Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Μια βραδιά ποίησης από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λευκάδας Αφιέρωμα: Μανόλης Αναγνωστάκης-Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά…

 


Βιβή Κοψιδά-Βρεττού

Την Πέμπτη 27 Μάρτη 2025 ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λευκάδας πραγματοποίησε τη δική του ποιητική εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης...... Στον εμπνευσμένο, καλαίσθητο χώρο του βιβλιοπωλείου Bookamvilia, το απόγευμα, στις 7.30 μ.μ. συγκεντρώθηκαν οι φίλοι της ποίησης –μέλη του Συνδέσμου Φιλολόγων, εκπαιδευτικοί κάθε βαθμίδας, μαθητές, γονείς, συμπολίτες μας κάθε ηλικίας και ταυτότητας, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί συμβολικά και να ξυπνήσουμε μέσα μας ό,τι περισσότερο έχει ανάγκη η ψυχή μας σε τόσο άνυδρες και ανήσυχες μέρες.

Η βραδιά ήταν αφιερωμένη στον Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005), εμβληματική μορφή της πρώτης μεταπολεμικής (ποιητικής) γενιάς, μεγάλο αγωνιστή της Αντίστασης, καταδικασμένο σε θάνατο και διωκόμενο απηνώς, τόσο για τη δράση όσο και για τις ιδέες του-την αφοσίωσή του στην ελεύθερη συνείδησή του. Το θέμα ήταν: «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Ποιητική φωνή και σιωπές του Μανόλη Αναγνωστάκη».

Το πρώτο μέρος του τίτλου προέρχεται από έναν «μονόλογο» του ποιητή, που προέκυψε από μαγνητοφωνημένη συνομιλία του με τον νέο τότε δημοσιογράφο και μετέπειτα σημαντικό συγγραφέα Μισέλ Φάις, στη διάρκεια δύο συναντήσεών τους (4 και 9 Νοεμβρίου 1992), στο σπίτι του ποιητή, στην Πεύκη. Σ’αυτή τη συνέντευξη ο Αναγνωστάκης σμιλεύει αυθόρμητα –όπως συμβαίνει με την προφορικότητα-μια διαμεσολαβημένη αυτοπροσωπογραφία, στην οποία απαντά χωρίς ενδοιασμούς για την ιδιαιτερότητα της πορείας του, τόσο για τη φωνή της ποίησής του (από το 1941), όσο και για τη μετέπειτα, από το 1971 ουσιαστικά, και μέχρι τον θάνατό του, ποιητική του σιωπή.

Για τους σταθμούς της ζωής και του έργου του μίλησε η δρ. φιλολογίας Όλγα Κοταρέλα, καθηγήτρια στο 1ο Γενικό Λύκειο Λευκάδας και μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Φιλολόγων. Ο τίτλος της ομιλίας της: Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο: Ο ποιητικός βίος του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Η Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Βιβή Κοψιδά-Βρεττού μίλησε για ένα άλλο πολυσυζητημένο- από τη φιλολογία και την κριτική- «έργο» του ποιητή: τη σιωπή του. Τίτλος της ομιλίας της: «Μανόλης Αναγνωστάκης: Η σιωπή του ως ποιητικό και πολιτικό γεγονός». Ο ίδιος είχε καταθέσει τον λόγο του στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη, το 1983:

«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή… Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό». «Από το 1971 δεν έχω γράψει τίποτα που να εντάσσεται σ’ αυτό που λέμε ποίηση. Από πολλούς αυτό θεωρείται σαν ακατανόητο. Μερικοί μου λένε ότι είναι μια προδοσία της ποίησης κλπ. Πρέπει να πω ότι […] προϊόντος του χρόνου το ενδιαφέρον μου για τον ποιητικό λόγο μειώνεται. Δεν ξέρω γιατί, δεν διαβάζω και πολλή ποίηση, δεν παρακολουθώ και, όπως είχα πει και σε μια συνέντευξη, δεν αισθάνομαι πια σαν αθλητής στον στίβο, αισθάνομαι περισσότερο σαν φίλαθλος στις κερκίδες και συχνά όχι καλός φίλαθλος. […] Η ποίηση σαν μια γλώσσα που δεν αφηγείται, που δεν περιγράφει, που δεν διδάσκει με αυτόν τον χρηστικό τρόπο της διδασκαλίας, αλλά που τείνει στην όσο γίνεται μεγαλύτερη συμπύκνωση, στο να βγάλει το απόσταγμα των πραγμάτων, έχει σαν κυριότερο εχθρό της τη φλυαρία, την πολυλογία, την περιττολογία. Ειλικρινά, θαυμάζω και σέβομαι τους πολυγράφους ποιητές, […] αλλά δεν πιστεύω πως ο ποιητής μπορεί να συγκινείται εξίσου από όλα. […] Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνο σ’ αυτή τη δυνατότητα; ή θα επιχειρήσει να εκφραστεί και με άλλους τρόπους; ή θα φτάσει κάποτε σ’ ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης − και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση, εντελώς το αντίθετο, από την οδυνηρή —αν θες— διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής. Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που «ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κι αυτή μια έκφραση, εγώ θα ‘λεγα πως είναι και μια πράξη».



Ο Κοσμάς Κοψάρης, δρ. Φιλολογίας, κριτικός λογοτεχνίας και διευθυντής του 2ου Γυμνασίου Πρέβεζας προσέγγισε συγκριτικά τα δύο ομότιτλα περίπου ποιήματα: το ποίημα Νέοι της Σιδώνος 1970 του Αναγνωστάκη και το ποίημα του Καβάφη Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)

Τα ζητήματα που προέκυπταν από τις ομιλίες σχολιάζονταν από τους παρευρισκόμενους με ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και αναφορές σε διαβάσματα.

Το πλούσιο πρόγραμμα περιλάμβανε επίσης απαγγελίες ποιημάτων, προβολή βίντεο με μελοποιημένη ποίηση του Αναγνωστάκη και την προβολή ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη από το αρχείο της ΕΡΤ, όπου ο ίδιος ο ποιητής αφηγείται τα του βίου του. Επιλεγμένα ποιήματά του διάβασαν οι: Βιβή Παππά, Σίσσυ Μπίζου, Κατερίνα Ροντογιάννη, Ελένη Σταματέλου, Ειρήνη Γράψα, Γιαννούλα Προκόπη, Κοσμάς Κοψάρης, ο οποίος παρουσίασε και στην ισπανική γλώσσα το ποίημα του Αναγνωστάκη Μιλώ. Ποιήματα διάβασαν επίσης, η Ρίτσα Αγγέλη, ο Γιάννης Κουσουράκος, η Σούλα Λάζαρη-Κηρολιβάνου, η Κατερίνα Κτενά, η Βάσω Χαμαλέλη- Μπούκλα, η Ευδοξία Κάκκου κ.ά.

Στα ενδιάμεσα ακούστηκαν τα τραγούδια (μελοποιημένη ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη: Κι ήθελε ακόμη (Μαρία Δημητριάδη), Το σκάκι (Γεράσιμος Ανδρεάτος), Μιλώ (Φαραντούρη-Πανδής), Έφτασες αργά (Β. Παπακωνσταντίνου), Δρόμοι παλιοί (Μαργαρίτα Ζορμπαλά).

Εκ μέρους του Συνδέσμου Φιλολόγων θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους και όλες που τίμησαν με την παρουσία, τον λόγο, την ευγενική κατάθεσή τους, με οποιονδήποτε τρόπο, τη βραδιά. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στις αγαπημένες φίλες που ήρθαν από την Πρέβεζα, με ενεργό μάλιστα ρόλο: Ρίτσα Αγγέλη, Ευδοξία Κάκκου, Κατερίνα Κτενά, Βάσω Χαμαλέλη-Μπούκλα. και στη Βάσω Πανταζή, που ήρθε από την Πάλαιρο.

Ευχαριστώ την Όλγα Κοταρέλα και τον Κοσμά Κοψάρη για τις ομιλίες τους. Τα μέλη του Δ.Σ. Βιβή Παππά, Σίσσυ Μπίζου, Αγγελική Κόγκα, Όλγα Κοταρέλα, Κοσμά Κοψάρη, και βέβαια την Άννα Κοψιδά, για την αμέριστη συμπαράσταση προκειμένου να πραγματοποιηθεί, με τον προσφορότερο τρόπο, η εκδήλωση. Τέλος, τον συνάδελφο Κώστα Σοφιανό του Μουσικού Σχολείου για την αρτιότητα της τεχνικής υποστήριξης. Και τον Διευθυντή του Μουσικού Σχολείου για την πρόθυμη διάθεση του τεχνικού εξοπλισμού.

Ευχαριστούμε το supermarket Σκλαβενίτη για την ευγενική, όπως πάντα, χορηγία. Και την Ηρώ Λιάσκου, που όχι απλώς μας «στέγασε» στον φιλόξενο χώρο του φροντισμένου Salon des Livres Bookamvilia, αλλά μας πρόσφερε την ανεπανάληπτη αύρα μιας αναβλύζουσας πνευματικότητας και αισθητικής.

Ένα σύνολο εναρμονισμένων μεταξύ τους ερεθισμάτων-γνωστικών, συναισθηματικών, αισθητικών-δημιούργησαν αυτό το συνεκτικό αίσθημα ταυτίσεων, την αίσθηση μιας πολυεπίπεδης «κοινότητας», που ευχόμαστε για τη συνέχειά της, πάντα με τη στήριξη και την ενθάρρυνσή σας.

Όχι, ο ποιητής λοιπόν δεν ήταν «Ο ποιητής της ήττας». Ήταν ο ποιητής που ανα- γέννησε την αγωνία για την εποχή μας και το αίσθημα μιας ανυποχώρητης βεβαιότητας ότι η ποίηση είναι το ακριβό μέταλλο της συλλογικής μας δύναμης. Ακόμα και όταν οι κάθε είδους «ρεαλισμοί»-θεμιτοί και αθέμιτοι- φαίνεται ότι κερδίζουν το παιχνίδι…

Κλείνοντας, σας αφιερώνουμε το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη προς τη Νόρα του, το ισόβιο στήριγμα της ζωής του:

Ήρθες όταν εγώ…


Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ’ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πώς θα ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ’ αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση — Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού
Ούτε μι’ ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ’ άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.
Ανάμνηση ζωής — πότε ν’ αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον κόσμο
Στα δυο, κρύβοντας το σπασμό και την απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α πώς θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε από τ’ άρωμα της λάσπης
Ούτε απ’ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι —αν έχει μείνει—
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.





























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο