Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Η θειά Δημήτρω από τη Βόνιτσα: «Πλιτσνάρσμα στη Πλαζ Παναγιά"!!

   Πήγαμε να πλιτσναρίσουμε (να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα) με τη Γκίκου. Μας πήρε με το πριάρι (είδος πλεούμενου χωρίς καρίνα) ο Περικλής κι μας πήγε στου Δαφνιά (εκεί που σήμερα το ονομάζουν Παναγιά). Άραξε κοντά στ’ προβλήτα. 
       Αγναντεύω για καμιά ξαπλώστρα, ντίπ τίποτα μέχρι πέρα στ’ Λιβανού. Κάθε ξεμωραμένο είχε μάσει κάτω από κάθε ομπρέλα πέντε με έξι ξαπλώστρες. Μια κυρά είχε πέντε ξαπλώστρες κι ήτανε μόνη τσ κάτου από μια ομπρέλα. Πάει εκεί κοντά μια άλλη κυρία και ευγενικά της ζητά μια από τις τέσσερες άδειες ξαπλώστρες. 
Ακουρμαστείτε τι απάντηση πήρε:
-Δεν είναι ελεύθερη. Περιμένω τον άνδρα μου και τα παιδιά μου. Μόλις ξεκίνησαν από την Αθήνα.
Τράου τ’ Γκ’ικου κι τσ λέου:
-Γκίκου άμα η μαντάμου πλήρωνε τσ ξαπλώστρες, ούτε τ’ δκιά τσ δεν είχε. Καταεί κι χωρίς πετσέτα θατανε.

************
        Βάλαμε τα τσαπράκαλά μας κάτω από ένα πουρνάρι κι πέσαμε μέσα για πλιτσνάρισμα.
     Ο Περικλής πήρε μια ξύστρα (ειδικό εργαλείο ψαράδων για την αποκόλληση των μυδιών από τα βράχια) και πήγε για να μάσει το μεσημεριανό το μεζέ.

                                           ************
       Εμείς μι τ’ Γκίκου αρχίσαμε του πλιτσνάρισμα. Δεν πάμε βαθειά, τραβάμε πάντα πέρα δώσε κι κοντά στ’ παραλία. Από τότε που ο Παντελής έπιασε ένα μικρό καρχαρία στο Ακτιο, μας είπε:
-Κυράδες, αυτό πούπιασα είναι το παιδί. Η μάνα τ’ κυκλοφοράει ελεύθερη. 
Τι να πού τώρα. Μ’ κοτάει  να ξαναπάου στα βαθιά;

                                         ************
     Μπροστά μας έκανε μπάνιο ένα ζευγάρι, νατανε δε θάτανε μισό αιώνα ηλικία. Κοντεύω τ’ ματιά μ΄ στ΄κυρία κι τι να δού. Ητανε η πρωτοξαδέλφη εκείνης τσ’ αχώνευτης τ συμπεθέρας μ, τσ πεθεράς τ’ ανηψιού μ΄τ΄Τακούλα. Του Τακούλα πάφησε τ΄Μπούχαλη για να πάει σώγαμπρος στο παζάρι...........



    Η πρωτοξαδέλφη τσ΄συμπέθέρας μ’ τη λέγαμε Λίμπω πρίν πάει στ΄ξελογιάστρα Αθήνα. Αυτή τώρα θέλει να τη λένε Ολυμπία.  Προχτές στο πανηγύρι στ’ Παλίμπ’ έπαιρνε τσ’ μπίρες δέκα δέκα. Ητανε δωρεάν από του σύλλογο αλλά όταν έφτασε η ώρα τσ λαχειοφόρου την έπιασε το λιανοκατούρμα.
    -Καλέ! Που έχει τουαλέτα, έλεγε και ξανάλεγε όσο έβλεπε να πλησιάζει το παιδί μ’ τσ λαχνούς.
   Α, ρε Δυτικέ. Μόνο εσύ έδωσες  την κατάλληλη απάντηση όταν ενας καλεσμένος σε ρώτσε πού έχει τουαλέτα.
-Ροβόλα για πίσω απ’ τ’ σκινάρα.....

                                               ************
     Τώρα στο μπάνιο το ζεύγος είχε σοβαρή συζήτηση. Μίλαγαν για το τι θα κάνουνε τώρα που τα παιδιά τους πάνε μόνα τους διακοπές και σε λίγο κάποια στιγμή θα παντρευτούνε.
Λέει ο σύζυγος τσ Λίμπως:
     -Ολυμπία μου. Θα το έχεις καταλάβει ότι τώρα πλέον που τα παιδιά θα φύγουν οριστικά από το σπίτι, μόνο εμένα θα έχεις.
-Για πόσο θα σε έχω ακόμα; -του απαντάει η Λίμπω.
   Κόκαλο εμείς. Τι ακουρμάστκαμε; Λαμπάξαμε, παρασόλισαμε, στραβοκατνίσαμε, μας ήλθε ου ουρανός σφοντύλι.
     Αυτός αγέρωχος, σαν να μην άκσε τίποτα. Μάλλον θάτανε συνηθισμένα τα βνά απ’ τα χιόνια.
    Ιγώ είτε γιατί δεν μ’ ‘άρεσε η συμπεριφορά τσ Λίμπως, αλλά περσότερο γιατί ήτανε ξαδέρφη τσ’ αχώνευτης τ συμπέθερας μ’, είπα να –αναλάβω τ’ κατάσταση
   -Μωρή Λίμπω, τι λές. Τι νογάς με αυτό. Εσείς απ’ του παζάρ’ ‘ετσι διώχτε τον άνδρά σας. Η μήπως νογάς ότι θα σε αφήσει χρόνια (θα πεθάνει). Ο άνδρας είναι ντούρος. Κατράει τ’ αγκάθι κι αυτό ξεραίνεται. 

Τώρα στ’ συζήτηση μπήκε κι η Γκίκου.
   -Ωρε΄άνδρα, γιατί κάνεις ότι δεν νωγάς τι σούπε. Τι κάθεσαι κι την ακούς. Μια γριουκατούρου είναι κι τίποτα άλλο. Πάρε τα κλιτσνάρια κι φύγε. Απαράτα τ’ Λίμπου. Δεν βλέπεις τα χάλια τσ. Θέλει να μιλάει η κολομπούρου. Απαράτα την κι άμα ζητήσει του σπάθιο, τότε να το σκεφτείς καλά.
       Κάνει δυό τρείς οργιές ο μέχρι πιο πρίν Λίμπως (ο σύζυγος τα Λίμπως) κι βγαίνει από θάλασσα. Κοσί πάει στο αυτοκίνητο κι φεύγει.  Ξόγανο η Λίμπω.
     Για τη συνέχιση του επεισοδίου, σας μολογάου ότι τη Λίμπω ήρθε με αυτοκίνητο κι τη΄πήρε ο Τακούλας κατ’ εντολή τα πεθεράς τ.
  
                                               ************
   Εμείς είμασταν στην ακρογιαλιά κι μαυλάγαμε (ρουφούσαμε) κάτι όστρακα που μας έφερε ο Περικλής τσ Γκίκους. Ο Τακούλας μούκανε τα παράπονα αλλά τ΄θύμσα ότι ου Δαφνιάς είναι ουδέτερο έδαφος και για τσ παζαριώτες, τσ μπουχαλιώτες, τσ κοκινιώτες και τ Αι Δημητριώτες. Τ θύμσα ότι τα όρια παλιά είτανε μόνο η παραλία τσ Βόνιτσας. Τα Ραυτάκια κι τ’ Δρίβα είτανε οι παζσριώτες και οι κοκινιώτες. Του Σουλτάνη μέχρι κι του Ιωάννου είτανε οι Μπουχαλιώτες, και απ’ τ’ Προκόπη και μπροστά στην εκκλησία ήτανε για τσ  Αι Δημητριώτες.
          Εμείς ότι κάναμε μαζί μι τη Γκίκου ήτανε σε ουδέτερο έδαφος.  Είμασταν σε άσυλο.
    Μετά τ’ διευκρίνιση  συνεχίσαμε του μαύλισμα. Είχαμε κάνει και μια καλή πράξη....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο