-Καλώς το δημοσιουγράφο. Κιρό είχες νάρθ’ς. Σι πιθύμησα παιδί μ΄, όπως πεθύμσα και τα κλουράκια πούφερις την προηγούμενη φορά. Για να δούμε τι μούφιρες;
Καλά είναι και αυτά, λίγο μουσκεμένα είναι. Μήπως είναι από αυτά που έμειναν από το μνημόσυνο που πιάστηκε το συγγένειο και έγινε «τ’ μακαρίτη;».
-Θειά Δημήτρω, θέλω να μου πείς για πως τα περνάς;
-Ακ΄να σπώ. Με τα 270 ευρώ της αγροτικής σύνταξης δεν σ΄φτάνουν να πληρώσεις ούτε τα τέλη του Δήμου. Ακούς εκεί να πληρώνω κοντά 40 ευρώ για το νερό και το κατούρημα. Ασε που για το τάφο του Μήτσου μ’ θέλνε να τα΄δώσω 30 ευρώ. Μήτσουυυυυυυυ...... Ακόμα σι πληρώνω.....
Ασε παιδί, δεν σούπα τι έπαθα πρι από κάμποσα χρόνια του καλοκαίρ’. Πήγα να ανάψω ένα κερί στο τάφο του Μήτσου μ΄. Να !!! το χορτάρ’...
Εμνα όρθια με το κερί αναμμένο στο χέρ’ σαν νάτανε η ανάσταση. Που να τα’ απθόσω καταή...
Θα καθόμνα και άλλο, για να τα ψάλω τ’ Μήτσ, αν δεν άκγα ένα σκούξο. Τράω προς τα πέρα και τι να δώ. Την θειά γιώργενα να τρέχει και να πηδάει τσ΄τάφους σαν τ΄Πατουλίδου!!!.............