Η Παγάνα
Γράφει ο: Νίκος Καρύκης
Στα βουνά όμως γύρω-γύρω από το χωριό υπήρχαν πολλοί λύκοι και τσακάλια, που έτρωγαν τα ζώα των χωρικών, τα λεγόμενα «Ζλάπια». Οι επιθέσεις που έκαναν σε απροστάτευτα κοπάδια, είχαν σαν αποτέλεσμα τον πνιγμό μεγάλου αριθμού αιγοπροβάτων, με συνέπεια την ανεπανόρθωτη καταστροφή της στάνης. Όταν έπεφταν οι λύκοι μέσα στο κοπάδι μπορούσαν να πνίξουν όλα τα πρόβατα και τα γίδια ακόμα και άλογα έτρωγαν. Τα τσοπανόσκυλα που ήταν κοντά στο κοπάδι, δεν μπορούσαν να αντισταθούν όλες τις φορές στις πεινασμένους λύκους, γιατί τα ίδια αποτελούσαν τον πρώτο στόχο. Τα «Ζλάπια» δάγκωναν τα σκυλιά και στη συνέχεια δρούσαν ανενόχλητα, χωρίς σταματημό.
Όταν ο βοσκός αντιλαμβανότανε από το γαύγισμα των σκυλιών, ότι ο λύκος πλησιάζει, άρχιζε να φωνάζει δυνατά (χουχτάει), για να αποτρέψει την επίθεση από τα άγρια αγρίμια. Η εμφάνιση του λύκου στην περιφέρεια του χωριού προκαλούσε μια οργανωμένη επιχείρηση την λεγομένη «παγάνα», κοινή δηλαδή έξοδο των χωριανών για την καταδίωξή του γιατί έπρεπε να πάρουν μέτρα προστασίας των κοπαδιών τους.
Οι τσοπάνηδες αφού έκαναν την αναγνώριση του χώρου που πιθανόν να βρίσκονταν το αγρίμι άρχιζαν να στήνουν σχέδιο. Από πού θα πάει ο κόσμος, πώς θα μπούνε τα καρτέρια, πώς θα δουλέψει η παγάνα για να κατευθύνουν τον λύκο εκεί που θέλουνε, ποιοι θα πάνε που, όλα στημένα με κάθε λεπτομέρεια. Αφού τα είχανε σχεδιάσει όλα τέλεια, όριζαν την ημέρα της επίθεσης.
Η καμπάνα κτυπούσε και καλούσε τους κατοίκους του Αετού, που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση. Συνήθως συγκεντρώνονταν σε κεντρικό καφενείο με επικεφαλής τον Πρόεδρο της κοινότητας και όσοι κάτοικοι είχαν όπλα τα έφεραν μαζί τους. Ο Πρόεδρος που ήταν και ο συντονιστής, τους χώριζε σε δύο ομάδες, στους ένοπλους που θα έστηναν το καρτέρι και στους άοπλους που θα έκαναν την παγάνα και τους έδινε τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Εδώ να σημειώσουμε ότι οι ένοπλοι άνδρες που περίμεναν στα καρτέρια, έπρεπε να είναι σε ευθεία γραμμή και να βλέπει ο ένας τον άλλον. Στεκότανε πάντα όρθιοι όση ώρα διαρκούσε η διαδικασία της παγάνας και τα όπλα τους ήταν έτοιμα, γεμισμένα και περίμεναν τους λύκους. Ποτέ όμως τα όπλα τους δεν τα είχαν να κοιτάνε προς τα εμπρός για τυχόν ατύχημα με τους χωριανούς τους, που έρχονταν φωνάζοντας από κάτω από τα ριζά του βουνού, μέσα στο δάσος.
Τα νεύρα όλων ήταν τεντωμένα, οι
παγανιέρηδες ξεσήκωναν τον τόπο με φωνές, κύκλωναν το λύκο και του
άφηναν μόνο μία διέξοδο για τα καρτέρια, αναγκάζοντας τον να κατευθυνθεί
προς τα εκεί. Τα καρτέρια ακούγανε τις φωνές, ακούγανε και την παγάνα, αλλά ακούγανε και την καρδιά τους που χτυπούσε πιο γρήγορα από τον φόβο τους για τον λύκο. Είχαν το δάκτυλο στην σκανδάλη, διαισθάνονταν ότι έρχεται κατά πάνω τους και περίμεναν. Ξαφνικά ακούγονταν μια τουφεκιά και ο λύκος έπεφτε σκοτωμένος.
Αν όλα πήγαιναν καλά και ο σκοπευτής, που βρισκόταν πιο κοντά στο λύκο ήταν εύστοχος, η επιχείρηση γινόταν με επιτυχία. Τις περισσότερες φορές σκότωναν πολλούς λύκους και τσακάλια. Πολλοί κάτοικοι έβγαζαν τα δόντια από τους λύκους για φυλακτό και οι ένοπλοι έφερναν τους λύκους τους σκοτωμένους να τους δουν οι χωριανοί στο χωριό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο