Ήταν το 1975, τότε που η εσωτερική μετανάστευση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.
Η Αθήνα γέμιζε συνεχώς με κόσμο από την επαρχία, ενώ τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια∙ λίγοι, ελάχιστοι, διέθεταν δικό τους......
Τότε ήταν που ο Πανογιώργης Λιβάνης, από το χωριό μας,
πήρε τη μεγάλη απόφαση: να αγοράσει πούλμαν και να ανοίξει τουριστικό γραφείο
στην πρωτεύουσα. Το γραφείο, LIVANIS TOURS, στεγαζόταν στην οδό Αγίου
Κωνσταντίνου, στον ημιώροφο του αριθμού 57.
Η ιδέα του απλή αλλά ιδιοφυής: κάθε Παρασκευή το
λεωφορείο να ξεκινά από την Αθήνα για το χωριό και κάθε Κυριακή το απόγευμα να
επιστρέφει πίσω στην πρωτεύουσα. Ήταν μια κίνηση που έμοιαζε επαγγελματική,
αλλά στην πραγματικότητα ήταν και κοινωνική∙ γιατί εξυπηρετούσε στο έπακρο
όλους εκείνους τους χωριανούς που πάλευαν να ριζώσουν στην πόλη, μα δεν
ξεχνούσαν ποτέ τον τόπο τους.
Και δεν ήταν μόνο οι δικοί μας. Από Μαχαιρά, Χρυσοβίτσα,
Αγράμπελο, Σκουρτού Καραϊσκάκη το πούλμαν γέμιζε ασφυκτικά και προς τις δύο
κατευθύνσεις.
ΤΟ ΠΟΥΛΜΑΝ
Το πρώτο λεωφορείο ήταν μάρκας PEGASOS – ή
«Πεκάσω», όπως το έλεγαν οι περισσότεροι. Σύντομα ήρθε και δεύτερο, πάλι της
ίδιας μάρκας, με οδηγό τον αδελφό του Πανογιώργη, τον Γιάννη. Δυο αδέλφια, δυο
λεωφορεία, κι αμέτρητα δρομολόγια μπρος–πίσω, Αθήνα – Χωριό.
Όμως, δεν ήταν μόνο οι επιβάτες που έβρισκαν θέση
μέσα. Τα λεωφορεία γέμιζαν και με δέματα∙ τα καλούδια της μάνας και του πατέρα για το παιδί που
ζούσε στην πόλη ώστε να βοηθηθεί στα πρώτα του,
φτωχά, βήματα στην άγνωστη Πρωτεύουσα.
Κυριακή απόγευμα, στην αυλή των καφενείων του μπάρμπα
Στέλιου και του Αντρέα Παύλου, σχηματιζόταν μια μικρή αγορά∙ χαρτόκουτα,
σακούλες και τσουβάλια περίμεναν να φορτωθούν.
Ο Πανογιώργης
κι ο Γιάννης πάσχιζαν να τα χωρέσουν όλα στις μπαγκαζιέρες.
Μέσα στα δέματα υπήρχαν απ’ όλα: ζυμωτό ψωμί, κρέατα,
κοτόπουλα, πίτες, ψωμιά, λάχανα, αυγά, ψάρια, τραχανάς, κουλούρια,
τηγανοψώματα, τυριά, κουλούρες, πατάτες, κηπευτικά της εποχής, λεμόνια, λάδι,
κρασί, σύκα και άλλα φρούτα εποχής, και λίγα λεφτά – και τι δεν είχαν αυτά τα δέματα. .
Ήταν η
«χωριάτικη βοήθεια»∙ μια χειροπιαστή πράξη
αγάπης από το χωριό στα παιδιά της ξενιτιάς
Και το σημαντικότερο; Οι αδελφοί Λιβάνη τα μετέφεραν
αδιαμαρτύρητα. Πολλές φορές μάλιστα δεν έπαιρναν ούτε χρήματα για τα
ασυνόδευτα.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Το ταξίδι σπάνια ήταν μια απλή διαδρομή. Πιο πολύ
έμοιαζε με εκδρομή∙ με γλέντι. Μέσα στο λεωφορείο ακουγόταν γέλιο, τραγούδια,
ανέκδοτα, αστεία∙ η κούραση ξεχνιόταν.
Και οι θέσεις είχαν τον άγραφο κανόνα τους:
- οι πρώτες, πάντα
κλεισμένες από συγκεκριμένο ζευγάρι κι από την οικογένεια των ιδιοκτητών,
- η γαλαρία, τόπος για
νεαρούς και νεαρές.
- οι μεσαίες και
μπροστινές για τις οικογένειες.
Ο Πανογιώργης ήταν μάστορας στο τιμόνι∙ «έπαιζε το
τιμόνι στα δάκτυλα», όπως έλεγαν. Κι ο Γιάννης, το ίδιο, αλλά ποιο συντηρητικός
. Ο κόσμος τους εμπιστευόταν τυφλά
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Βέβαια, τα λεωφορεία δεν ήταν άτρωτα. Ζημιές στον
δρόμο, καθυστερήσεις∙ κι έτσι το ταξίδι, αντί για έξη ώρες, κρατούσε εφτά και
οχτώ. Η αγωνία των συγγενών στο χωριό μεγάλωνε ώσπου να φανούν.
Και
τότε ήταν που η θειά ‘Λένη – Μάκαινα, μητέρα του Πανογιώργη και του Γιάννη,
έλεγε με καμάρι:
«Ούλη με μας, ούλη με τα πιδιάμ θέλουν να ταξιδέψουν».
Κι είχε δίκιο∙ οι επιβάτες προτιμούσαν τα λεωφορεία
τους, γιατί εκεί μέσα δεν έκαναν απλώς ταξίδι. Ένιωθαν πως βρίσκονταν ανάμεσα
σε συγγενείς.
ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ
Δεν ήταν, βέβαια, μόνο οι Λιβάνηδες. Στην ίδια
διαδρομή δραστηριοποιούνταν και άλλοι πολύ καλοί επαγγελματίες:
- ο Αθανάσιος Τρίτσας
με τα TRITSAS TOURS, από τον Αστακό, με γραφείο στην οδό
Πανεπιστημίου. Σωστός επαγγελματίας
με μεγάλο διεθνές τουριστικό γραφείο και εξυπηρέτηση πέραν του επαγγελματισμού
– ανθρώπινος και με χιούμορ. Επιβάτες από Αστακό και άλλα χωριά .
- ο Λευτέρης Ρηγάλος
και ο Πάνος Ντίνος με τα ASTAKIOTIS TOURS, στην πλατεία Κοτζιά.
Επίσης πολύ καλοί επαγγελματίες, εξυπηρετούσαν επιβάτες από
Καραϊσκάκη, Βασιλόπουλο, Αστακό και
άλλα χωριά.
Όλοι
τους πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες, στηρίζοντας τους ξενιτεμένους της
πρωτεύουσας και κρατώντας ζωντανό το δεσμό με τον τόπο τους.
Η Εξέλιξη και το Τέλος μιας Εποχής
Με
το πέρασμα των χρόνων, τα παιδιά των χωριών ρίζωσαν στην πόλη.
Η οικονομική τους κατάσταση βελτιώθηκε, τα αυτοκίνητα πλήθυναν, και κάθε
οικογένεια απέκτησε το δικό της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990,
τα λεωφορεία σταμάτησαν πια τα δρομολόγια, καθώς οι ταξιδιώτες λιγόστεψαν.
Έτσι έκλεισε ένας κύκλος γεμάτος αναμνήσεις, πρόσωπα, μυρωδιές και ιστορίες.
Χρόνια περασμένα, μα αξέχαστα.
Όμορφες εποχές, γεμάτες εικόνες που μένουν ζωντανές, για να τις θυμόμαστε και
να τις αφηγούμαστε – ως κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης.
Παναγιώτης Ηλ. Χολής
(Οκτώβριος 2025)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο