(Διαβάστε το αφιέρωμα για τον Γιώργο (Γάκια) Τασούλη από την
Μπαμπίνη,
οποίος έφερε την πρώτη αλωνιστική μηχανή στη περιοχή του Ξηρομέρου. Τις αγροτικές μνήμες από την αλωνιστική
μηχανή καταγράφει η κόρη
του Τασούλη Γ. Κωνσταντίνα η οποία είδε
και βίωσε από μικρό παιδί τη διαδικασία του αλωνισμού και έχει πολλές νοσταλγικές αναμνήσεις. Ο Γάκιας
Τασούλης σήμερα ζεί στο χωριό, φροντίζει την αλωνιστική του μηχανή και κρατά ζωντανή
τη μνήμη ενός παραδοσιακού επαγγέλματος που έχει σχεδόν εκλείψει).
Κάποτε ... στα παλιά εκείνα χρόνια...
Γράφει η: Τασούλη Γ. Κωνσταντίνα
Την ώρα που ο πυρόξανθος ήλιος χανόταν πίσω από την αντικρινή βουνοπλαγιά της Μπαμπίνης και χιλιάδες χρώματα σμίγανε τον ουρανό με την πλαγιά του χωριού, στα μακρινά εκείνα χρόνια αλλά τόσο έντονα χαραγμένα στη μνήμη μας, περίπου σαράντα χρόνια πριν, στα μέσα Αυγούστου, πριν τη μεγάλη γιορτή της Παναγίας, εκεί από την άκρη του χωριού, στο δρόμο που έρχεται απ΄τον Αετό, στη Λαγκάδα, ακούγεται το δυνατό μούγκρισμα της μηχανής μεγάλου τρακτέρ......
Τρία μικρά κοριτσάκια σκαρφαλωμένα πάνω στα μπλε
κάγκελα της αυλής τους αφουγκράζονται. Λες να έρχεται; Και να ξεπροβάλει, εκεί
κοντά στο κονισματάκι.
Στην αρχή ένα μικρό ανεπαίσθητο κόκκινο σημάδι, μετά
ακολουθεί κι άλλο πιο αχνό, πορτοκαλί και μετά κι άλλο. Αυτός είναι!
Τα παιδιά
κρατούν την αναπνοή τους, λίγο ακόμη, δεν μιλούν μεταξύ τους, έτοιμα να
κατέβουν στο δρόμο, κρέμονται από τα κάγκελα της αυλής, σηκώνονται στις μύτες
των ποδιών και τα μάτια τους είναι καρφωμένα εκεί στο μεγάλο δρόμο στη μέση του
χωριού και περιμένουν.
Και να βλέπουν καθαρά τώρα. Έρχεται, έρχεται ο πατέρας,
έρχεται ξεφωνίζουν. Ήρθε, αυτός είναι , ήρθε ο πατέρας μαμά.
Ο πατέρας περνάει τώρα στη μέση του χωριού, οδηγώντας
το μεγάλο κόκκινο τρακτέρ που σέρνει την καμαρωτή πορτοκαλί πατόζα, την
αλωνιστική μηχανή, και ακολουθεί η πλατφόρμα γεμάτη από την σοδιά της
χρονιάς.
Η αγωνία μετατρέπεται σε χαρά, εκδηλώνεται με φωνές και τα
παιδιά τρέχουν ξεφωνίζοντας ως το μπάρμπα -Φάνια για να προϋπαντήσουν τον
πατέρα που έλειπε τόσο καιρό.
Το σούρουπο βρίσκει τα τρία κορίτσια μαζί με τη
μητέρα και τη γιαγιά καθισμένους κοντά στον κουρασμένο, μαυρισμένο από
τ΄αγάνι και τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο αλλά ευτυχισμένο πατέρα να
ακούνε πραγματικές ιστορίες ζωής και περιπέτειες που έλαβαν χώρα με
πρωταγωνιστές τους ταϊστάδες, τους κουβαλητάδες, τα καζάνια, τα δεμάτια του
σιταριού, τις θημωνιές και τα χερόβολα, τα λουριά της μηχανής...
Εικόνες μιας άλλης εποχής…
Ας γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου πίσω 60 χρόνια τότε
που ένα νεαρό παιδί, τότε 19 χρονών, παιδί πολυμελούς οικογένειας θα
ορθώσει το ανάστημά του στη φτώχια, θα παλέψει με την άγονη γη, θα δουλέψει
σκληρά κάτω από το λιοπύρι, θα αφουγκραστεί τα καλέσματα της εποχής του,
θα ονειρευτεί ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτόν και την οικογένειά του και θα
μοχθήσει για να παράξει τον άρτον τον επιούσιον, βασικό κομμάτι της
ανθρώπινης ζωής.
Όνομα: Γεώργιος Τασούλης του Σπυρίδωνος
Επάγγελμα: Μηχανοδηγός
Έδρα: Μπαμπίνη Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας.
Ο Γεώργιος (γνωστός ως Γάκιας) ένα από τα
6 παιδιά του Σπύρου και της Αθανασίας, γεννημένος το 1929 στην Μπαμπίνη,
αφήνει το Χρήστο, τον Κώστα, τη Γεωργία, τη Μαρία και το μικρότερο το Θόδωρο
και αρχίζει την αναζήτηση δουλειάς για να μπορέσει να ζήσει και να ανταποκριθεί
στις απαιτήσεις της μεγάλης οικογένειας.
Παιδί 19 χρονών, ξεκίνησε σαν βοηθός σε αλυσιδοφόρο
τρακτέρ(μπουλντόζα) στο Λεσίνι. Γρήγορα του χρέωσαν ένα τρακτέρ JHON DEER (Αμερικάνικο)
που όργωνε και έκανε μεταφορές εργατών στο κάμπο του Λεσινίου. Μετά το
στρατιωτικό του είναι πια και επίσημα μηχανικός.
Στη δεκαετία του 50 στην Μπαμπίνη λειτουργούσε
συνεταιρισμός ο οποίος διέθετε συνεταιριστική αλωνιστική μηχανή. Η
συνεταιριστική μηχανή (HEINZαμερικάνικη) αγοράστηκε με
δάνειο και εγγύηση που ήταν τα μερίδια των συνεταιριστών- κατοίκων της
Μπαμπίνης.
Τότε πρόεδρος του συνεταιρισμού ήταν ο Χρήστος
Τασούλης και γραμματέας ο Χαρίλαος Ζαρκαδούλας. Ο
Γάκιας λοιπόν χειρίζεται τη μηχανή του Συναιτερισμού για 8 χρόνια.
Αλώνιζε όλα
τα γύρω χωριά. Μπαμπίνη- Αετό-Μαχαιρά- Σκουρτού- Χρυσοβίτσα-
Πρόδρομο-Αγράμπελα και Φυτείες. Κοντά στον αλωνισμό ήταν και ο Ηλίας
ο Ράπτης που με το κάρο του μετέφερε το δικαίωμα της μηχανής.
Στην αρχή είχε αρκετή δουλειά καθώς οι μηχανές ήταν λιγοστές, μα κατόπιν η
δουλειά μειώθηκε και τα κέρδη της μηχανής λιγόστευαν. Η μηχανή πουλήθηκε στην
Κατούνα.
Άνεργος πια δουλεύει για δυο χρόνια τη
συνεταιριστική μηχανή Αστακού.
Στη συνέχεια γύρω στα 1960, αφού μάζεψε τις οικονομίες
του και με τη βοήθεια της προίκας της γυναίκας του Θεοδώρας Χ.
Ράπτη αγόρασε τη δική του αλωνιστική μηχανή από το Άδεντρο
Θεσσαλονίκης, HEINZ (αμερικάνικη). Μετά
από ένα χρόνο αγόρασε και το τρακτέρ BELARUS.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το πρώτο τρακτέρ στο
χωριό το είχε ο Γιάννης Πιπερίγκος το 1958, μετά ήρθε
του Γάκια Τασούλη το 1961 και μετά από λίγο αγόρασε και
ο Γιάννης ο Θανασούλας.
Έτσι τώρα πια δούλευε με το δικό του τρακτέρ και
τη δική του μηχανή. Το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.
Ο αλωνισμός άρχιζε στα τέλη Μαΐου. Πρώτα αλώνιζε στα
γειτονικά χωριά, μετά στο χωριό του την Μπαμπίνη και ύστερα τα πιο
απόμακρα. Παραμονή της Αγίας Παρασκευής χαιρετούσε τη γυναίκα
του και τα παιδιά και έφευγε εκτός νομού, για τα χωριά της Ηπείρου. Καλπάκι-
Λυγωψιά- Μάρμαρα- Ασφάκα- Ασπραγγέλους έφτανε μέχρι και τα Ζαγοροχώρια.
Άλλες χρονιές έφευγε για τα χωριά της Λευκάδας.
Καλαμίτσι- Βασιλική- Αλέξανδρος και τόσα άλλα.
Ο ίδιος ο Γεώργιος Τασούλης θυμάται και ο
νους του μοιάζει να ταξιδεύει, ταξιδεύει οδηγώντας το κόκκινο BELARUS με τη πορτοκαλί πατόζα και να ακολουθεί
φορτωμένη η πρατφόρμα με τη σοδειά και τους βοηθούς σκαλφαλωμένους στο πατάρι
της μηχανής:
«Για να πας από το ένα μέρος στο άλλο ήταν πολύ δύσκολο,
χρονοβόρο και επικίνδυνο. Μπορεί και τρεις ολόκληρες μέρες να οδηγούσαμε για να
φτάσουμε στον προορισμό μας. Η οδήγηση γινόταν πάντα ημέρα, για να μπορούμε να
ελέγχουμε το δρόμο και την κατάσταση του συγκροτήματος.
Από τη πολλή ζέστη και
τις μεγάλες διαδρομές, αρκετές φορές, τα λάστιχα άνοιγαν και τότε καθόμασταν
στην άκρη του δρόμου και τα επισκευάζαμε. Όταν σουρούπωνε σταματούσαμε σε ένα
ανοιχτό μέρος δίπλα στο δρόμο και κατάκοποι τρώγαμε ότι είχαμε μαζί μας και
κοιμόμασταν πάνω στα άδεια σακιά. Μαζί μου τα πρώτα χρόνια ήταν και ο
μικρότερος αδελφός μου, ο Θόδωρος.
Από το χωριό κοντά στον αλωνισμό ερχόταν ο Βαγγέλης Κολώνιας,
ο Στάθης Κολώνιας, ο Κίτσος Παλιούρας, ο Γάκιας Τσιώλης, ο Χρήστος Νικ.
Μασσαλής , ο Γάκιας Αντ.Μπιτσώρης, ο Κώστας Κολώνιας και από τη
Μαχαιρά οΧρήστος Κουβέλης.
Κάθε χρόνο ερχόταν από τη
Ζάκυνθο ένας εργάτης ονόματι Μιχάλης. Στη Λευκάδα νεαρός τότε ήταν μαζί μου και ο Γιάννης ο
Γρίνος, ενώ στα γύρω χωριά, κάποιες φορές, ερχόταν και ο Αποστόλης
Κομπλίτσης».
Καθώς θυμάται το πρόσωπό του απότομα
αλλάζει όψη, τα μάτια του φωτίζονται, εκπέμποντας μια εσωτερική λαχτάρα, λες
και είναι εκεί στη μέση του χωραφιού και βάζει μπροστά το μεγάλο τρακτέρ, να
δίνει κίνηση στα λουριά της μηχανής, οι εργάτες τρέχουν κουβαλώντας τα
χρυσαφένια δεμάτια με τα σκληρά αγάνια να βελονίζουν το δέρμα τους, ο καρπός
ώριμος και μεστωμένος να γεμίζει τα καζάνια της μηχανής και πιο πέρα να πετάει
βουνό το άχυρο.
Ο ίδιος ο Γεώργιος Τασούλης θυμάται: Γυναίκες
και άνδρες πήγαιναν στο θέρο. Αφού θέριζαν το σιτάρι το έδεναν χερόβολα και
μετά δεμάτια. Τα μάζευαν σε καθαρό και επίπεδο μέρος στο χωράφι ώστε να μπορεί
εύκολα να έχει πρόσβαση η μηχανή και τα στοίβαζαν σε θημωνιές.
Πολλές φορές ο ήλιος έπεφτε και η μέρα χανόταν και
εμείς ήμασταν ακόμη εκεί, στη μέση του χωραφιού, για να τελειώσουμε κι αυτό το
αλώνι, να σακιάσουνε οι νοικοκυραίοι τη σοδιά τους και οι γυναίκες να μαζέψουν
τα τελευταία σκύβαλα, αγριοβρώμες, αγριοκόκια και κομμένα σιτάρια, τροφή για
τις κότες.
Βλέπετε τα χρόνια ήταν δύσκολα και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο, τότε
ίσα που προλαβαίναμε να πάμε τη μηχανή στο επόμενο αλώνι για να ξεκινήσει με το
χάραμα και πάλι η δουλειά.
Τότε σηκωνόμουν την επόμενη πρωί- πρωί πριν
τις έξι, γρασάριζα- καθάριζα τη μηχανή, την αλφάδιαζα, έπρεπε να είναι
οπισθόβαρη για να μη μπουκώνει, και όταν ερχόταν ο νοικοκύρης άρχιζε το
αλώνισμα.
Το αλωνιστικό συγκρότημα απασχολούσε 8 με 9 εργάτες, τέσσερις εργάτες μετέφεραν τα δεμάτια στο πατάρι της μηχανής όπου εκεί 2
άλλοι εργάτες, οι κόφτες, έκοβαν τα δεμάτια και στη συνέχεια άλλοι 2, οι
τροφοδότες ή ταϊστάδες έριχναν τα χερόβολα μέσα στην τρόμπα της μηχανής.
Εκεί
ήθελε προσοχή γιατί έπρεπε να πέφτει η κανονική ποσότητα μέσα στη χοάνη
για να μη μπουκώνει η μηχανή.
Όταν συνέβαινε αυτό ο ήχος της μηχανής άλλαζε,
έπεφταν οι στροφές του τρακτέρ, κάπνιζε και πολλές φορές πετούσε και το λουρί
που έπαιρνε στροφές από το τρακτέρ. Για να μη χαθούν οι στροφές ρίχναμε ρετσίνι
στο λουρί.
Η τροχαλία της αλωνιστικής μηχανής έπρεπε να ήταν αλφαδιασμένη με
την τροχαλία του τρακτέρ. Ακόμη η μηχανή μπούκωνε όταν το σιτάρι ήταν
νωπό.
Μετά η πατόζα διαχώριζε τον καρπό του σιταριού από τις καλαμιές,
τις οποίες κατακερμάτιζε και τις συσσώρευε στο πίσω μέρος, με ένα μεγάλο χωνί
και δημιουργούνταν έτσι τα λαμνιά του άχυρου.
Μέσα στη μηχανή υπήρχε ο αχυροδιώκτης που έδιωχνε τη
καλαμιά στον αχυροκόπτη. Το αχυροκοπτικό ήταν ένας κύλινδρος με πυκνά δόντια
πολύστροφος που έκανε το άχυρο ψιλό, έπαιρνε 1350 στροφές το λεπτό, και με τη
βοήθεια μιας ισχυρής αεροτουρπίνας και με ένα σωλήνα προσαρμοσμένο, έστελνε το
άχυρο μακριά, σε καθαρό μέρος.
Ο καρπός απ’ το δεξιό μέρος της πατόζας έπεφτε στα
καζάνια. Εκεί ήταν ένας ακόμη εργάτης ο καζανιέρης που μέτραγε τα καζάνια.
Συνήθως το μερίδιο ήταν 12 καζάνια ο νοικοκύρης – 1 καζάνι η μηχανή. Εκείνη την
εποχή η τιμή του ενός κιλού σιταριού ή βρώμης ήταν 3 δραχμές.
Στο τέλος ο νοικοκύρης έπαιρνε μια ποσότητα άχυρο, το
λίχνιζε και μετρούσε τα σπυριά του σιταριού. Ήταν δυσφήμηση για το αλωνιστικό
συγκρότημα όταν έβγαζε περισσότερο σιτάρι.
Πάνω στη μηχανή υπήρχαν τριών ειδών λουριά.
Το κεντρικό λουρί περνούσε από πέντε τροχαλίες και
έδινε κίνηση στη μηχανή.
Το δεύτερο λουρί χρησίμευε για να δουλεύει το
αναβατόριο, εκεί γύρναγε για δεύτερη φορά το ακάθαρτο σιτάρι, περνούσε από τα
σιδερένια κόσκινα, καθαριζόταν και έτσι διασφαλιζόταν η ποιότητα του
σιταριού.
Το τρίτο λουρί,το λεγόμενο των καζανιών, βοηθούσε να
γεμίζουν τα καζάνια.
Μια καλή μηχανή, σύμφωνα με τον Κανονισμό του
Υπουργείου δεν έπρεπε να αφήνει πάνω από 5-7% σπόρια στο άχυρο, έπρεπε να δίνει
καθαρό άχυρο και η λειτουργία της μηχανής να είναι ακίνδυνη για τους χειριστές
της.
Λουρί των πέντε τροχαλιών
Η αλωνιστική μηχανή ήταν μεγάλη υπόθεση. Με το
παραδοσιακό αλώνι ασχολούνταν άντρες γυναίκες και παιδιά τουλάχιστον για ένα
μήνα. Με τη μηχανή σε 5-6 ώρες τελείωνε ο αλωνισμός ενός χωραφιού.
Το χωριό μου, η Μπαμπίνη με περίμενε πάντα, να
τελειώσω τον αλωνισμό από τ’ άλλα χωριά ώστε να αλωνίσω και τα σιτάρια των
χωριανών μου.
Τότε αρχίζαμε τον αλωνισμό από
Μανωλόπουλου-Φραξόλακα-Σταυροδρόμι-Αι Άννα-Άη Δημήτρης μέχρι τις Λαγκάδες και
του Μανδύλη τα Βαρκα.
Από ευχαρίστηση πήγαινα χωριστά στο χωράφι κάθε
συγχωριανού και έτσι έβγαιναν από τον κόπο να μεταφέρουν τα δεμάτια τους σ’ ένα
μέρος, το αλώνι, όπως συνέβαινε συνήθως στ’ άλλα χωριά. Ευχαριστώ από την
καρδιά μου όλους τους χωριανούς για τη στήριξή τους και την αγάπη τους.
Νιώθω επίσης την ανάγκη να σημειώσω και τη μεγάλη
προσφορά της γυναίκας μου Θεοδώρας, η οποία έμενε πίσω στο χωριό με τις τρεις κόρες
μου και την πεθερά μου, την Κωνστάντω, στυλοβάτες του σπιτιού μου.
‘Όμως στα μέσα της δεκαετίας του 70 ο κόσμος στράφηκε
αποκλειστικά στην καπνοκαλλιέργεια, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η
καλλιέργεια σιτηρών, ενώ εμφανίστηκαν και οι πρώτες θεριζοαλωνιστικές μηχανές
(κομπίνες). Η αλλαγή αυτή έφερε και το τέλος μιας εποχής. Η αλωνιστική μηχανή
μπήκε στο υπόστεγο.»
Τα χρόνια που πέρασαν άφησαν τη σφραγίδα τους. Χρόνια
δύσκολα, πονεμένα, φτωχά
Ο ίδιος βιάζεται να μιλήσει, περιμένει με αγωνία
κάποιον να τον ακούσει να αναπλάθει το παρελθόν της γενιάς του, να διηγηθεί την
ίδια του τη ζωή.
Η πυρκαγιά του 2007, ήρθε να αποτελειώσει και να
σβήσει ένα ακόμη απομεινάρι μιας άλλης εποχής που έδωσε δουλειά σε πολλές
οικογένειες.
Ο Γιώργος Τασούλης όμως επιμένει να
της δίνει ζωή. Μετά την πυρκαγιά πήρε ένα κουτί κόκκινη μπογιά και άρχιζε να
βάφει τα καβουρνιασμένα σίδερα. Ήταν μια τελευταία προσπάθεια να την αναστήσει,
να αναστήσει και να συντηρήσει μνήμες μιας περασμένης εποχής, βιώματα που
χαράχτηκαν βαθιά στο μυαλό και στο κορμί του.
Πάντα φροντίζει την αλωνιστική
του μηχανή, θυμάται και αναπολεί τις παλιές καλές εποχές, περιγράφει όπως και
τότε κάθε φορά που γύρναγε από τον αλωνισμό στιγμές και εικόνες του αλωνισμού.
Είναι ζωντανή μνήμη και την έχει μπροστά του, η μνήμη ενός παραδοσιακού
επαγγέλματος που έχει σχεδόν εκλείψει.
(*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «εν Μπαμπίνη» Φ. 46 του Πολιτιστικού
Συλλόγου Μπαμπίνης «Χριστόδουλος Παμπλέκης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο