Αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε η ηθοποιός Κατερίνα Καραδήμα. Ακολούθησε συζήτηση του συγγραφέα με τους παρευρισκόμενους…
Ολόκληρη η ομιλία της κας Αγγέλη,
Στο κέντρο ο συγγραφέας Κώστας Μπαρμπάτσης, δεξιά του ο Στέλιος Μερμίγκης και αριστερά η Μαρία Αγγέλη. |
Ο Κ. Μπαρμπάτσης γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Εδώ και πολλά χρόνια ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Εφαρμοσμένη πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος με ειδίκευση στην εκπαιδευτική τεχνολογία και στα πολυμεσικά περιβάλλοντα. Παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική γραφή» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ. Από το 2004 διδάσκει Πληροφορική στο δημόσιο σχολείο.
Πέρα από αυτές τις επιρροές, ο Κώστας άντλησε υλικό για τις ιστορίες του και από το μικρό μαγαζί, μπακάλικο, που είχε η μητέρα του στο Αγρίνιο…
O Kώστας Μπαρμπάτσης, όπως καταλαβαίνετε, υπήρξε αυτήκοος μάρτυρας πολλών ιστοριών είτε στο χωριό του πατέρα του, το Δρυμό, είτε στο μαγαζί της μητέρας του στο Αγρίνιο. Υπήρχε «το προζύμι» για να χρησιμοποιήσω μια ξηρομερίτικη έκφραση κι όταν ωρίμασε, με την κατάλληλη τέχνη, ο συγγραφέας έπλασε το πιο καλό ψωμί…
Ο τίτλος του βιβλίου: Λυκοχαβιά. Μια λέξη, ένας πρωτότυπος τίτλος. H «λυκοχαβιά» αν και «παροπλισμένη» λέξη σήμερα, γίνεται τίτλος μιας ενδιαφέρουσας Συλλογής ιστοριών, όπου κυριολεκτικά και μεταφορικά υπάρχουν λύκοι.
Καταρχάς θα εξηγήσω τη σημασία της λέξης: Λυκοχαβιά, λέγεται το δέρμα από την περίμετρο του στόματος του λύκου. Ήταν κάτι σαν φυλαχτό, σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις, που προσέδιδε μαγικές ικανότητες σε όποιον την είχε πάνω του. Για να φτιάξουν τη «λυκοχαβιά» οι τσοπάνηδες κυρίως των περιοχών που διαδραματίζονται οι ιστορίες, σκότωναν ένα λύκο, τον κρέμαγαν ανάποδα κι έκοβαν με προσοχή το δέρμα που είναι γύρω από το στόμα του. Στη συνέχεια το ξέραιναν στον ήλιο. Μετά το πήγαιναν στην εκκλησία για να λειτουργηθεί σαράντα (40) μέρες. Αυτό το ξεραμένο και «λειτουργημένο» δέρμα του λύκου είχε μετατραπεί σε «λυκοχαβιά» φυλαχτό. Όποιος το είχε πάνω του «χάβωνε», όποιον είχε απέναντι. Το ρήμα «χαβώνω» στο ξηρομερίτικο ιδίωμα σημαίνει εξαπατώ, ασκώ υποβολή. Κυρίως αυτό «το φυλαχτό» ήταν χρήσιμο στα δικαστήρια. Αν κάποιος είχε μια δίκη, και έφερε πάνω του «λυκοχαβιά», σίγουρα, όπως έλεγαν, κέρδιζε. Στο ομώνυμο διήγημα ο συγγραφέας αναφέρει:
« Και δίχως να ρωτήσει τα παρακάτω ο Νικολός, άρχισε να λέει πως προτού κάτι μέρες είχε ένα δικαστήριο στα Γιάννενα. Για μια παλιοϋπόθεση που τραβιότανε χρόνια τώρα.[…]. Αλλά με το που ο Γάκιας έσφιξε τη λυκοχαβιά στη χούφτα, αυτό ήτανε. Χάβωσε ο πρόεδρος, κι από κει και πέρα δεν έβγαλε μιλιά. Κι αυτός κι όλοι όσοι κάθονταν εκειά ψηλά. Σα πιωμένοι έλεγε πως τον κοίταζαν και μόνο σα συνείφεραν λίγο, βάλανε κάτι χαρτιά στα στόματα κι «Αθώος ο κατηγορούμενος», είπανε. […]. Και σα βγήκανε, πήρε αγκαζέ το δικηγόρο ο Γάκιας και πήγανε σ’ ένα καφενείο για ούζα. Κι εκεί που του ’λεγε για το πώς έπιασε τη λύκαινα και πώς της πήρε τη λυκοχαβιά, τους ακούει ένας από διπλανό τραπέζι. Ένας πραματευτής απ’ την Άρτα. Έφερε την καρέκλα κοντά κι «΄Αμα μου βρεις κι άλλα σαν αυτό, θα βγάλουμε πολλά λεφτά», του ’πε. «Ξέρω ανθρώπους που ως και λίρες χρυσές δίνουνε» (σελίδες70,71,72).
Βλέπετε πόση μεγάλη αξία είχε η «λυκοχαβιά»! Και πόση πίστη είχαν στα μαγικά φυλαχτά οι άνθρωποι της εποχής…
Η συλλογή Λυκοχαβιά είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα. Σ’ αυτό αφηγείται έξι ιστορίες εμπνευσμένες από τη νεότερη ελληνική ιστορία και «ειπωμένες» με την ντοπιολαλιά των περιοχών στις οποίες διαδραματίζονται.
Ο συγγραφέας αντλεί τις ιστορίες του από το παρελθόν ενός τόπου του οποίου γνωρίζει πολύ καλά την ανθρωπογεωγραφία και τα γλωσσικά του θησαυρίσματα… Ανασύρει στο φως ιστορικά γεγονότα της περιόδου του Πολέμου του ’40, της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Μετανάστευσης των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών… Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Αιτωλοακαρνανία, κυρίως στην περιοχή Ξηρομέρου, και στη γειτονική Ήπειρο. Το χρονικό και τοπικό πλαίσιο είναι προσδιορισμένο.
Ο αναγνώστης όμως «ακούγοντας» αυτές τις ιστορίες παρακολουθεί παράλληλα και άλλα θέματα τοπικής ιστορίας της εποχής… Είναι η σκληρή καθημερινότητα των ηρώων της υπαίθρου που παλεύουν για να επιβιώσουν και ταυτόχρονα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν τη βαρβαρότητα του πολέμου του ’40, της ναζιστικής κατοχής, του αδελφοκτόνου πολέμου που ακολούθησε…
Βασικές εργασίες των ανθρώπων της περιοχής ήταν η κτηνοτροφία και η καπνοκαλλιέργεια. Γιδοβοσκοί και καπνάδες οι περισσότεροι αγωνίζονται για την επιβίωση. Αγράμματοι ή ημι-αγράμματοι, λόγω συνθηκών, δένονται με τον τόπο, τα ζώα τους, τα καπνά, τα καλαμπόκια…
Ο ίδιος λέει:
Θα συμφωνήσω μαζί του.
Μου άρεσαν όλα τα διηγήματα της Λυκοχαβιάς. Δεν με χάβωσαν. Με συγκίνησαν !
Οι ήρωες των διηγημάτων:
Ο Πάνος, πήρε το δρόμο της ξενιτειάς μεταπολεμικά και απογοητεύτηκε. Αυτός που ζούσε με το γιδοκόπαδο στη φύση βρέθηκε ανειδίκευτος εργάτης σε μια αυτοκινητοβιομηχανία… Και εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του στον ξάδελφό του:
«Τι να πω και ’γω, ωρέ ξάδερφε. Άσχημα μου ’κατσε ο ξένος τόπος. Δεν μπορώ άλλο, θα φύγω, θα πάω πίσω.
Είναι κι αυτήνη η παλιοδλειά, ωρέ παιδί. Αλλιώς τα περίμενα. Δεν είμαι ’γώ για εργοστάσια. Είμαι άμαθος σε τέτοια πράματα και γλήγορα αποσταίνω.
Κι όξω απ’ την κούραση είναι κι η φασαρία. Ώρες βουίζνε τ’ αυτιά μου μετά το σκόλασμα. Ένα πράμα λες κι έχω σφήκες μες το κεφάλι. Ούτε στον ύπνο δε μερεύω. Το πιστεύεις, ακόμη κι εκειά μηχανές γρικάω…»(σελίδες 11,12 ).
Η Σεβαστή έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρότητα του πατέρα της που δε σεβάστηκε την ευαισθησία και την αγάπη της για το Ζαχαρία. Ήταν Σεπτέμβρης του ’44. Εκείνη σπάραζε στο κλάμα ζητώντας να φέρουν πίσω τον αγαπημένο της, πατέρα του παιδιού που κυοφορούσε. Και της τον έφερε, «το γιο του Οβραίου», ο ίδιος ο πατέρας της, «πεσκέσι», σ’ ένα τσουβάλι που τ’ άδειασε στο πάτωμα…[Συγκλονιστική σκηνή…].
Ο ορφανεμένος Τσίλιας, από τότε που οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα του, Γενάρη του ’42, μουγγάθηκε και του ’δωσαν το παραγκώμι «Μούτος». Ο μπαρμπα Νικολός τον πήρε βοσκόπουλο στο μαντρί του. Ζούσε στο λόγγο το παιδί με τα γίδια και με συντροφιά του ένα λυκόπουλο, το Ζάρκο…
Ο Λευτέρης, λοχαγός στο Αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί, πως έστω κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός θα τον πήγαινε ο ίδιος στον τόπο του. Και τον πήγαινε τον τελευταίο φαντάρο, αλλά εκείνος αψήφησε το θεό, το φιλόξενο Αλβανό, το λοχαγό του και σήκωσε τουφέκι από την αυλή και πυροβόλησε την κόρη στο μπαλκόνι… Και ο λοχαγός τον «άφησε στον τόπο», εκεί στον Τόπο του.
Η Γιωργία, χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία, αναζητώντας ένα βλέμμα, ένα λόγο του Κωσταντή… Στο πρακτορείο στη Ζήνωνος, στον Κεραμεικό αργότερα, και τώρα τελευταία στον Κηφισό. Από το ’49 τον πιάσανε. Είναι τώρα ’71 κι ακόμα εκείνη τον αναζητά ανάμεσα στον κόσμο που ταξιδεύει…
Ο Λώλος που γέλαγε βροντερά, που περνούσε τόσα κι όμως εξακολουθούσε να γελά…Το τελευταίο διήγημα με πρωταγωνιστή το Λώλο με τίτλο: «Ζωντανό σκιάχτρο», είναι, νομίζω, το πιο σπαρακτικό κείμενο που έχω διαβάσει για τη διαφορετικότητα.
Ο λωλός του χωριού που έγινε «Λώλος», ήταν ο Γιάννης που είχε μια ιδιαιτερότητα να γελά, μόνο να γελά ξεκαρδιστικά! Ακόμη κι όταν οι βασανιστές του τον κρέμασαν ζωντανό σκιάχτρο στο χωράφι, αυτός συνέχισε να γελά … μέχρι που σώπασε για πάντα.
Παραθέτω απόσπασμα:
«Λώλο τον φώναζαν. Γιάννη τον λέγανε κανονικά, αλλά όλοι Λώλο τον φώναζαν. Ιδιαίτερα απ’ όταν ξεφοβήθηκαν και μετά του ’βαναν αβέρτα αέρα. «Λωλός» ο ένας, «λωλός» ο άλλος, ώσου το λωλός έγινε Λώλος και του ’μεινε. Κι ήταν ήσυχος ο κακομοίρης, κανέναν δεν πείραζε, μόνο γέλαγε. Αλλά μιλάμε για ξεκάρδισμα τώρα, όχι τίποτα ξεψυχίσματα.[…]
Και σα το καθάρισε κι ένας μόνο ξύλινος σταυρός απόμεινε, έπιασε απ’ τη φανέλα το Λώλο και τον τράβηξε πάνω. […]
Και κει πάνω που ήταν ο Λώλος, το γέλιο δεν έλεγε να το σταματήσει. Κοίταζε τον ένα μετά τον άλλον, σα να πίστευε πως με παιγνίδια έχουν να κάνουν όλα αυτά. Κι όσο τον έβλεπαν οι Γερμανοί, τόσο τρελαίνονταν. Φωνές, βρισίδια, κάποιοι μάλιστα κόψανε καλαμιές και τον ράβδισαν στα ποδάρια, στα πλευρά, τον σακάτεψαν. Αλλά ο Λώλος ούτε βόγκαγε ούτε έκλαιγε, παρά μόνο γέλαγε…»(σελίδες165,180 ).
Κύριε Μπαρμπάτση, εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το πρώτο σας βιβλίο!
Περιμένουμε με αγωνία το επόμενο…"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο