(Το κείμενο εκφωνήθηκε από την ΜΑΡΙΑ Ν. ΑΓΓΕΛΗ, Δρ. Κοινωνικής Λαογραφίας, για την παρουσίαση του βιβλίου Νίκου Θ. Μήτση, στο κτίριο της τράπεζας Ελλάδος, Αγρίνιο, 26 Ιανουαρίου 2018)
ΔΗΜΟΣ ΕΧΙΝΟΥ
ιστορικές ιχνηλασίες στα 1821
Το νέο βιβλίο του Νίκου Μήτση
Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
Πρόκειται για ένα ιστορικό πόνημα 720 σελίδων.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βιβλίου καταλαμβάνουν οι βιογραφίες λησμονημένων μαχητών του πρώην δήμου Εχίνου που τον αποτελούσαν τα παρακάτω χωριά και οι οικισμοί του Ξηρομέρου :
Κατούνα, Λουτράκι, Αχυρά, Βούστρι, Μπόϊκον, Τρύφου, Αλεβρά, Στεβενά, Κομποτή, Παλιόκαστρο, Αετός, Κωνωπίνα, Καλλίτσα, Άνινος, Παπαδάτου, Μαχαλάς, Γαρδί και Μπαμπίνη.
Μετά από πολύχρονη και επίπονη έρευνα ο Ν. Μήτσης καταφέρνει να παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια τους ανώνυμους και επώνυμους οπλαρχηγούς και μαχητές του 1821.Όχι μόνο «τα μεγάλα ονόματα», όπως γράφει χαρακτηριστικά, αλλά αυτούς που η ιστορία εκούσια ή ακούσια παρέλειψε να καταγράψει.
Η παρούσα έκδοση πλουτίζει τη βιβλιογραφία όχι μόνο της περιοχής της Κατούνας και του Ξηρομέρου αλλά της Αιτωλοακαρνανίας γενικότερα!
-Συγχαρητήρια στο συγγραφέα Νίκο Μήτση!
-Συγχαρητήρια και στην Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου που ανέλαβε την έκδοση αυτού του τόμου!..............
Μετά τη διεξοδική εισήγηση του κ. Τέλωνα για τις μάχες και τα ηρωικά κατορθώματα των Ξηρομεριτών εγώ θα αναφερθώ σε κάποια όχι τόσο ηρωικά σημεία, αλλά σημαντικά κατά την άποψή μου.
Α). Θα ξεκινήσω με τη φιλοξενία. Η φιλοξενία είναι αρετή των ξηρομεριτών. Ως ξηρομερίτισσα νιώθω περήφανη και γι’ αυτή την αρετή μας. Όμως στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τη φιλοξενία ή καλύτερα να χρησιμοποιήσω τον όρο: «μεσαφίρια» των κοτσαμπάσηδων προς τους Τούρκους. Στο βιβλίο αναφέρονται τα «μουσαφιρλίκια» του Ξηρομερίτη Π. Γαλάνη. Ο Πάνος Γαλάνης ή Μεγαπάνος καταγόταν από το Μαχαλά Ξηρομέρου. Από το 1804 έγινε Αγιάν Βιλαετλής του Κάρλελι, αξίωμα που είχε λάβει κατ’ ευθείαν από την Πύλη και κατοικούσε στο Βραχώρι, σημερινό Αγρίνιο. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και μέλος της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος.
Συγκεκριμένα αναφέρεται η περίπτωση της φιλοξενίας των Τούρκων που περνούσαν από το Βραχώρι και κατευθύνονταν προς την Άρτα και τα Γιάννενα. Ο ίδιος ο Πάνος Γαλάνης γράφει στο δεφτέρι του ότι από τον Ιούλιο του 1820 μέχρι το Φεβρουάριο του 1821, όταν πέρασαν από το Αγρίνιο τα στρατεύματα του Μπαμπά και του Χασάν πασά δαπάνησε 271.149 γρόσια!
Για να καταλάβετε το μέγεθος του ποσού αυτής της φιλοξενίας, σας αναφέρω ότι ο μηνιαίος μισθός του στρατιώτη ήταν 30 γρόσια!
Αυτή ήταν η «νόμιμη» καταλήστευση από τον κατακτητή γράφει ο μεγάλος ξηρομερίτης ερευνητής, ο Γεράσιμος Παπατρέχας στο βιβλίο του: Ιστορία του Αγρινίου (1991).
Σας διαβάζω από το δεφτέρι του Μεγαπάνου: (σελ.583)
«1821 Φεβρουαρίου. Α΄ δεφτέρι του βιλαέτου μας Κάρλελι δια το μακτού και δια τα μεσαφίρια οπού μας ηκολούθησαν από 1820 Ιουλίου 9 οπού εμπήκαν οι μπουλουμπάσηδες του Μπαμπά πασά και ο ερχομός του ιδίου και Χασάν πασά και ασκέρι του και μπουμπασιρέους του Μπαμπά πασά και Χασάν πασά και άλλα καθώς οι μανέδες κάτωθεν φαίνονται».
Απαριθμεί στη συνέχεια αναλυτικά τα γρόσια που δαπάνησε για διάφορα πράγματα για τους Τούρκους και στο τέλος δίνει το σύνολο: 271.149 γρόσια, όπως σας ανέφερα.
«60.000 γρόσια το μακτού μας όπου με Χάτ Χουμαγιάν του πολυχρονεμένου.15.000 από το Μεσολόγγι και το Ανατολικόν οπού επάρθησαν και εξοδεύτηκαν.75.000.
11.000 χρεοστούμενα δια το αγόγι εις τα βασιλικά τόπια όπου κουβαλήθηκαν από Σαλαώρα εις Ιωάννινα.
7.247 ινζαΐδες των βεζιράδων και έξοδα του προεστού εις Ιωάννινα.300 οπού εδώθησαν δια το ρύζι οπού έστειλαν ο Χατζή Αχμέτ μπέης μουσελίμης μας του Χασάν πασά εφέντη μας
180 οπού εδώθησαν αγόγι δια το ρύζι και επήγεν εις Ιωάννινα.
900 του Αλή αγά τζιοχατάρ του Χασάν πασά εφέντη μας οπού ήλθεν δια τους σπαίδες και νιστεράδες με βασιλικό φιρμάνι.
9.660 οπού έχει δομένα ο σαράφης εβραίος και εδώθησαν δια μανέδες του βιλαετίου μας και μουζετάδες, εις τον Χασάν πασά εφέντη μας και εις μπουμπασιρέους και εις άλλα μεσαφίρια κατά το ονομαστικόν δεφτέρι.
4.000 τα δάνεια του Ομέρ πασά με ομολογίαν.
11.300 του Μαχμούτ πασά εφέντη μας δια το αβαέτι του και δια τους ολφάδες τους καλοκαιρινούς. Σύνολο 271.149 γρόσια»
Για να ανταπεξέλθει ο Π. Γαλάνης στα τραπεζώματα των τούρκικων ασκεριών έβαζε σκληρούς και αβάσταχτους φόρους στους Έλληνες. Για τούτο οι αγρότες του κάμπου του Αγρινίου τον μισούσαν, και του ρήμαξαν το βιος το 1822. Αυτά γράφει ο ίδιος σε σχετική αναφορά του προς τη Διοίκηση προκειμένου να αποζημιωθεί από το πενιχρό Εθνικό ταμείο:
«τα φορτσέρια μου και οι κασέλες μου ετσακίστηκαν από τους Έλληνες και επάρθην όλον το ψηλιακόν πράγμα οπού είχα μέσα ομού και τα δευτέρια μου και οι ομολογίες μου …»
Β).-Ο αναγνώστης στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα διαβάσει επίσης πολλές επιστολές των ίδιων των αγωνιστών ή των στενών συγγενών τους προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Θα διακρίνει το κρυφό παράπονο και την ευλάβεια με την οποία θυμίζουν τις πολλαπλές υπηρεσίες τους προς την πατρίδα. Αναφέρουν μάχες, τόπο και χρόνο που πολέμησαν, οπλαρχηγούς με τους οποίους υπηρέτησαν και πλήρη βιογραφικά τους σημειώματα. Διεκδικούν από τις εκάστοτε επιτροπές την απόδοση βαθμολογικής και μισθολογικής αποκατάστασης.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη του βιβλίου σε κάποιες περιπτώσεις οι αιτήσεις έστω και καθυστερημένα ικανοποιούνται. Σε άλλες περιπτώσεις οι κρίσεις των επιτροπών δεν είναι αντικειμενικές αλλά εσφαλμένες και άδικες. Και στις χειρότερες περιπτώσεις οι αιτήσεις των αγωνιστών μπαίνουν στο αρχείο!
Παρατηρούμε δηλ. ότι δεν υπήρχαν αξιοκρατικά κριτήρια στις επιτροπές κρίσεως. Είναι συγκλονιστικές οι επιστολές των απλών αγωνιστών που εκλιπαρούν το κράτος για τα αυτονόητα. Θα σας διαβάσω ενδεικτικά δύο επιστολές για να καταλάβετε:
α)-Η πρώτη επιστολή είναι του Πάνου Κελεπούρη(1767-1855) από τον Αετό Ξηρομέρου. Ο οπλαρχηγός στα 82 του χρόνια στέλνει προσωπική επιστολή στον Όθωνα με την οποία ζητούσε λίγο πριν κλείσει τα μάτια του ηθική ικανοποίηση. (σελ.403)
«Προ εξήκοντα ήδη ετών φέρων τα όπλα εχρημάτισα το πρώτον Κλέπτης, έπειτα Αρματωλός και τελευταίον στρατιώτης πιστός και ακάματος της ανεξαρτησίας. Δι’ όρκου αδελφότητος κατ’ έθιμον αρχαίον συνδεδεμένος μετά του Οδυσσέως, του Τσόγκα, του Καραΐσκου, του Δήμου Τσέλιου και άλλων της Στερεάς Ελλάδος Οπλαρχηγών, υπηρέτησα υπό την οδηγίαν αυτών απ’ αρχής της ελληνικής εθνεγερσίας μέχρι του έτους 1827. Πεποιθώς εις τας εκδουλεύσεις μου ουδεμίαν έκρινα αναγκαίον ν’ απευθύνω αίτησιν προς τας κατά καιρούς συσταθείσας στρατιωτικάς επιτροπάς. Και ούτως απροστάτευτος και εγκαταλελειμμένος ευρίσκομαι ήδη, εν τη προβεβηκεία ηλικία 82 ετών, άνευ βαθμού, άνευ μισθού, άνευ οιουδήποτε άλλου πόρου ζωής. Μαρτυρικά Μεγαλειότατε, ούτε εζήτησα, ούτε έλαβον, ούτε φέρω. Τις εκ των αρχαίων αγωνιστών δεν γνωρίζει τον Κελεπούρη; Δεν είναι δίκαιον Μεγαλειότατε ν’ απέλθω του κόσμου τούτου, προτού αξιωθώ σημείου τινός επιβεβαιούντος τας υπέρ της Πατρίδος θυσίας μου, ουδέ να στερούμαι, εν ταις υστάταις του μακρυτάτου ήδη βίου μου στιγμαίς, των αναγκαίων προς ύπαρξιν μέσων;
Υποσημειούμαι με βαθύτατον σέβας.
Της ημετέρας Μεγαλειότητος Βασιλεύ
Εν Αθήναις τη 26 Ιουλίου 1849
Ευπειθέστατος και πιστός υπήκοος,
Ο εκ Ξηρομέρου της Ακαρνανίας
Πάνος Κελεπούρης»
Στην επιστολή διακρίνουμε και τον εγωισμό του ξηρομερίτη αγωνιστή.
Ο Κελεπούρης στάθηκε τυχερός γιατί η περίπτωσή του έφτασε στο Σπύρο Μήλιο, υπουργό Στρατιωτικών τότε, ο οποίος τύχαινε να τον γνωρίζει προσωπικά. Ο ίδιος ο υπουργός με επιστολή του ζητάει από το βασιλιά να ονομαστεί ο Π. Κελεπούρης όχι ανθυπολοχαγός, όπως ήδη είχε διατάξει ο Όθωνας μετά την επιστολή, αλλά λοχαγός. Στις 17 Οκτωβρίου 1850 με Βασιλικό διάταγμα ο Κελεπούρης τελικώς ονομάζεται λοχαγός πρεσβύτερος της βασιλικής φάλαγγας. Ήρθε η δικαίωση στα γεράματά του! «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», κατά τη λαϊκή παροιμία.
β).-Η δεύτερη επιστολή είναι του Κωνσταντή Γριβογεώργου(1795-1869) από την Κωνωπίνα Ξηρομέρου. Είναι τραγική η κατάληξη του συγκεκριμένου ανθρώπου, όπως διαβάζουμε. Ζούσε ως σκέλεθρο ζητιανεύοντας στους δρόμους της Αθήνας. Η άκρα ταπείνωση για τον αγωνιστή του ’21. Εκλιπαρούσε στα 1865 την τότε κυβέρνηση καταθέτοντας την ιδιόχειρη και ενυπόγραφη αίτηση. (σελ.473)
«Κύριοι,
Αι θυσίαι μου και οι εκδουλεύσεις ας έφερον εκ του ’21 μέχρι του ’28 αύται είναι πασίδηλοι εν πάσοις.
Είμαι είς των πρώτων και επισήμων οικογενειών της Ακαρνανίας απ’ αρχής εθυσίασα πάσαν την περιουσίαν μου δια την ελευθερίαν της πατρίδος. Πάντοτε είχον υπό την οδηγίαν μου ως οπλαρχηγός υπέρ τους εκατόν στρατιώτας, διατήρουν με ιδικά μου έξοδα. Ηχμαλωτίσθην υπό των Οθωμανών και καταπότισα το έδαφος της πατρίδος μου με τας ουλάς, ας φέρω εν τω σώματί μου.
Απέναντι δε των τόσων θυσιών μου απ’ την παρελθούσαν Σεβαστήν Κυβέρνησην δεν απήλαυσα τι, ει μη μόνον εν γραμμάτιον και μηδένα άλλο.
Απώλεσα δε εις την πολιορκίαν του Μεσολογγίου και τον ανώτερον αδελφόν μου περί του οποίου είμαι εγώ κληρονόμος και δια τούτου παρακαλώ να μου επιτραπή να γνωμοδοτήση η Σεβαστή Επιτροπή, να μου δοθεί το γραμμάτιον του αδελφού μου.
Επομένως, απαιτώ δυνάμει της δικαιοσύνης να μου αποδώση τον βαθμόν μου, ως διαλαμβάνω το εσώκλειστον αντίγραφον παρά του Μητρώου ώστε του λοιπού να λαμβάνω μίαν σύνταξιν προς ανακούφισιν της πολυμελούς οικογενείας και της γεγηρακυίας ηλικίας μου.
Ερειδόμενος εις την επιτυχίαν του ταπεινού τούτου αιτήματός μου
Της υμετέρας Γενικότητάς Σας
Ευπειθέστατος
Κωνσταντής Γριβογεώργος»
Ο Ν. Μήτσης εκτός των άλλων στοιχείων παραθέτει και το δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας Αλήθεια 7/5/1866 για την αλγεινή κατάσταση του φαλαγγίτη Κ. Γριβογεώργου.
Παραθέτω απόσπασμα: «Είς των ανδρειοτέρων οπλαρχηγών ιδιαζόντως αγαπώμενος παρά τω αοιδίμω στρατάρχη Καραϊσκάκη ηρήστευσεν άλλοτε προ τεσσαράκοντα ετών εις αυτόν τούτον τον τόπον, όπου σήμερον πένεται, κατατρυχόμενος δεινότατα και μη έχων όχι τον επιούσιον άρτον, ουδέ το ευτελέστερον υπόδημα δια τους πόδας του[...]Έκρουσεν όλας τας θύρας των σήμερον αβροδιαίτως και πλουσίως βιούντων από των θυσιών και των κινδύνων αυτού και κανείς δεν έδειξεν ότι έχει δόσιν τινά δικαιοσύνης και ευσπλαχνίας, όπως τω καταστήσει ήττον λυπηράς τας ολίγας ημέρας του βίου του[…]»
Ο Γριβογεώργος πέθανε πάμφτωχος στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1869 αφήνοντας πίσω του μια πολυμελή οικογένεια.
Προς τιμή του μια οδός πίσω από το ξενοδοχείο Χίλτον έχει την επωνυμία Γριβογεώργου. Δε γνωρίζω, αν στο χωριό του, την Κωνωπίνα υπάρχει κάποια αναγνώριση και τιμή στον ήρωα. Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσουμε και να τιμήσουμε τους τοπικούς ήρωες…
Γ).-Στο τέλος του βιβλίου ο Ν. Μήτσης αναφέρεται στο θάνατο του Ιωάννη Καποδίστρια και παραθέτει την επιστολή των Οπλαρχηγών Δυτικής Ελλάδας για το γεγονός. Ο Καποδίστριας είχε επισκεφτεί τον Μύτικα και την Κανδήλα Ξηρομέρου στις 30 Ιουνίου 1828 και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις οικογένειες που είχαν θύματα πολέμου. Γι’ αυτό το λόγο δικαιολογείται η δημοσίευση αυτής της επιστολής στο ιστορικό τούτο βιβλίο.
Οι οπλαρχηγοί λόγω αποστάσεως και λόγω συνθηκών, δεν μπορούσαν να μεταβούν στο Ναύπλιο όπου η σορός του Κυβερνήτη εκτέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα. Για τούτο έστειλαν από το Μεσολόγγι που βρίσκονταν το σχετικό ψήφισμα προς τη Διοίκηση. Καταδείκνυαν με αυτό τη συμμετοχή τους στο εθνικό πένθος και παράλληλα ευπείθεια, αφοσίωση και υποταγή στη νέα Διοίκηση της Ελλάδας.
Η επιστολή αυτή υπογράφεται ιεραρχικά με πρώτον τον Γεώργιο Νικολού Βαρνακιώτη, από το χωριό Βάρνακα της Ακαρνανίας.
Σας διαβάζω ενδεικτικά: (σελ.695)
«Προς την Σεβαστήν Διοικητικήν Επιτροπήν της Ελλάδος
Οι υποφαινόμενοι οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος με ανέκφραστον λύπην εμάθομεν την πικροτάτην αγγελίαν της δολοφονίας του κοινού ημών πατρός του αοιδήμου Κυβερνήτου Ιω. Α. Καποδίστρια, ρομφαία δίστομος διήλθεν ημών τας καρδίας και κρουνοί δακρύων εκ των οφθαλμών ημών περιχυνόμενοι καταβρέχουσι, την γήν, την οποίαν τοσούτον η βαθύνοια, η αρετή και η φιλόπατρι του αοιδήμου τούτου κατηργώνησεν; (δυσανάγνωστος λέξις). Αλλά ποιος δύναται να ακούση αδακρυτί και άνευ οιμωγής τον θάνατον τοιούτου πατρός; ή τις δύναται να αισθανθή χωρίς βαθυτάτην εγκάρδιον θλίψιν την στέρησιν του σωτήρος τούτου της Ελλάδος; Και τα αναίσθητα αυτά κτίσματα εις οίκιον εκινήθησαν.
Απαρηγόρητα θρηνεί η Ελλάς, διότι εστερήθη το πολυτιμώτατον δώρον, το οποίον ο ύψιστος προς ανακούφισιν των δεινών της, προς θεραπείαν των πληγών της και προς επίταξιν της πολιτικής αναγεννήσεως τη εδωρήσατο. Θρηνεί η Ελλάς, διότι εις αυτόν έχασε τον φιλόστοργον πατέρα, τον ενάρετον πολίτην, τον αγαθόν Κυβερνήτην, τον άξιον και άγρυπνον πηδαλιούχον , τον μόνον να την φέρη εις την εντελή ανεξαρτησίαν και ευδαιμονίαν.
Θρηνεί η Ελλάς, διότι βλέπει εαυτήν χήραν, τα τέκνα της ορφανά, την υπάρξίν της εις το άδηλον εκτειθημένον. Θρηνεί διότι έχασε το πάν.
Ημείς δε εις αεί την μνήμην αυτού εν ταις καρδίαις ημών φέρομεν. Απέθανεν μεν, αλλά ζή. Υστερήθημεν την σωματικήν του παρουσίαν, έχομεν όμως την άδολον, και ιεράν αυτού ψυχήν αοράτως μεθ΄ημών , ήτις πλησίον του θρόνου της δόξης στάσα εύχεται υπέρ ημών και καθοδηγεί ημάς εις τα βελτίω. Τούτο και μόνον δύναται να παραμυθήση κατά μικρόν μέρος την θλίψιν μας , τούτο δύναται να παρηγορήση την φιλτάτην του Ελλάδα.
Ευγνωμονούμεν δε προς την Σεβαστήν Γερουσίαν, ήτις έσπευσε να λάβη μέτρα περί της ησυχίας και ευταξίας και εσύστησε την Διοικητικήν ταύτην Επιτροπήν , προς την οποίαν προσφέρομεν εγκαρδίως μ΄όλην την προθυμίαν άκραν ευπείθειαν και υποταγήν.
Διετηρήσαμεν απαραμειώτως την ησυχίαν και ευταξίαν και θέλει την διατηρήσωμεν μέχρι θανάτου και είμεθα έτοιμοι να εκπληρώσωμεν τας διαταγάς της Διοικητικής Επιτροπής με όλην την αφοσίωσιν, αφοσιωμένοι δε όλως δι’ όλου εις τα καθεστώτα, υποσημειούμεθα με βαθύτατον σέβας.»
**********
Θα κλείσω με τους στίχους ενός κλέφτικου τραγουδιού «του Ανδρούτσου» που επαινεί τους Ξηρομερίτες αγωνιστές:
-«Ανδρούτσο μ’ που ξεχείμασες το φετινό χειμώνα
που ’ταν τα χιόνια τα πολλά και τα βαριά χαλάζια;
-Στην Πρέβεζα ξεχείμασα στ’ αμπάρια απ’ τα καράβια
[...]
Είχα συντρόφους διαλεχτούς, όλο Ξηρομερίτες
Πούχουνε μπέσα στην καρδιά και στην ψυχή χρυσάφι».
Σημείωση: Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε από τη γράφουσα στην παρουσίαση του βιβλίου του Ν. Μήτση, ΔΗΜΟΣ ΕΧΙΝΟΥ ιστορικές ιχνηλασίες στα 1821, που πραγματοποιήθηκε στο Αγρίνιο στις 26 Ιανουαρίου 2018 στο πρώην κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος (Αναστασιάδη 1) , ώρα 6:30 μ.μ. Την εκδήλωση διοργάνωσε ο Δήμος Αγρινίου σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ξηρομέρου με έδρα την Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο