Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Κοτουρίνης Μιχαήλ :"Οι παλιοί θαλασσινοί της Βόνιτσας"


Στην άκρη της πλατείας, εκεί που ο ήλιος πάει να γείρει πίσω απ’ το κάστρο και τα τζιτζίκια γίνονται πιο θαρραλέα, κάθονταν στο παγκάκι τους.... Ο Ιωάννης Χελάς και ο Γεράσιμος Κούρτης. Δύο άντρες, ενενήντα δύο χρονών, που έμοιαζαν να ‘χουν βγει απ’ την ίδια μήτρα του καιρού.

Ήταν Σάββατο 26 Ιουλίου 2025 παραμονή του Αγίου Παντελεήμονα. Η εκκλησία στο βάθος ετοιμαζόταν για τον εσπερινό, εκείνοι όμως δε μιλούσαν. Κάθονταν δίπλα δίπλα στο παγκάκι τους, με τις τραχιές παλάμες διπλωμένες στα γόνατα, τα μάτια τους καρφωμένα κάπου στον Αμβρακικό, που ‘χε αρχίσει να ροδί. Είναι  οι δυο τελευταίοι από τους παλιούς επαγγελματίες ψαράδες της Βόνιτσας που ζούνε ακόμα.

Είχαν μεγαλώσει μαζί, είχαν ριχτεί στη θάλασσα παιδιά ακόμα. Έμαθαν ν’ ακούνε τα σημάδια της, να διαβάζουν τα σύννεφα, να μιλάνε με τα δίχτυα. Ξέραν πού κρύβεται το λαβράκι και πότε σηκώνεται το μελτέμι. Οι βάρκες τους ήταν το σπίτι τους. Δεν ήξεραν τι θα πει Κυριακή ή αργία. Με κρύο, με βροχή, με λιοπύρι – η θάλασσα ήταν εκεί, απαιτητική αλλά τίμια.

«Ο Αμβρακικός ήταν αλλιώς τότε,» ψιθύρισε κάποια στιγμή ο Χελάς, χωρίς να τον κοιτάξει. Ο Κούρτης ένευσε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα.

Καθαρά νερά, γεμάτα ζωή. Όχι σκουπίδια, ούτε λύματα, ούτε αγνώριστοι τουρίστες που δε ρώτησαν ποτέ πώς λέγεται αυτός ο κόλπος. Οι άνθρωποι είχαν λόγο και μπέσα. Αν χαλούσε το σκαρί του ενός, ο άλλος του ‘δινε το δικό του. Αν δεν είχε φαΐ ο γείτονας, του άφηναν ψάρια στην πόρτα, δίχως κουβέντες. Οι γυναίκες έπλεναν στην αυλή, οι άντρες πείραζαν ο ένας τον άλλον στο καφενείο. Ούζο, ελιές, και λέξεις λιγοστές.

Τους πλησίασα και τους τράβηξα φωτογραφία. Δεν κουνήθηκαν. Έμειναν όπως ήταν — σιωπηλοί, ακίνητοι, σχεδόν πέτρινοι. Σαν να ήξεραν πως εκείνη τη στιγμή δεν φωτογραφιζόταν απλώς μια παρέα ηλικιωμένων, αλλά ολόκληρη μια εποχή.

Η νύχτα έπεσε. Τα φώτα της πλατείας τρεμόπαιζαν. Από την εκκλησία ακούστηκαν οι πρώτες ψαλμωδίες του εσπερινού. Πίσω τους περνούσε κόσμος, παιδιά, τουρίστες, γέλια και φωνές. Κανείς δεν τους παρατηρούσε πια. Μα εκείνοι καθόντουσαν ακόμα στο παγκάκι, δίπλα δίπλα, όπως πάντα.

 Δυο φίλοι. Δυο ψαράδες. Δυο κομμάτια της θάλασσας που δεν βούλιαξαν ποτέ.

Φωτο- Κείμενο : Κοτουρίνης Μιχαήλ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο