Το κείμενο αυτό διαβάστηκε από τον Ιωάννη Γ. Νεραντζή, στην παρουσίαση του
βιβλίου «Τοπωνυμικό της Βλαχόφωνης (Καραγκούνικης) περιοχής της Ακαρνανίας»
του συγγραφέα Αντώνη Βασιλείου, τη Τρίτη 14 Αυγούστου
2012, στη Γουριώτισσα.
Δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής
Βιβλιοπαρουσίαση
Βιβλιοπαρουσίαση
του βιβλίου του Αντώνη Βασιλείου
‘‘ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΤΗΣ ΒΛΑΧΟΦΩΝΗΣ (ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΗΣ)
ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ – ΙΔΙΩΜΑ’’
[χωριό Γουργιώτισα Ακαρνανίας, 14/8/2012]
Η
επιστημολογική πραγμάτευση, ιστορικo-γεωγραφική και εθνογραφική, μιας γλώσσας,
καλύτερα ενός γλωσσικού ιδιώματος που διατηρείται μόνο στην προφορική του
διάσταση, που παραμένει ακόμα ζωντανή μόνο στα χείλη μιας «βλαχόφωνης (Καραγκούνικης)
γλωσσικής ομάδας», όπως σωστά την κατηγοριοποιεί ανθρωπολογικά ο συγγραφέας τού
υπό παρουσίαση συγγράμματος, με τίτλο, ‘‘ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ ΤΗΣ ΒΛΑΧΟΦΩΝΗΣ
(ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΚΗΣ) ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ –
ΙΔΙΩΜΑ’’, συνάδελφος, παιδαγωγός, φιλόλογος και υποψήφιος διδάκτωρ Γλωσσολογίας
αγαπητός Αντώνης Βασιλείου, συνιστά έναν πραγματικό επιστημολογικό και όχι
μόνον γλωσσολογικό επιστημονικό άθλο....
Και λέγω
επιστημολογικό άθλο, γιατί η έρευνα του Αντώνη Βασιλείου που πήρε τη μορφή του
συγγράμματος που παρουσιάζεται σήμερα εδώ στη Γουργιώτισσα, μία από τις επτά
Βλάχικες «μητροκωμίες» των Βλάχων/Καραγκούνηδων της Ακαρνανίας, ήτοι της
Στράτου, των Οχθίων, της Γουργιώτισσας, της Παλαιομάνινας, της Αγραμπέλου, του
Στρογγυλοβουνίου και της Μάνινας, δεν είναι μόνον γλωσσολογική, ενταγμένη μόνον
εντός του ερευνητικού πλαισίου της Επιστήμης της Γλωσσολογίας, αλλά είναι
διεπιστημονική: απλώνεται στα ερευνητικά πεδία της Επιστήμης της Ανθρωπολογίας,
και των επιμέρους κλάδων της Επιστήμης της Ιστορίας, ήτοι της Ιστορικής
Γεωγραφίας και της ΑνθρωποΓεωγραφίας.
Και ο Αντώνης Βασιλείου απέδειξε, ως προκύπτει από την ενδελεχή ανάγνωση τούτου του συγγράμματός του, ότι όχι μόνον είναι άριστος γνώστης της ιδιαίτατα μητρικής του γλώσσας, δηλαδή της γλώσσας που πέρασε στα Καραγκούνικα βλαστοκύτταρά του, της γλώσσας που βίωσε από βασταρούδι στην αγκαλιά της Καραγκούνας μάνας του, αλλά και ότι είναι άριστος γνώστης και χειριστής της μεθοδολογίας που απαιτείται για μια διεπιστημονική πραγμάτευση και διαχείριση ενός γλωσσολογικού υλικού, και μάλιστα όταν τούτο το γλωσσολογικό υλικό συνιστά ένα ζωντανό ακόμα, αλλά που τείνει να απολιθωθεί και να μουσειοποιηθεί, προφορικό γλωσσικό ιδιώμα, τα Καραγκούνικα, μια γλωσσική ομοταξία της γλωσσικής συνομοταξίας των Βλάχων.
Καρπός της διττής αυτής κατάρτισής του Αντώνη Βασιλείου είναι το βιβλιοσύγγραμμα περί των οικωνυμίων και τοπωνυμίων στη Βλάχικη και δη στην Καραγκούνικη προφορική γλώσσα, βιβλιοσύγγραμμα που με κάνει να σεμνύνομαι γιατί συμμετέχω και εγώ στην παρουσίασή του σήμερα εδώ στην Καραγκούνικη μητροκωμία της Γουριώτισσας.
Περισσότερο, όμως, από μια απλή βιβλιοπαρούσιαση, η Εισήγησή μου αυτή είναι λόγος αποδεικτικός της συνεισφοράς του βιβλίου τούτου του Αντώνη Βασιλείου στην Ιστοριογραφία την Ελληνική και τη Διεθνή. Είναι παράλληλα και η απάντησή μου στο ερώτημα: «Γιατί να το διαβάσω το βιβλίο αυτό;». Και σας απαντώ, κυρίες και κύριοι: Να το διαβάσετε για να κατανοήσετε τη σχέση της Τοπικής Ιστορίας επτά Καραγκούνικων χωριών της Ακαρνανίας με την Ιστορία όχι μόνον των Λαών της Βαλκανικής, όχι μόνον με την Ιστορία των Λαών της Ευρώπης, αλλά με την Ιστορία των Λαών της Μεσογείου, των Λαών των τριών Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών. Μη τα θεωρήσετε υπερβολικά τα λόγια μου. Δεν εκθειάζω το βιβλίο. Απλώς με το σύγγραμμά του αυτό ο Αντώνης Βασιλείου κατέδειξε ότι «στο ειδικό ενυπάρχει το γενικό». Αρκεί να έχεις το κλειδί να το «ξεκλειδώσεις», να αποκωδικοποιήσεις τα ιστορικά του συμφραζόμενα, να ερμηνεύσεις ιστορικά τις γλωσσολογικές του πληροφορίες.
Τί εννοώ; Αν την ιστορική θεώρηση τη «σχηματοποιήσουμε» σε ομόκεντρους κύκλους, διευρυνόμενους από τον κύκλο της Τοπικής Ιστορίας, στο κύκλο της Εθνικής Ιστορίας, από εκεί στον ευρύ κύκλο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας και από εκεί στον ευρύτερο κύκλο της Ιστορίας των Λαών της Μεσογείου τούτο το διεπιστημονικής χροιάς σύγγραμμα του Αντώνη Βασιλείου είναι επιστημονική βακτηρία, επιστημονικός οδηγός να ακολουθήσουμε και εμείς τους δρόμους που έφερναν πιο κοντά τους Λαούς των Βαλκανίων και της Μεσογείου στην περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και επέκεινα στη Δυτική Μεσαιωνική Ευρώπη και στην Ανατολική Βυζαντινή ΕυρωΑσία και Σαρακηνή Αφρική και συνακόλουθα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ας δούμε πώς πετυχαίνει αυτή την ιστορική αναγωγή ο Αντώνης Βασιλείου μέσα από μια παραδειγματική περίπτωση στο βιβλίο του αυτό: Γράφει συγκεκριμένα:
Ακόμη μεγαλύτερο γίνεται το πρόβλημα της ετυμολόγησης των λέξεων για τη Βλάχικη γλώσσα και γενικότερα για τις προφορικές γλώσσες των Βαλκανίων οι οποίες για πολλούς αιώνες βρίσκονταν σε επαφή μεταξύ τους αλλά και με πιο ≪ισχυρές≫ γλώσσες της περιοχής, όπως π.χ. η ελληνική, η σλαβική κ.ά. Το τελευταίο οφειλόταν στο γεγονός ότι οι ομιλητές των συγκεκριμένων γλωσσών βρέθηκαν να ζουν για πολλούς αιώνες σε τεράστια πολυεθνικά κρατικά μορφώματα, όπως το Βυζάντιο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κ.λπ., τα οποία περιελάμβαναν ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο και όχι μόνο.
Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν να υπάρξει έντονη ≪διείσδυση≫ της μιας γλώσσας στην άλλη, κάτι που
δυσκολεύει περαιτέρω την προσπάθεια του ερευνητή για την αναζήτηση της αρχικής
ρίζας μιας λέξης. …Ακόμη μεγαλύτερη γίνεται η δυσκολία, όταν οι ομιλητές μιας
γλώσσας (άρα και ονοματοθέτες όσον αφορά τα τοπωνύμια της περιοχής τους) είναι
δίγλωσσοι ή και τρίγλωσσοι, όπως υπήρξε για παράδειγμα η συγκεκριμένη γλωσσική
ομάδα, οι Βλάχοι της Ακαρνανίας, τα τοπωνύμια της οποίας εξετάζουμε.
Είναι γνωστό ότι τα μέλη της Βλάχικης γλωσσικής ομάδας της Ακαρνανίας, όπως ήδη αναφέρθηκε, μιλούσαν σε παλιότερες εποχές συγχρόνως Βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά τοπωνύμια, ακόμη και συγκεκριμένες λέξεις (λήμματα) εντός των τοπωνυμίων να μην ανήκουν αποκλειστικά σε μία γλώσσα, αλλά να αποτελούν γλωσσικά υβρίδια, δηλαδή να σχηματίζονται τοπωνύμια από δύο συνθετικά ή και από περισσότερα από δύο, τα οποία δεν συναντιούνται μόνο στη μία γλώσσα, ή τη λατινική, ή τη Βλάχικη, ή την αλβανική, ή την ελληνική, Ο ερευνητής λοιπόν είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει συγχρόνως την ετυμολογία του τοπωνυμίου σε δύο ή και περισσότερες γλώσσες».
Τούτη η πορισματική ρήση του Αντώνη Βασιλείου δίνει λαβή για βάσιμες ιστορικές ερμηνείες για ένα σπουδαίο ζήτημα όχι μόνον της Μεσαιωνικής Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά και της Μεσαιωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και των Λαών της Μεσογείου: Το ζήτημα αυτό μπαίνει με τη μορφή του εξής ερωτήματος: Γιατί τα μέλη της Βλάχικης γλωσσικής ομάδας της Ακαρνανίας, δηλαδή οι Καραγκούνηδες, μιλούσαν σε παλιότερες εποχές συγχρόνως Βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά; Η απάντηση της σύγχρονης ιστορικής έρευνας, που έχει ξεπεράσει την εθνοκεντρική θεώρηση της Ιστορίας, στο ερώτημα αυτό δίδεται δια στόματος ενός άλλου ιστορικού, του Ζάχου Παπαζαχαρίου, στο βιβλίο του «Βαλκανική Κολυμβήθρα ονομάτων» που εκδόθηκε το 1910, όπου διαβάζουμε τα εξής: «Σύμφωνα με την έρευνα του ακαδημαϊκού Α. Δ. Κεραμόπουλου, που δημοσιεύθηκε το 1953, η λέξη «Βλάχος» δεν είναι εθνώνυμο! Η ονομασία «Vlachus» υπάρχει στα λατινικά κείμενα από τον καιρό της κατάληψης της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους, δηλαδή μετά το 48 π.Χ. Συγκεκριμένα, από τότε Βλάχους ή Φελάχους ονόμασαν αρχικά οι Ρωμαίοι τους limitaneus, τους φύλακες των συνόρων της Αιγύπτου και αργότερα όλους τους συνοριοφύλακες του ρωμαϊκού κράτους. Οι ονομασίες Βέλγοι, Ουαλοί, Βαλώνοι, Πολάκοι-Πολωνοί είναι τοπικές παραφθορές της ονομασίας Vlachus, που τους έμεινε από τότε που οι περιοχές τους ήταν μεθοριακές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συνοριοφύλακες γίνονταν συχνά οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, γιατί ήσαν οι πιο εμπειροπόλεμοι στην κάθε μεθοριακή περιοχή. Και θα ρωτούσατε βέβαια εδώ: Υπάρχει λέξη που να αποδεικνύει ότι η λέξη «Βλάχος», πέραν της έννοιας του «ορεσείβιου κτηνοτρόφου συνοριοφύλακα» που της προσέδωσαν οι Ρωμαίοι και μεθύστερα και οι Βυζαντινοί, είχε πρωταρχικά μόνον τη σημασία και της έννοια του «ορεσείβιου κτηνοτρόφου»; Σας απαντώ ευθέως πως ναι υπάρχει: Την επισημαίνει ο ερευνητής λαογράφος Βασίλης Λαμνάτος στο βιβλίο του, Η ΒΛΑΧΟΖΩΗ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΜΠΟΥΣ, όπου διαβάζουμε ότι η λέξη «Βλάχος» είναι ελληνική λέξη που παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «βληχώμαι» και σημαίνει βελάζω, απ’ ὀπου και η αρχαιοελληνική λέξη βληχή ή βλήχημα/βλάχημα δηλ. βέλασμα, από την οποία ετυμολογικά προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, η ελληνική λόγια βυζαντινή λέξη «Βλάχος», αφού στα ελληνικά και όχι στα λατινικά είναι καταγραμμένη η λέξη «Βλάχος» από τους ελληνόγλωσσους του Βυζαντίου, σημασία που παραπέμπει ευθέως στους γηγενείς κτηνοτρόφους και των βουνών και των κάμπων.
Γι’ αυτό, εξάλλου, και σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες η ονομασία «Βλάχος» είναι και χαρακτηρισμός των ορεσείβιων κτηνοτρόφων. Οι δύο σημασίες συνυπάρχουν στον συγκεκριμένο πληθυσμό που υπήρξαν συνοριοφύλακες. Έτσι, οι Πολάκοι από τους οποίους πήρε το όνομά της η Πολωνία και οι Βέλγοι, πρώην κτηνοτρόφοι που κατέβηκαν από τις Άλπεις και έδωσαν το όνομά τους στο Βέλγιο, υπήρξαν συνοριοφύλακες. Οι Κάρπαι, πάλι, οι ορεσείβιοι κτηνοτρόφοι των Καρπαθίων χαρακτηρίστηκαν Βλάχοι γιατί ήσαν φύλακες των ΒΑ. συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αργότερα, και η πεδινή χώρα όπου έκαναν χειμαδιό και όπου καθηλώθηκαν ως αγρότες «Σκλαβηνοί» ονομάστηκε Βλαχία και Βλαχομπογδανία. Και η Μοισία ονομάστηκε Βλαχία, γιατί μαζί με την υπερδουνάβια Βλαχία στην υστεροβυζαντινή εποχή έγινε μεθοριακή περιοχή. Οι Ιλλυριού της μεγάλης οροσειράς των δυτικών Βαλκανίων και της Πίνδου χαρακτηρίστηκαν «Βλάχοι», γιατί έπαιξαν τον ρόλο των συνοριοφυλάκων όταν χάθηκαν οι κτήσεις του Βυζαντίου στην Ιταλία και η Αδριατική και το Ιόνιο αποτέλεσαν το δυτικό όριο του Βυζαντίου. Έτσι εξηγείται και το ότι «Βλάχοι» εμφανίζονται ξαφνικά στη δυτική Βαλκανική τον 11ον αιώνα. Όχι γιατί κάποια φυλή Βλάχων ήρθε από πέρα από τον Δούναβη, αλλά γιατί οι ορεινοί πληθυσμοί της Αλβανίας, της Ηπείρου, της Δυτικής Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας και δη της Ακαρνανίας, εκτός από άσημοι κτηνοτρόφοι-Βλάχοι ως τότε, είχαν γίνει πλέον, επώνυμοι συνοριοφύλακες, δηλαδή «Βλάχοι», κτηνοτρόφοι/ακρίτες, αφού οι περιοχές τους όπου ανέπτυσσαν την κτηνοτροφία ήταν πια μεθοριακές. Τίποτε, λοιπόν, δεν έχουν κοινό οι Βλάχοι της Ελλάδας και της Αλβανίας, με τους Βλάχους της Βλαχομπογδανίας έξω από το ότι, στην ιστορική τους παρουσία, στα Μεσαιωνικά Χρόνια, χρημάτισαν, αν θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό με μια μόνο λέξη, κτηνοτρόφοι/Βλάχοι-συνοριοφύλακες/Βλάχοι-ακρίτες.
Το ίδιο ακριβώς μας λέγει και ο Αντώνης Βασιλείου στο βιβλίο του που παρουσιάζουμε σήμερα εδώ: Διαβάζω: «Η εν λόγω γλωσσική ομάδα των Βλάχων/καραγκούνηδων της Ακαρνανίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, μιας και αποτελεί σήμερα το νοτιότερο σημείο – και άρα συνοριακό προσθέτω εγώ – εξάπλωσης της Βλάχικης γλώσσας στην Ελλάδα αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Για να προσθέσει ο ίδιος -ο Αντώνης Βασιλείου- ότι: Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι η συγκεκριμένη γλωσσική ομάδα των Καραγκούνηδων Βλάχων της Ακαρνανίας διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Βλάχους (γλωσσικά, πολιτισμικά, εθνογραφικά, κλπ.) σε σημαντικό βαθμό. Και να επισημάνει πάλι ο ίδιος ότι: Σε κάποια φάση της ιστορίας της μάλιστα αυτή η βλάχικη ομάδα της Ακαρνανίας υπήρξε ακόμη και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως Βλάχικα, Ελληνικά και Αλβανικά, και ότι είναι η μόνη Βλάχικη γλωσσική ομάδα αυτή της Ακαρνανίας που φέρει το προσωνύμιο Γκαραγκούνηδες ή Καραγκούνηδες. – Και είναι φυσικό αυτό το ιστορικό προτσές, προσθέτω εγώ, αφού όπως προαναφέρθηκε η λέξη «Βλάχος» δεν είναι εθνώνυμο, και οι Βλάχοι/Καραγκούνηδες της Ακαρνανίας είναι αρχέγονοι γηγενείς κάτοικοι τούτης της γης, με το κυριώνυμό τους, «Βλάχοι/κτηνοτρόφοι» να συνδέεται γλωσσικά και ετυμολογικά με το αρχαίο ρήμα «Βληχώμαι».
Συνεπώς, οι Βλάχοι δεν αποτέλεσαν ποτέ ούτε ιδιαίτερη «φυλή» ούτε ιδιαίτερο «έθνος», αλλά αποτελούσαν τους γηγενείς και αυτόχθονες Βαλκάνιους ορεσίβιους, αρχικά νομάδες περιπλανώμενους σε όλη τη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία, και ύστερα ημινομάδες εγκατεστημένους σε συγκεκριμένον πλέον τόπο της Βαλκανικής χερσονήσου, όπως ακριβώς επισημαίνει και ο Αντώνης Βασιλείου στο βιβλίο του αυτό.
Όσο για τη συγγένεια των γλωσσικών ιδιωμάτων όλων των ανά την Βαλκανική Χερσόνησσο κατοικούντων Βλάχων, αυτή οφείλεται στην αρχαία συγγένεια όλων των ιλλυρικών ιδιωμάτων της Βαλκανικής από την οποία προέρχονται τα γλωσσικά ιδιώματα των κατά τόπους Βλάχων, σύμφωνα με την έρευνα του ακαδημαϊκού Α. Κεραμόπουλου, αν και η μελέτη του αυτή δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, ούτε και οι ίδιοι οι Βλάχοι της Ελλάδας την πρόσεξαν, αλλά και σύμφωνα με το αντίστοιχο γλωσσικό πόρισμα του Αντώνη Βασιλείου στο βιβλίο του αυτό.
Έτσι κυκλοφορούν διάφορες παλαιότερες απόψεις για τα παράγωγα της λατινικής ονομασίας Vlachus, αλλά όχι και για τα παράγωγα του ελληνικού -είπαμε- ρήματος «βληχώμαι» δηλ. βελάζω απ’ ὀπου και η λέξη βληχή ή βλήχημα/βλάχημα δηλ. βέλασμα, από την οποία ετυμολογικά προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, η ελληνική λόγια βυζαντινή λέξη «Βλάχος», αφού στα ελληνικά και όχι στα λατινικά είναι καταγραμμένη από τους ελληνόγλωσσους του Βυζαντίου. Συγκεκριμένα, «Βλάχοι», καταγράφει και ο βλαχικής καταγωγής βυζαντινός στρατηγός Κεκαυμένος στο βιβλίο του «Στρατηγικόν», τον 11ον αιώνα.
Αυτή ακριβώς είναι και η προσφορά
και η συμβολή του συγγράμματος αυτού του Αντώνη Βασιλείου στην επιστήμη και της
Γλωσσολογίας και της Ιστορίας: Να μας κάνει να σκεφτούμε ότι τα γλωσσικά
ιδιώματα των Βλάχων της νότιας Βαλκανικής, όπως και τα γλωσσικά ιδιώματα των
Βλάχων της βόρειας Βαλκανικής, δεν ήσαν απλώς παραφθορές της λατινικής γλώσσας,
επικρατέστερη γλωσσική θεωρία παλαιότερα, επειδή είχε κυριαρχήσει η ιδέα πως οι
Ρωμαίοι κατακτητές είχαν εκλατινίσει ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου, και ότι
οι Βλάχοι είναι λατινογενής λαός, λείψανα του λατινικού ή λατινίζοντος
πληθυσμού που είχε διασπαρεί στους ρωμαϊκούς χρόνους στη χερσόνησο του Αίμου
και ότι η ιστορία τους αρχίζει από τον 10ον αιώνα. Οι αυτοσχέδιοι φιλόλογοι και
γλωσσολόγοι της εποχής δε σκέφτονταν ότι η λατινική ήταν γλώσσα αστική και
λόγια, όπως και η ελληνική, ενώ τα ιδιώματα των Βλάχων των δυτικών Βαλκανίων
ήταν προφορικά επικοινωνιακά όργανα ορεινών κτηνοτρόφων και ουδεμία σχέση
μπορεί να είχαν με τη λατινική που ήταν αστική γλώσσα.
Βασισμένοι, λοιπόν, και
στο σύγγραμμα αυτό του Αντώνη Βασιλείου, μπορούμε τώρα να υποστηρίξουμε ότι
Βλάχικα γλωσσικά ιδιώματα ήταν και αρχαιότερα από τη λατινική γλώσσα και
επέδρασαν σ’ αυτήν εκ των υστέρων για να διαμορφωθεί η λαϊκή λατινική. Και λέγω
βασισμένοι στο σύγγραμμα αυτό του Αντώνη Βασιλείου, γιατί είναι αυτός που
τεκμηριώνει ότι πολλά καραγκούνικα τοπωνύμια της Ακαρνανίας έχουν ιδιαίτερη
σύνθετη ιδιοσυστασία: είναι δηλαδή σύνθετες λέξεις που το πρώτο συνθετικό τους
προέρχεται από άλλη γλώσσα και το δεύτερο συνθετικό από άλλη γλώσσα, όπως π.χ.
η λέξη «Χασιβούνι», αποτελούν δηλαδή γλωσσικά υβρίδια. Αυτή η γλωσσική
πραγματικότητα γεννάει το εύλογο ερώτημα: «Πώς μπορεί μια γλώσσα, και
στην προκειμένη περίπτωση η βλάχικη γλώσσα, να είναι υβριδική; Η απάντηση είναι
εύκολη αν σκεφθούμε ότι πρόκειται για προφορική λαϊκή καθομιλουμένη και όχι για
λόγια γραπτή γλώσσα, και το δεδομένο αυτό το συνδυάσουμε με το προαναφερθέν
πόρισμα του Αντώνη Βασιλείου ότι «η βλάχικη ομάδα της Ακαρνανίας υπήρξε ακόμη
και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως Βλάχικα, Ελληνικά και
Αλβανικά». Και ποια είναι αυτή η εύκολη απάντηση; Μας τη δίνει η Ιστορία αν τη
μελετήσουμε σωστά και την ερμηνεύσουμε σωστά στην ομόκεντρη βαλκανική της
διάσταση και όχι μόνο στον στενό κύκλο της Τοπικής Ιστορίας: Και τούτο γιατί
τότε θα κατανοήσουμε ότι αυτοί οι κατά γεωγραφικό βαλκανικό διαμέρισμα Βλάχοι,
και στην περίπτωσή μας οι Βλάχοι της Ελλάδος, και δη οι Καραγκούνηδες της
Ακαρνανίας, δεν είναι ιδιαίτερη φυλή, ιδιαίτερος λαός που μετανάστευσε από τη
Ρουμανία και εγκαταστάθηκε στο αλβανικό και ελληνικό τμήμα της οροσειράς της
Πίνδου, όπως ήθελε η προηγούμενη ανιστόρητη θεωρία, αλλά πρόκειται για γηγενείς
αυτόχθονες ορεινούς ποιμενικούς πληθυσμούς που λόγω της νομαδικής ζωής τους
αρχικά και της ημινομαδικής τους αργότερα έρχονταν σε επαφή με τους άλλους
γηγενείς πληθυσμούς της Ιλλυρίας και της Ελλάδας, λατινόγλωσσους ή
ελληνόγλωσσους, και μεθύστερα και με τους ομιλούντες στη βαλκανική τη σλαβική ή
την Οθωμανική γλώσσα. Ούτε είναι γλώσσα ακρεφνούς λατινικής προέλευσης, αφού
προϋπήρχαν οι Βλάχοι στη Βαλκανική χερσόνησο πριν την κατακτήσουν οι Ρωμαίοι
και ονομαστούν όλοι οι κατακτημένοι κάτοικοι των Σκλαβηνιών, όπως και οι
Έλληνες, Ρωμιοί, με αφανισμένο στο εξής το φυλετικό και εθνικό τους όνομα.
Επόμενον ήταν λοιπόν η μητρική τους προφορική γλώσσα, των ορεσείβιων
κτηνοτρόφων νομάδων Βλάχων, στο πέρασμα δύο χιλιετιών, να καταλήξει υβριδική,
δηλαδή σύνθετη προφορική γλωσσική διάλεκτος με λεξιλόγιο συναποτελούμενο από
λέξεις όχι μόνο καθαρά βλάχικης προέλευσης, αλλά και από λέξεις ελληνικής,
λατινικής, αλβανικής, σλαβικής και τουρκικής προέλευσης, λεξιλόγιο απολιθωμένο
σήμερα και στα Καραγκούνικα τοπωνύμια και οικωνύμια της Ακαρνανίας που
πραγματεύεται ο Αντώνης Βασιλείου στο σύγγραμμά του αυτό.
Αυτή είναι η μια μεγάλη επιστημονική συνεισφορά του Αντώνη Βασιλείου, ήτοι συμβολή στην ιστορική μεθερμήνευση των σημάτων του τόπου, των Καραγκούνικων τοπωνυμίων της Ακαρνανίας.
Η άλλη μεγάλη συνεισφορά του βιβλίου αυτού είναι η συμβολή του στον πολλαπλασιασμό των γνώσεών μας για τη γεωσύσταση και το Οικο-περιβάλλον της περιοχής της Ακαρνανίας με την ιδιαίτερη και πλούσια χλωρίδα και πανίδα της, αλλά και γνώσεις για την Ιστορική Γεωγραφία της Βλαχόφωνης Ακαρνανίας, αφού καραγκούνικα τοπωνυμικά ιδιόλεκτα που καταγράφονται στο βιβλίο αυτό, αναφέρονται άλλα σε γεωκτητικές σχέσεις, άλλα σε κάποιον τόπο συνδεμένον με ιστορικό γεγονός τοπικής σημασίας, άλλα σε τόπους όπου λημέριαζαν κλέφτες και ληστές που έδρασαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και αργότερα, και άλλα στην πατροπαράδοτη επαγγελματική δραστηριότητα των Βλαχόφωνων της Ακαρνανίας, την κτηνοτροφία, με δεύτερη ερχόμενη τη γεωργία.
Καταληκτική μου πρόταση: Ταξείδι με το κείμενο. Ταξείδι στους τόπους που το τοπωνύμιό τους καταστέρισε σε τούτο το βιβλίο του ο Αντώνης Βασιλείου: ένα νοερό ταξείδι στη γλώσσα, στον χώρο, αλλά και στον χρόνο, της συγκεκριμένης γλωσσικής ομάδας των Καραγκούνηδων Αρβανιτόβλαχων της Ακαρνανίας.
Κι αν φτωχική τη βρεις, η Καραγκούνικη καλύβα δε σε γέλασε....
Ειμαι μισος βλαχος, απο την πλευρα του πατερα μου. Διαβαζω το τελευταιο καιρο μια συγκρουση μεταξυ συγγραφεων και ερευνητων ποιος εχει πραγματοποιησει την μεγαλυτερη, βαθυτερη και περισσοτερο εμπεριστατωμενη ερευνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια αυτο κυριοι σας απαντω, εχοντας ενα Master (ασχετο με την δικη σας βεβαια ερευνα) και θυμαμαι πολυ καλα ο καθηγητης μου να μας επισημαινει οτι η ερευνα δεν ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΟΤΕ!!!
Ενα αλλο σημειο, οποιονδηποτε ρωτησεις με ριζες απο ολα τα βλαχοφωνα χωρια της αιτωλοακαρνανιας αν αισθανεται, πιστευει, νομιζει, θεωρει οτι οι βλαχοι ειναι ελληνες. Η απαντηση ειναι σιγουρα ενα κατηγορηματικο ΝΑΙ.
Για αυτο αφηστε την ριζολαγνεια ποιοι ειμαστε και απο που ερχομαστε, ο καθενας μας εχει ιστοριες απο του παπουδες τους για ποιοι ειναι οι προγονοι τους και απο που καταγονται.
Και κλεινοντας...ολη αυτη η ενταση...το μονο που εγειρει για εμας τους ημιμαθεις, (αφου εσεις ειστε οι επιστημονες να μας πειτε ποιοι ειμαστε...και λαικοτερα μας λετε απο που κρατα η σκουφια μας) μονο οργη και αηδια...!
Με εκτιμηση
Β.Τ
Το ολο θεμα δεν παραπεμπει σε ξεκαθαρα συμπερασματα. Εγω λεω, γιατι αυτη, η χωρις γραφη γλωσσα, δεν πηρε τη μορφη Γραφης; Γιατι εμεινε προφορικη;; Επειδη ειμαι ομορος σχεδον κατοικος της περιοχης των Καραγκουνικων χωριων της Ακαρνανιας, ειχα φιλους και συμμαθητες, και πολλες επαφες σε χωρους εργασιας, γνωριζω την νοοτροπια των και τις συμπεριφορες των, εχω συμπερανει, οτι εχουν μια ιδιοσυγκρισια διαφορετικη απο εμας τους Ομορους κατοικους της περιοχης.Υπαρχει διαφορα, η οποια φαινεται αμεσως. Εγω απορω, γιατι, στο περασμα του χρονου, δεν αφομειωθηκαν μεσα στον ντοπιο πληθυσμο.. Αυτο, μοιαζει, σαν αντισταση τους, ωστε να ''διασωσουν'' την κουλτουρα τους και τη γλωσσα τους, μαζι και τα ηθη και εθιμα τους, βαζοντας ''συνορα'', σαν να ειναι ξενοι μεσα σε ξενο εδαφος. Τωρα, αν η γλωσσα τους ειναι η Αιολικη-Ελληνικη, δεν το ξερω διοτι δεν ξερω την Αιολικη, αλλα δεν ξερω κατα ποσο ειναι και τριγλωσση. [[Ελληνικη-Λατινικη-Αλβανικη]]. Παντως ειναι πιο μακρυα απο την Ελληνικη, διοτι, παρα του οτι ειχα χρονια συναναστροφη με φιλους και συμμαθητες οπως εχω πει πριν, ποτε δεν ''επιασα'' ελληνικες λεξεις, που θα εμπαινα σε νοημα. 'Ομως, Ρουμανο εργατη που ρωτησα εδω, και ειχε μιλησει με Καρακουνιδες, μου ειπε οτι σχεδον συνεννοειται. Και κατι ακομα. Εδω στην περιοχη της Ακαρνανιας, τα χωρια αυτα τα λενε και Ρουμανοχωρια. Τωρα, κατα ποσο σχετιζονται με τους Καρακουνιδες της Θεσσαλιας, δεν εχω ιδεα καμια. Ειναι ενα παμπαλαιο ξεχωριστο ελληνικο φυλο, που υπεστει μεγαλες επηροες, απο τους διαφορους κατακτητες που περασαν απο πανω τους και απο αυτη τη Χωρα; Δεν το ξερω.. Νομιζω οτι το μυστηριο θα παραμενει.
ΑπάντησηΔιαγραφή