Μ’λέι ο Τακούλας:
-Θειά δμήτρω δε μ’ φέρνς δυο σακκιά κουπριά για τα λουλούδια;
-Νασφέρω Τακούλα μ.
Απ΄του καλοκαιρινού του στάλου έμασα δύο τσβάλια κι του σούρουπο τα φόρτωσα στο μλάρ’ και κίνησα για τ’ παραλία.
Ο Τακούλας είχε πάει σόγαμπρος κι εκτός απ’ τα πεθερκά αγνάνευε κι τ’ παραλία.
Για να μη περάσου το μλάρ’ μέσα απ’ τ’ πλατεία έκοψα κοπά απ’ τη Χώρα. Είχα πάρ΄και λίγο λάδ για τα καντήλια.
Ξεκαμπάου στ’ παραλία, κόβω κοπά στο μονοπλιό και κράζω του Τακούλα:
-Ορα Τακούλαααα.
Βγαίν’ στου μπόντζο ου Τακούλας κι σα σόγαμπρος κατεβάζ’ τα τσβάλια. Η κυρά τ’ ούτε πφάνκε.
-Μλέει ο Τακούλας. Δε πάμε να σι κεράσω ένα τσίπρο;
-Κι δι πάμε Τακούλα μ’, τλέω. Όμως του μλάρ που να του βάλου;
-Α, κατ’ εκεί στ’ Βλύχα, εκεί π΄παλιά βάραες μι το κόπανο το λινάρ’.
Μέχρι να τοιμαστεί ο Τακούλας, τραβάου για τ’ Βλύχα. Τι μεγαλεία κι τι χαρές είχαμε όταν ήμασταν νιές. Εκεί πλέναμε τα χοντρόρουχα, εκεί στρωχίζαμε του τραγόμαλο για τα σαέσματα. Εκεί ακουρμάστκα πρώτ’ φορά του Μήτσο μ’.
Πρι φτάσου τ’ Βλύχα, τράου κι τι να δού. Μια σιδεροδεσιά τριάντα ουριές κι δίπλα του σήμα τσ’ ευρωπαικής ένωσης. Ορέ λέου, η ΕΟΚ τσ’ επέβαλε να βάλνε και για τα ζωντανά δεσιές. Αυτό είναι ισότητα.
Δένου τ’ μλάρ’ στ’ σιδεροδεσιά και πάου να δου πρώτα τ’ Βλύχα, εκεί π’ όλη η Βόνιτσα έπλενε τα χοντρόρουχα. Εκεί πουτρεχε μπουτοβάγια του νερό. Τράου η Βλύχα είχε κι μάντρα. Κοντεύω κι τι να δού μέσα. Σαφαρα , καρέκλες, μπουκάλια από χλωρίνες και σάπια ξύλα. Τράου να δού που πάει όλο το νερό, πθενά.
Να κι ο Τακούλας, πγέλαγε για το πούδεσα το μλάρ.
-Θειά Δμήτρω μλέει, εδώ είναι τα ποδήλατα. Ε, τλέου μέχρι να τα φέρνε, ημείς θάχουμε πιεί το τσίπρο. Αλλά Τακούλα μ’ που πάει του νερό τσ’ Βλύχας;
-Θειά Δμήτρω, όταν το μπάζωσαν, αυτό έχει ξεσπάσει από κάτω απ’ το μπάζωμα του πάρκινγκ και βγαίν’ στη θάλασσα. Μια μέρα αυτό το μπάζωμα θα κάτσει....