανία. Επιβαρύνουν ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, τα οποία πρέπει ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά, όπως ενέργεια και τρόφιμα».
Σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα το κόστος στέγασης ανήλθε σε 34,2% για την Ελλάδα το 2021 κατά μέσο όρο, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18,9% στο σύνολο της Ε.Ε.[4]. Όμως, αν «σπάσουν» τα αντίστοιχα μεγέθη σε εισοδηματικές ομάδες παρατηρούμε ότι τα αντίστοιχα ποσοστά επιβαρύνουν κατά πολύ τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ενδεικτικά, το κόστος στέγασης ανέρχεται στο 60% για τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος στην Ελλάδα (37,7% για την Ε.Ε.), ενώ για τα νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από το 60% του μέσου εισοδήματος στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 28,3% (15,2% για την Ε.Ετ.).
Πίνακας 2: Μερίδιο κόστους στέγασης στο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού, ανά εισοδηματική ομάδα (2021)
Σε ό,τι αφορά το υπερβολικό κόστος στεγαστικής επιβάρυνσης, δηλαδή όταν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος ενός νοικοκυριού αφορά στη στεγαστική δαπάνη, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση στον ΟΟΣΑ[5] σε σχέση με το αντίστοιχο μερίδιο των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος[6] με υπερβολικό κόστος στεγαστικής επιβάρυνσης.
Πίνακας 3: Ποσοστό (%) υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης μεταξύ νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος σε χώρες του ΟΟΣΑ, ανά καθεστώς ιδιοκτησίας.
Επιπλέον, πέρα από το κόστος στέγασης, εξετάζοντας μία σειρά από παράγοντες που διαμορφώνουν την ποιότητα διαβίωσης και στέγης, αντίστοιχα δυσανάλογη επιβάρυνση παρατηρείται και σε σχέση με την ποιότητα στέγασης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,5%, το αντίστοιχο μέγεθος ανέρχεται σε 25,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,7% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2021 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 42,6% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 59,0% για τον φτωχό πληθυσμό (ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «ΥΛΙΚΗ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ», 27 Ιουλίου 2022).
Επιπλέον, ένα στα τέσσερα νοικοκυριά αδυνατεί να έχει ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα, ενώ τα μισά φτωχά νοικοκυριά (49,5%) δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κ.ά. Συνολικά, η πλειοψηφία των φτωχών νοικοκυριών (80,8%) αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην ικανοποίηση των συνηθών αναγκών τους με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά τους. Η πλειοψηφία των νοικοκυριών χρειάζεται να κάνει περικοπές σε βασικές ανάγκες προκειμένου να υποστηρίξει σε τόσο υψηλό κόστος στέγασης. Το 76,9% των ενοικιαστών αφού πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού κάνουν περικοπές ή λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από τρίτους.
Διαγενεακές ανισότητες
Πέρα από τον εισοδηματικό παράγοντα ο οποίος
επιβαρύνει άνισα τα νοικοκυριά σε σχέση με το κόστος στέγασης, ο ηλικιακός
παράγοντας φαίνεται να διαφοροποιεί σημαντικά την εξασφάλιση προσιτής
κατοικίας. Σύμφωνα με την πρόσφατη Κοινωνική έρευνα για τους όρους και την
ποιότητα ζωής στην Ελλάδα σήμερα[7]
του Ινστιτούτου στην ερώτηση για το καθεστώς κατοικίας,
η πλειοψηφία της ηλικιακής ομάδας (44%) 17 – 34 ετών δηλώνει ότι διαμένει σε
ενοικιαζόμενη κατοικία, εν αντιθέσει με την ηλικιακή ομάδα 55+ ετών η οποία δηλώνει ότι διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία
(82%).
Γενικότερα, η ιδιοκτησία ενός σπιτιού είναι δείκτης συσσώρευσης πλούτου για την πλειονότητα των νοικοκυριών και ο αποκλεισμός των νέων από τις στεγαστικές αγορές μπορεί να στρεβλώσει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον τους όπως η δημιουργία οικογένειας (Laeven and Popov, 2017), ενώ τα ποσοστά ιδιοκτησίας σπιτιού σχετίζονται άμεσα με τη συνοχή και δύναμη των τοπικών κοινωνιών, το κοινωνικό τους κεφάλαιο αλλά και την πολιτική δέσμευση. Τα στοιχεία για την Ελλάδα δείχνουν ότι ενώ η ιδιοκατοίκηση παραμένει, αν και υποχωρώντας, σε πιο υψηλά επίπεδα πάνω από τα αντίστοιχα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (73,3% για την Ελλάδα σε σχέση με 69,9% μ.ο. για Ε.Ε. το 2021)[8], για τις νεότερες ηλικίες διαπιστώνουμε ότι η ιδιοκτησία τείνει να γίνει «άπιαστο όνειρο», ιδίως αν αυτή πρέπει να προκύψει από ίδια εισοδήματα και όχι από κληρονόμηση.
Γενικότερα, η ιδιοκτησία ενός σπιτιού είναι δείκτης συσσώρευσης πλούτου για την πλειονότητα των νοικοκυριών και ο αποκλεισμός των νέων από τις στεγαστικές αγορές μπορεί να στρεβλώσει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον τους όπως η δημιουργία οικογένειας (Laeven and Popov, 2017), ενώ τα ποσοστά ιδιοκτησίας σπιτιού σχετίζονται άμεσα με τη συνοχή και δύναμη των τοπικών κοινωνιών, το κοινωνικό τους κεφάλαιο αλλά και την πολιτική δέσμευση. Τα στοιχεία για την Ελλάδα δείχνουν ότι ενώ η ιδιοκατοίκηση παραμένει, αν και υποχωρώντας, σε πιο υψηλά επίπεδα πάνω από τα αντίστοιχα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (73,3% για την Ελλάδα σε σχέση με 69,9% μ.ο. για Ε.Ε. το 2021)[8], για τις νεότερες ηλικίες διαπιστώνουμε ότι η ιδιοκτησία τείνει να γίνει «άπιαστο όνειρο», ιδίως αν αυτή πρέπει να προκύψει από ίδια εισοδήματα και όχι από κληρονόμηση.
Πίνακας 4: Ποσοστό (%) ιδιοκατοίκησης στο σύνολο του πληθυσμού Ελλάδα.
Πίνακας 5: Ποσοστό ιδιόκτητης κατοικίας (με ή χωρίς υποχρεώσεις) στα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικιακής ομάδας 25 – 34 ετών[9].
Μάλιστα, το ποσοστό των νέων ηλικίας 18 – 34 ετών που διαμένουν με τους γονείς τους έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, η οποία έρχεται δεύτερη μετά την Κροατία σε επίπεδο Ε.Ε. σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία στην σχετική κατάταξη[10]. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να έχει παίξει η οικονομική κρίση εφόσον από το 2008 (58,4%) υπάρχει μια σταθερή αύξηση του σχετικού ποσοστού (2021, 72,9%).
Πίνακας 6: Ποσοστό (%) νέων ηλικίας 18 – 34 ετών που διαμένουν με τους γονείς τους, Ελλάδα.
Εξίσου σημαντική διάσταση με τις παραπάνω είναι και εκείνη της ποιότητας της κατοικίας. Ένας σημαντικός παράγοντας αυτής της διάστασης είναι και ο διαθέσιμος χώρος που υπάρχει στην στέγη ανά άτομο, δηλαδή η ύπαρξη ή μη συνθηκών συνωστισμού. Σε επίπεδο Ε.Ε. η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το μέσο όρο σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά τα οποία διαμένουν σε συνθήκες συνωστισμού[11], όμως και σε αυτό το μέγεθος παρατηρούνται σημαντικές ανισότητες βάσει ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα, για τους νέους ηλικίας 20 – 29 ετών το ποσοστό από το 2008 και έπειτα είναι σταθερά πάνω από το 35%, ενώ για τις ηλικίες 65 ετών και άνω το ποσοστό από το 2008 έχει σημειώσει μείωση από 14,2% σε 10,6% για το 2021[12]. Όπως φαίνεται και σε αυτό το μέγεθος, καταλύτης χρονικά έχει σταθεί η οικονομική κρίση 2008 και η διαχείριση της.
Πίνακας 7: Ποσοστό πληθυσμού που ζει σε συνθήκες συνωστισμού στην Ελλάδα στο σύνολο του πληθυσμού, σε ηλικίες 20 – 29 ετών και σε ηλικίες 65 ετών και άνω.
Συμπεράσματα
Η εξασφάλιση προσιτής οικονομικά στέγης από μια σχετικά εδραιωμένη συνθήκη στην ελληνική κοινωνία, και μάλιστα αρκετά «οριζόντια» δηλαδή διαταξικά, καθίσταται συνεχώς όλο και πιο δύσκολη υπόθεση, σε βαθμό που αρκετοί κάνουν λόγο για στεγαστική κρίση.
Όμως, το φαινόμενο δεν έχει τις ίδιες διαστάσεις για όλες τις ομάδες πληθυσμού και αυτό αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούνται σημαντικές ανισότητες στην διασφάλιση της στέγασης ως βασικό αγαθό για την επιβίωση τόσο για τα κατώτερα οικονομικά στρώματα, αλλά και για τα μεσαία πλέον ειδικά με οικογένεια, όσο και για τις νεότερες γενιές. Ειδικά για τις τελευταίες -αν αναλογιστούμε ότι είναι αυτή η ηλικιακή ομάδα που έχει να αντιμετωπίσει άμεσα και την απειλή της απώλειας θέσης εργασίας και την ανεργία που συνοδεύεται από την πρωτιά της Ελλάδας στην ανεργία των νέων (35,5%)[13]- ένας θεμέλιος λίθος του «ελληνικού ονείρου» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, δηλαδή η ιδιοκτησία πρώτης κατοικίας, τείνει να αποτελέσει άπιαστο όνειρο τελικά.
Διαπιστώνεται, έτσι, ότι από την έλλειψη στεγαστικής πολιτικής δεν επηρεάζεται μόνο το κόστος και οι συνθήκες στέγασης αλλά μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονται με την ευρύτερη ποιότητα της διαβίωσης, την όξυνση των ανισοτήτων, την απειλή της κοινωνικής συνοχής και την υπονόμευση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η εξασφάλιση προσιτής οικονομικά στέγης από μια σχετικά εδραιωμένη συνθήκη στην ελληνική κοινωνία, και μάλιστα αρκετά «οριζόντια» δηλαδή διαταξικά, καθίσταται συνεχώς όλο και πιο δύσκολη υπόθεση, σε βαθμό που αρκετοί κάνουν λόγο για στεγαστική κρίση.
Όμως, το φαινόμενο δεν έχει τις ίδιες διαστάσεις για όλες τις ομάδες πληθυσμού και αυτό αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούνται σημαντικές ανισότητες στην διασφάλιση της στέγασης ως βασικό αγαθό για την επιβίωση τόσο για τα κατώτερα οικονομικά στρώματα, αλλά και για τα μεσαία πλέον ειδικά με οικογένεια, όσο και για τις νεότερες γενιές. Ειδικά για τις τελευταίες -αν αναλογιστούμε ότι είναι αυτή η ηλικιακή ομάδα που έχει να αντιμετωπίσει άμεσα και την απειλή της απώλειας θέσης εργασίας και την ανεργία που συνοδεύεται από την πρωτιά της Ελλάδας στην ανεργία των νέων (35,5%)[13]- ένας θεμέλιος λίθος του «ελληνικού ονείρου» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, δηλαδή η ιδιοκτησία πρώτης κατοικίας, τείνει να αποτελέσει άπιαστο όνειρο τελικά.
Διαπιστώνεται, έτσι, ότι από την έλλειψη στεγαστικής πολιτικής δεν επηρεάζεται μόνο το κόστος και οι συνθήκες στέγασης αλλά μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονται με την ευρύτερη ποιότητα της διαβίωσης, την όξυνση των ανισοτήτων, την απειλή της κοινωνικής συνοχής και την υπονόμευση της βιώσιμης ανάπτυξης.
[2]Financial Stability Review (ECB 2022): Drivers of rising house prices and the risk of reversal
[3] ΕΛΣΤΑΤ ΔΤ, ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ: Οκτώβριος 2022
[4]Share of housing costs in disposable household income, by type of household and income group - EU-SILC survey
[5] OECD Affordable Housing Database – http://oe.cd/ahd
[6] Νοικοκυριά στο κατώτατο πεμπτημόριο της κατανομής εισοδήματος
[11] Σύμφωνα με την EUROSTAT για το 2021 το ποσοστό της Ελλάδας βρίσκεται στο 28,5% ενώ ο μ.ο. της Ε.Ε. βρίσκεται στο 17,5% των νοικοκυριών.
Ανάλυση της πλάκας. Από το 1990 το 90% των γυναικών όλης της περιφέρειας λύσαξε να πάει να παντρευτεί στην Αθήνα. Φυσικά οι γαμπροί Αθηναίοι δε φτάνουν για όλες αλλά αυτές παραμένουν εκεί μένοντας γεροντοκόρες. Αυτές δημιούργησαν την έκρηξη πληθυσμού της Αθήνας και φυσικά την έκρηξη τιμών των ακινήτων εκεί που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις τζάμπα τιμές των σπιτιών στα χωριά που αυτές δε θέλουν να ζήσουν και τα καταδίκασαν σε ερήμωση μαζί με τους κτηνοτρόφους. Όλα τα άλλα είναι σαχλες, αριθμοί και στοιχεία δήθεν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά πλάκωσαν και οι λαθρομετανάστες και οι χρυσές βίζες και τώρα είναι όλα άπιαστα.