Κυριακή 3 Μαΐου 2020

ΣΚΑΡΟΣ: Νυχτοβόσκημα του κοπαδιού και αγρύπνια του τσοπάνη…

Στους τσοπάνηδες που έβαζαν το κοπάδι 
 πάνω από την καλοπέρασή τους…

Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
e-mail:agelimaria@yahoo.gr


Σηκώθηκα μια χαραυγή προτού να ξημερώσει
Και πήρα τα κοπάδια μου να πα να τα βοσκήσω.
Τα πρόβατά μου απλώσανε κάτω στα ριζοβούνια
Και τρών’ κλαρί τα γίδια μου ψηλά  στα καταρράχια
Κι από τ’ ασημοκούδουνα κι απ’ τα ψιλά τσοκάνια
Αχολογούν τα διάσελα κι αντιλαλούν τα δάσα.
Ζηλεύει τ’ άστρι που τ’ ακούει κι αβγάτισε το φως του,
Ζηλεύουνε κ’οι πέρδικες κι αρχίσαν το κελάδι...
Δημοτικό τραγούδι

      Πρόκειται  για μια όμορφη φάση  βόσκησης των κοπαδιών τη νύχτα. Σκάρος, σκάρισμα, νυχτοβοσκή, νυχτοβόσκημα, νυχτόσκαρος και βραδόσκαρος, είναι συνώνυμες λέξεις από την πλούσια τσοπάνικη γλώσσα. Κάθε τσοπάνης εκφραζόταν ελεύθερα με το δικό του απλοϊκό τρόπο, όπως το άκουσε από τους παλιούς ή όπως το ’πλασε ο ίδιος στην τσοπάνικη βίωσή του… Με  αυτές τις λέξεις εκφράζεται η μεταμεσονύκτια έξοδος των αιγοπροβάτων για βόσκημα. Ίσως να είναι η πιο ωραία φάση της τσοπάνικης ζωής που χάθηκε στην εξελιγμένη μορφή της κτηνοτροφίας. Η ατομική μνήμη κάποιων υπερήλικων τσοπάνηδων και των παιδιών τους τη συγκρατεί ακόμα. Το βίωμα αυτό, αν τους ζητηθεί, γίνεται αφήγηση. Ήταν τόσο έντονο που δεν σβήνει στο πέρασμα των χρόνων. Γίνεται αφήγηση, τραγούδι, σκοπός…


     
               Όσοι αγαπούν το δημοτικό τραγούδι γνωρίζουν και χαίρονται το Σκάρο, αυτό τον εξαίσιο σκοπό. Με αυτόν αρχίζουν και τελειώνουν τα ηπειρώτικα  πανηγύρια. Είχα την καλή τύχη να ακούσω αυτόν το θαυμάσιο σκοπό από τον Πετρολούκα Χαλκιά. 

ΒΙΝΤΕΟ-ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ...

          Το Σκάρο τον τραγούδησε εξαιρετικά  ο  νεαρός τραγουδιστής του βουνού και της στάνης, ο Κώστας Κρυστάλλης στο ομώνυμο ποίημά του «Ο Σκάρος». [Βλέπετε: Κώστα Κρυστάλλη, Άπαντα, Αθήνα 1952,σελίδες 233-234]
           Θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτή τη διαδικασία του Σκάρου, όπως τη θυμάμαι από αφηγήσεις του τσοπάνη πατέρα μου και με τη βοήθεια του αδελφού μου… Διαμεσολαβημένη αφήγηση, μνήμη επιγόνων δηλαδή. Η μνήμη είναι που συγκρατεί αυτό που έχει χαθεί…

           Το καλοκαίρι, την εποχή που ο τόπος καίγεται από τη ζέστη, τη μέρα το ζώο δεν μπορεί να «καλοβοσκήσει», κυρίως το πρόβατο. Το γίδι δε λογαριάζει και τόσο τη ζέστη. Μπορεί και με το κάμα να σκαρφαλώσει σε κοντά δένδρα και να κουτσουρέψει τα χλωρά κλαδιά τους. Τη νύχτα βγαίνουν τα ζωντανά για «νυχτοβόσκημα». Αυτός είναι ο σκάρος. «Σκάρισαν τα ζωντανά», λέει ο βοσκός και σηκώνεται να τα ακολουθήσει όπου πάνε βόσκοντας… Ο αδελφός μου, μυημένος από μικρός στην ποιμενική ζωή κοντά στον πατέρα, μου είπε: 
«Στο σκάρο τα γίδια ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά. Το αεράκι της νύχτας τα βοηθάει στ’ ανέβασμα αναζητώντας τη βοσκή τους. Ποτέ δεν ακολουθούν τον κατήφορο, αλλά τον ανήφορο, ψηλά στα κορφοβούνια… Απολαμβάνουν το βόσκημα τη νύχτα με τη δροσιά…» [Προφορική αφήγηση Δ. Αγγέλη]. 
          Τα ζώα τρώνε  λαίμαργα για να χορτάσουν. Ο τσοπάνος δεν ηρεμεί. Επαγρυπνεί. Γνωρίζει ότι τη νύχτα καιροφυλαχτούν τα «αγριοζούλαπα», τα «ζ’λάπια», για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που χρησιμοποιείται στο ξηρομερίτικο γλωσσάρι. Ψάχνουν να βρούνε τροφή. Γι’ αυτό έχει το νου του. Μπορεί να του αρπάξουν κάποιο ζώο. Σφυρίζει ανά τακτά διαστήματα, σαλαγάει, «χουχουτάει». Δηλαδή βγάζει ήχους όπως: χαχουουου! Είναι από τα χαρακτηριστικά επιφθέγματα του τσοπάνη για να ενθαρρύνει τα ζώα του και το τσοπανόσκυλό του και να φοβίσει το λύκο, το τσακάλι κ.λπ. 
       Στο χωριό μου, το Μαχαιρά  Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, ο Γιάννης Γκόλφης ή «Μπαρλάς» έκανε  το καλύτερο χουχούτισμα! Αντιλαλούσε η περιοχή που έβοσκε το κοπάδι του, έλεγαν οι συνάδελφοι κτηνοτρόφοι… Εμψύχωνε  και τους άλλους  που βοσκούσαν τα κοπάδια τους στην ευρύτερη περιοχή.
 Επίσης ο τσοπάνης έκρουε τα πρυοβολικά του και πετούσαν σπίθες, άναβε φωτιές…
 [Βλέπετε: Μ. Αγγέλη, «Ο πυροβόλος του Καζαντζάκη και ο πρυόβολος του Πατέρα…»  (ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ)

            Μπορεί ο τσοπάνης να πιάσει και κάποιο τραγούδι για να αντηχήσουν οι πλαγιές και τα διάσελα. Παίρνει κάποιες ώρες κι αυτός τον ύπνο του… Σηκώνεται την αυγή, ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπο και ύστερα αρχίζει να σαλαγάει τα ζώα του. Ξεκινάει πάλι η ημερήσια βοσκή του κοπαδιού. 
            Ο χρόνος του σκάρου, της νυχτερινής βόσκησης, ήταν κοντά στις  δύο ώρες. Περίπου από τις έντεκα το βράδυ μέχρι τις μία  μετά τα μεσάνυχτα. Οι τσοπάνηδες την εποχή που δεν είχαν ρολόγια υπολόγιζαν το  χρόνο κατά προσέγγιση. Από το κοίταγμα των αστεριών, το λάλημα των πετεινών, τις συνήθειες των ζώων… Ήταν τα φυσικά ρολόγια τους… Μετά απέκτησαν τα μηχανικά, κουρδιστά ρολόγια. 
           Οι ήχοι των κουδουνιών και των κύπρων, τα θλιβερά τραγούδια του γκιώνη, το θρόϊσμα  των δένδρων, τα γαβγίσματα των σκύλων, τα σφυρίγματα των τσοπάνηδων, τα «χουχ(ου)τίσματα» και οι φωνές τους, ενίοτε και τα τραγούδια των μερακλήδων συνθέτουν μια σπάνια μελωδία…. Η φύση στήνει το σκηνικό της. Η νύχτα απλώνει τα πέπλα της, ο έναστρος ουρανός ρίχνει το φως του… Και οι τσοπάνηδες  με τα κοπάδια τους σε ρόλο πρωταγωνιστή… Αυτή η πλευρά του σκάρου είναι γοητευτικότατη! Είναι η  ώρα που ο τσοπάνης σμίγει με τη φύση. Με το φεγγάρι. Με τις νεράιδες και τα ξωτικά. Με τους Αγίους προστάτες και τους Αγγέλους φύλακες. Με τον ίδιο το Θεό! Αυτός ο  σκάρος τραγουδήθηκε και υμνήθηκε πολύ. 
                  Η άλλη πλευρά όμως είναι δύσκολη και κουραστική. Είναι η διαρκής εγρήγορση του τσοπάνη να προστατέψει τα ζώα του. Ο ελλιπής ύπνος του σε πρωτόγονες συνθήκες, το κρύο της νύχτας, ο φόβος και η στέρηση της οικογενειακής θαλπωρής… 
             Προσωπικά  το νυχτερινό αγρύπνημα του τσοπάνη για το βόσκημα του κοπαδιού δεν θα το χαρακτήριζα γοητευτικό. Αλλά το αξιολογώ με τα δικά μου κριτήρια. Ο παραδοσιακός  τσοπάνης όμως έβαζε το κοπάδι πάνω από τη ζωή του! Και ήταν χαρούμενος που το κοπάδι έβοσκε μέσ’  τη νυχτιά και αυτός απολάμβανε τη φύση στη γλυκιά της ώρα … Αψηφώντας την αϋπνία, το κρύο, την κούραση... Η αγάπη για τα ζώα και η επαφή με τη φύση συντελούσαν στη δική του πληρότητα. Μια σχέση που δύσκολα γίνεται κατανοητή σήμερα. Εμείς έχουμε χάσει αυτή την επαφή με τη φύση και τα ζώα. Δεν θα θυσιάζαμε τον ύπνο μας γι’ αυτά! Φυσικά αυτή η σχέση δεν υφίσταται ούτε στους σημερινούς βοσκούς … 

        Ο Γιάννης Τσέβρεχος  στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του σημειώνει: «Μια εποχή με μεράκι προς τα ζώα έφυγε. Σιγά – σιγά απομένουν οι ντουζίνες τα κουδούνια κρεμασμένες για να θυμίζουν αυτή την εποχή. Οι άνθρωποι που έβαζαν το κοπάδι πάνω από την οικογένειά τους χάνονται». [Βλέπετε: Γιάννης Τσέβρεχος, Το κοπάδι, από τα τετράδια ενός βοσκού, Έκδοση «έλλα», 2005, σελίδα 244]. 

           Ο σκάρος το χειμώνα. Αναφέρθηκα στο σκάρο που γινόταν το καλοκαίρι. Υπήρχε και ο σκάρος το χειμώνα. Γινόταν σε παλιότερες εποχές. Πριν από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Αυτό προκύπτει κυρίως από προφορικές αφηγήσεις υπερήλικων τσοπαναραίων…Ο σκάρος το χειμώνα ήταν πολύ δύσκολος εξαιτίας  των καιρικών συνθηκών.

Ο υπερήλικας Σπύρος (Πίπης) Μπαρμπαρούσης, αεικίνητος τσοπάνης μέχρι σήμερα, αναφέρει:
«Παλιά πριν το ’50, ήταν δύσκολα τα πράματα. Δεν είχαμε τροφές για να τ(ου)ς δώσουμε.Και τα ’βγαναμε τ’ νύχτα να βοσκήσ(ου)νε. Το χειμώνα είναι μεγάλη η νύχτα. Πείναγανε. Γι’ αυτό τα βόηθαγαμε τα πράματα να βοσκήσ(ου)νε. Ήτανε δύσκολο. Χειμώνας καιρός, νύχτα και να’σαι στο β(ου)νό! Να βρέχει κιόλα! Το καλοκαίρ(ι) ο σκάρος ήτανε καλά. Τα γίδια έβγαιναν στο λόγγο.Η νύχτα είναι μ(ι)κρή. Λίγες ώρες είναι. Έπρεπε να’χεις καλά σκ(υ)λιά! Γιατί υπήρχε φόβος για ζ(ου)λάπια…» [Προφορική αφήγηση Σπ. Μπαρμπαρούση γενημέννου το 1931 στα Βλυζιανά Ξηρομέρου].

Και ο τσοπάνης Γιάννης Τσέβρεχος γράφει: «Οι δυσκολίες είναι το  χειμώνα, είτε με πάγο, είτε με χιόνι, είτε με βροχή.Και  η μεγάλη η νύχτα έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα.Νίλα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος το σκάρο το χειμώνα».
[Βλέπετε: Γιάννης Τσέβρεχος, Το κοπάδι, από τα τετράδια ενός βοσκού, Έκδοση «έλλα», 2005, σελίδα 45].

          Η λέξη «νίλα», από το λατινικό nila πληθυντικός του nilum, αποδίδει το μέγεθος της ταλαιπωρίας του τσοπάνη στο βόσκημα του κοπαδιού τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα!
        Aλλαγές και συνέχειες. Αυτές οι νυχτερινές παραστάσεις της τσοπάνικης ζωής σταμάτησαν. Οι σημερινοί κτηνοτρόφοι προμηθεύονται έτοιμες τροφές για τα ζώα… Κάποιοι σύλλογοι προσπαθούν να αναπαραστήσουν αυτή τη ζωή. Να αναπαραστήσουν το σκάρο! Φιλότιμες  και επαινετές οι προσπάθειες… Αλλά πολύ μακριά από την αυθεντική ζωή των τσοπάνηδων και τσελιγγάδων. Η αυθεντική ζωή των τσοπάνηδων δεν αναπαρίσταται με ακρίβεια. Η ατομική μνήμη συγκρατεί αυτό που έχει χαθεί. Και όσο είναι ζωντανή μπορεί και το ανασταίνει.Τροφοδοτεί  τη συλλογική μνήμη. Και αυτή με τη σειρά της την πολιτισμική μνήμη…   

Εικόνα: το οροπέδιο Βρίστιανα και το βουνό Βίτσι στο Ξηρόμερο Aιτωλοακαρνανίας.
Ένα φυσικό σκηνικό! Ένα πάντρεμα του ήμερου με το άγριο.
Πρωταγωνιστές τα γίδια που πορεύονται αιώνες τώρα…

Ο σκάρος αλλιώς:
Σκάρισε. Το ρήμα χρησιμοποιείται και με μεταφορική σημασία. Και σημαίνει ότι κάποιος δεν είναι καλά στα λογικά του… Απορώ βέβαια πως μια λέξη που εκφράζει την ωραιότερη φάση της τσοπάνικης ζωής, του τσοπάνη και του κοπαδιού του, πήρε αυτή τη σημασία. Το ρήμα σκαρίζω στην κυριολεξία απέχει πολύ από τη φάση του ανθρώπου την οποία εκφράζει το ρήμα στη μεταφορά του… Συνώνυμη είναι η έκφραση: «πήρε τα πλάγια!». Δηλαδή έχασε τα λογικά του. 
      Ως συνώνυμο στην Ήπειρο, μου είπε η φίλη μου η  Σοφία από τα Γιάννενα, χρησιμοποιούν με τη μεταφορική σημασία το ρήμα: «σιούριξε!», από το ρήμα σφυρίζω.. Και  κατάρα επίσης αποτελούσε η διπλή έκφραση: «να σκαρίσεις! Και να πάρεις τα πλάγια…».

         Συνήθως το ρήμα σκαρίζω το χρησιμοποιούσε στο χωριό η μάνα ή η γιαγιά στη φράση: «με σκάρ’σατε σήμερα!».Τη λέγανε στα παιδιά που τις τρέλαιναν με τις φωνές και τις αταξίες τους…
        Το ρήμα σκαρίζω χρησιμοποιείται επίσης, στην αγροτική κοινωνία για να εκφράσει την αρχή ωρίμανσης των φρούτων. Για παράδειγμα ο πατέρας έλεγε: «τώρα σκαρίζει από κανένα σύκο!». Και εννοούσε: τώρα αρχίζουν να ωριμάζουν τα σύκα… Τη σημασία αυτή το ρήμα έχει και στην παροιμία: «Τζίτζικας ελάλησε μαύρη ρόγα σκάρισε». Αναφέρεται στην ωρίμανση των σταφυλιών.


            Αυτές τις  μέρες του αναγκαστικού εγκλεισμού, λόγω κορονοϊού, πολύ θα ήθελα να περπατώ ψηλά στα διάσελα! Σταθερά πατώντας στα χνάρια του πατέρα…
      Συμμερίζομαι τώρα τον καημό του νεαρού ποιητή σα βρέθηκε μακριά από τον ορεινό τόπο του:
…Θέλω, μα δεν ἔχω φτερά, δεν ἔχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονῶ, και σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ὀλίγο
και δῶσ᾿ μου τες φτεροῦγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στα βουνά, τι θα με φάῃ ὁ κάμπος! 
  [ Κ. Κρυστάλλης, «Στο Σταυραητό»]

Ας απολαύσουμε τώρα τη γοητεία του Σκάρου με τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη και τους τσοπάνηδες  της συντροφιάς:
Ο Σκάρος
Τι να ’ναι η λαμπερή φωτιά μέσ’ στο βουνό το πέρα.
που πότε, πότε ανάβεται και πότε, πότε σβυέται;
Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.
Βόσκουν αυτά με τη δροσιά και με το κρύο της νύχτας
Σε γούπατον, σε λαγκαδιά και σ’ όχτους απλωμένα.
Γλυκός, γλυκός αντίλαλος χύνεται απ’ τά κουδούνια.
Κάποτε ο νυχτοκόρακας , κάποτε αγρίμι σκούζει,
Κάποτε σκύλου βάβυσμα, βαθιά  βαθιά γροικιέται.
Μέσ’ στη μαυρίλα την πυκνή. Κ’ από τις στάνες γύρα
Οι πιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαδιά από κέδρους,
Σταίνουν τετράψηλην φωτιά, στρώνονται αράδα αράδα,
Και μέσ’ στην πύρα της φωτιάς, στη μυρουδιά του κέδρου,
Καθένας λέει τα λόγια του. Κι άλλος για αγάπες λέγει,
Και μολογάει πως αγαπάει από καιρόν μια κόρην
Οπού του κάνει το βαρύ, κι αυτός απ’ τον καϋμό του
Να την μιλήση δεν τολμά, να την τηράη λυγώνει.[…]
Αλλος για το κυνήγι λέει στης νύχτας το καρτέρι,
Σίντα ξεβγαίνει το καπρί, τ’ αρκούδι, το πλατόνι.
Άλλος πυξάρι πελεκάει και ζωγραφίζει αγκλίτσαν,
Άλλος γαλαροκούδουνα περνάει στα κόθρα μέσα,
Άλλος αδράχτι σφοντυλάει και κλώθει τ’αρνοπόκι,
Άλλος καυκόπουλο κεντάει, άλλος καρδάραν δένει,
Άλλος για τράστον για αραγό μαδάει προβιάν καινούργια,
Άλλος ξανοίγει τη φωτιά, τραβάει ολίγα θράκια
Και ψένει από ημερόδεντρον βαλάνια και μοιράζει,
Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια – αγάλια
Με την βραχνή τζαμάρα του το “λάγιο αρνί” μαθαίνει,
Άλλος τον όμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα
Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του
Κι’ αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.
Κι ένας, απ’ όλους πλιό τρανός και απ’ όλους λογισμένος,
Που γέρνει απάνου στο ραβδί στερνός απ’ όλους λέγει
Για την τσοπάνικη ζωή, κι όλο τους ορμηνεύει
Για τη βοσκή, για τ’ άρμεγμα, για της ερμιάς τ’αγρίμι
Για το μαντρί, για σάλαγον, για στάλισμα , για σκάρον,
Για γέννον και για βύζαμα και για τον έρμον κούρο.

[Βλέπετε: Κώστα Κρυστάλλη, Άπαντα, Αθήνα 1952,σελίδες 233-234]

Μετά από αυτό το ποίημα, αλλάζοντας ελάχιστα ένα χαϊκού του Γ. Παυλόπουλου, γράφω:

Οι τσοπάνηδες,
οι νεκροί κι οι ζωντανοί
σ’ ένα ποίημα.



1 σχόλιο:

  1. Τώρα με αυτό τον κρονοϊό μόνο οι βοσκοί είναι ασφαλείς, ενώ εμείς αποφεύγουμε τους συγχρωτισμούς και έχουμε σχεδόν καταντήσει αντικοινωνικοί και άγριοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο