Η κοπή Βελανιδιάς: Πόσο μεγάλο έγκλημα αποτελούσε για τους αρχαίους
Γράφει ο: Κουβέλης Μπάμπης*
Είναι γνωστή η λατρεία που έτρεψαν οι αρχαίοι Έλληνες στη βελανιδιά, τον οποία είχαν αναγάγει σε δέντρο ιερό. Μύθοι αρχαίοι πολλοί αναφέρονται με σεβασμό και δέος στο δέντρο αυτό και στις Δρυάδες, τις νύμφες των δασών, οι οποίες δεν ήταν αθάνατες όπως οι άλλες νύμφες, είχαν όμως το δώρο της αιώνιας νεότητας και της μακροζωίας. Πέθαιναν όταν για οποιαδήποτε αιτία αφανίζονταν μια ή συγκεκριμένη βελανιδιά, με την οποία κάθε νύμφη ταυτίζονταν και από την οποία ζωογονείτο.
Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος* στο ποιητικό του έργο «Μεταμορφώσεως», γράφει σχετικά: «Ο Ερυσίχθων, γιος του Τρίοπα, ήταν Θεσσαλός. Βλάσφημος και υπερόπτης, μισούσε τους θεούς. Μια φορά διέταξε τους υπηρέτες του να κόψουν μια ιερή βελανιδιά που ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα και γύρω της χόρευαν οι Δρυάδες.
Όταν αυτοί δίστασαν, άρπαξε ένα τσεκούρι και είπε: «Δεν με ενδιαφέρει αν το δέντρο αυτό το αγαπά η θεά. Ακόμη και η θεά η ίδια αν ήταν, θα την έριχνα κάτω αν στεκόταν στο δρόμο μου». Κάποιος από τους παρισταμένους προσπάθησε να τον σταματήσει και ο Ερυσίχθων τον σκότωσε λέγοντας: «Ορίστε η ανταμοιβή για τον οίκτο σου».
Οι Δρυάδες, βλέποντας με θλίψη πεσμένο πια κατάχαμα το πιο περήφανο δέντρο του δάσους, πήγαν στη Δήμητρα και ζήτησαν την τιμωρία του Ερυσίχθονα. Η Δήμητρα συμφώνησε και ζήτησε από τον μεγαλύτερο εχθρός της την Πείνα, που κατοικούσε στη Σκυθία μαζί με τον Τρόμο και το Κρύο (μέσω αγγελιοφόρου, αφού απαγορεύονταν να έρθει σε επαφή μαζί της), να κυριεύσει τα εντόσθια του Ερυσίχθονα. Της παρήγγειλε ούτε η δύναμη των δώρων της (της Δήμητρας), αλλά ούτε και καμία αφθονία να μην τον ανακουφίζει. Η Πείνα υπάκουσε στις εντολές της Δήμητρας και ένα βράδυ, που ο Ερυσίχθων κοιμόνταν, κυρίευσε τα σωθικά του. Μετά έφυγε από τη γη της αφθονίας (τη Θεσσαλία) για να γυρίσει στη φρικτή πατρίδα της.
Ο Ερυσίχθων ονειρεύονταν στον ύπνο του ότι πεινούσε και όταν πλέον ξύπνησε, η πείνα του είχε γίνει τεράστια. Αμέσως ζήτησε να του φέρουν τροφή. Όμως, όλο το φαγητό της Γης δεν του έφτανε. Όσο θα χρειάζονταν μια πόλη ή ένα έθνος ολόκληρο για να τραφεί δεν επαρκούσε. Η πείνα του έγινε τόση όσο και ο Ωκεανός, που δέχεται όλα τα ποτάμια και που ποτέ του δεν γεμίζει. Η περιουσία του εξανεμίσθηκε. Στο τέλος ο Ερυσίχθων άρχισε να κατασπαράζει τα ίδια του τα μέλη. Αγωνίζονταν να θρέψει το σώμα του, τρώγοντας το ίδιο του το σώμα. Ώσπου ο θάνατος τον απάλλαξε από την εκδίκηση της Δήμητρας.
Η αυστηρή και πολύ βαριά τιμωρία που επιφύλαξαν κατά το μύθο οι θεοί (δια μέσου της Δήμητρας) στο δράστη της κοπής ενός δέντρου, δηλώνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι άνθρωποι των μυθικών ακόμα χρόνων στο θαύμα της φύση, όπου είναι σαν δέντρο η βελανιδιά.
Σημειώσεις
* Ο Οβίδιος, Πόπλιος Νάσων είναι το πλήρες όνομά του γεννήθηκε το 43 μ.Χ. και ανδρώθηκε επί αυτοκράτορος Αυγούστου. Σε ηλικία 17 ετών ήλθε για ολιγοετείς σπουδές στο πνευματικό κέντρο εκείνης της εποχής, που συνεχίζει να είναι η Αθήνα. Έγραψε πολλές ποιητικές συλλογές με διάφορους τίτλους και η σπουδαιότερη είναι η ονομαζόμενη «Μεταμορφώσεις» και η οποία περιστρέφεται γύρω από τους αρχαίους μύθους, περιλαμβάνει δε 15 βιβλία.
** Ο κορμός του παραπάνω κειμένου είναι απόσπασμα από δημοσίευμα της εφημ. «Καθημερινή». 24-8-06/ Νικ. Νικολάου.
(* Είναι Συγγραφέας, μέλος του Δ.Σ. της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας και διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φυτειωτών «Το Λιγοβίτσι»)
Γράφει ο: Κουβέλης Μπάμπης*
Είναι γνωστή η λατρεία που έτρεψαν οι αρχαίοι Έλληνες στη βελανιδιά, τον οποία είχαν αναγάγει σε δέντρο ιερό. Μύθοι αρχαίοι πολλοί αναφέρονται με σεβασμό και δέος στο δέντρο αυτό και στις Δρυάδες, τις νύμφες των δασών, οι οποίες δεν ήταν αθάνατες όπως οι άλλες νύμφες, είχαν όμως το δώρο της αιώνιας νεότητας και της μακροζωίας. Πέθαιναν όταν για οποιαδήποτε αιτία αφανίζονταν μια ή συγκεκριμένη βελανιδιά, με την οποία κάθε νύμφη ταυτίζονταν και από την οποία ζωογονείτο.
Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος* στο ποιητικό του έργο «Μεταμορφώσεως», γράφει σχετικά: «Ο Ερυσίχθων, γιος του Τρίοπα, ήταν Θεσσαλός. Βλάσφημος και υπερόπτης, μισούσε τους θεούς. Μια φορά διέταξε τους υπηρέτες του να κόψουν μια ιερή βελανιδιά που ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα και γύρω της χόρευαν οι Δρυάδες.
Όταν αυτοί δίστασαν, άρπαξε ένα τσεκούρι και είπε: «Δεν με ενδιαφέρει αν το δέντρο αυτό το αγαπά η θεά. Ακόμη και η θεά η ίδια αν ήταν, θα την έριχνα κάτω αν στεκόταν στο δρόμο μου». Κάποιος από τους παρισταμένους προσπάθησε να τον σταματήσει και ο Ερυσίχθων τον σκότωσε λέγοντας: «Ορίστε η ανταμοιβή για τον οίκτο σου».
Οι Δρυάδες, βλέποντας με θλίψη πεσμένο πια κατάχαμα το πιο περήφανο δέντρο του δάσους, πήγαν στη Δήμητρα και ζήτησαν την τιμωρία του Ερυσίχθονα. Η Δήμητρα συμφώνησε και ζήτησε από τον μεγαλύτερο εχθρός της την Πείνα, που κατοικούσε στη Σκυθία μαζί με τον Τρόμο και το Κρύο (μέσω αγγελιοφόρου, αφού απαγορεύονταν να έρθει σε επαφή μαζί της), να κυριεύσει τα εντόσθια του Ερυσίχθονα. Της παρήγγειλε ούτε η δύναμη των δώρων της (της Δήμητρας), αλλά ούτε και καμία αφθονία να μην τον ανακουφίζει. Η Πείνα υπάκουσε στις εντολές της Δήμητρας και ένα βράδυ, που ο Ερυσίχθων κοιμόνταν, κυρίευσε τα σωθικά του. Μετά έφυγε από τη γη της αφθονίας (τη Θεσσαλία) για να γυρίσει στη φρικτή πατρίδα της.
Ο Ερυσίχθων ονειρεύονταν στον ύπνο του ότι πεινούσε και όταν πλέον ξύπνησε, η πείνα του είχε γίνει τεράστια. Αμέσως ζήτησε να του φέρουν τροφή. Όμως, όλο το φαγητό της Γης δεν του έφτανε. Όσο θα χρειάζονταν μια πόλη ή ένα έθνος ολόκληρο για να τραφεί δεν επαρκούσε. Η πείνα του έγινε τόση όσο και ο Ωκεανός, που δέχεται όλα τα ποτάμια και που ποτέ του δεν γεμίζει. Η περιουσία του εξανεμίσθηκε. Στο τέλος ο Ερυσίχθων άρχισε να κατασπαράζει τα ίδια του τα μέλη. Αγωνίζονταν να θρέψει το σώμα του, τρώγοντας το ίδιο του το σώμα. Ώσπου ο θάνατος τον απάλλαξε από την εκδίκηση της Δήμητρας.
Η αυστηρή και πολύ βαριά τιμωρία που επιφύλαξαν κατά το μύθο οι θεοί (δια μέσου της Δήμητρας) στο δράστη της κοπής ενός δέντρου, δηλώνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι άνθρωποι των μυθικών ακόμα χρόνων στο θαύμα της φύση, όπου είναι σαν δέντρο η βελανιδιά.
Σημειώσεις
* Ο Οβίδιος, Πόπλιος Νάσων είναι το πλήρες όνομά του γεννήθηκε το 43 μ.Χ. και ανδρώθηκε επί αυτοκράτορος Αυγούστου. Σε ηλικία 17 ετών ήλθε για ολιγοετείς σπουδές στο πνευματικό κέντρο εκείνης της εποχής, που συνεχίζει να είναι η Αθήνα. Έγραψε πολλές ποιητικές συλλογές με διάφορους τίτλους και η σπουδαιότερη είναι η ονομαζόμενη «Μεταμορφώσεις» και η οποία περιστρέφεται γύρω από τους αρχαίους μύθους, περιλαμβάνει δε 15 βιβλία.
** Ο κορμός του παραπάνω κειμένου είναι απόσπασμα από δημοσίευμα της εφημ. «Καθημερινή». 24-8-06/ Νικ. Νικολάου.
(* Είναι Συγγραφέας, μέλος του Δ.Σ. της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας και διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φυτειωτών «Το Λιγοβίτσι»)