Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Tα λουμινάκια, της Βάντας Παπαϊωάννου – Βουτσά -Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη



 

T
α λουμινάκια, της Βάντας Παπαϊωάννου – Βουτσά

Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη



Πού λάδι πια για το καντήλι… πού δυόσμος πια

να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού,

πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά - ζητιάνα…

Ρωμιοσύνη, Γιάννης Ρίτσος

 

   Πριν από λίγο καιρό, σε μια εκδρομή στη Θράκη, πέρασα και από την Κομοτηνή. Εκεί, είχα την καλή τύχη να συναντήσω την εκλεκτή συνάδελφο και φίλη «Καζαντζακική» τη Βάντα Παπαϊωάννου – Βουτσά. Τη χαρακτηρίζω «Καζαντζακική» γιατί είμαστε και οι δυο μέλη της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη(Δ.Ε.Φ.Ν.Κ.) και από εκεί ξεκίνησε η φιλία μας…

  Η Βάντα είναι ένας γλυκός και πολυτάλαντος άνθρωπος. Είχε την καλοσύνη να μου χαρίσει ένα από τα βιβλία της, με τίτλο:

 Τα λουμινάκια. Με την πρώτη ματιά μου άρεσε το εξώφυλλο, καλαίσθητο με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία προσφύγων από το οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο. Την ευχαρίστησα για την ευγενική χειρονομία της και γιατί, επιτέλους, ανταμώσαμε και μιλήσαμε από κοντά και όχι «ιντερνετικά»…

  Αφού επέστρεψα στο Αγρίνιο, με ενδιαφέρον, άρχισα να διαβάζω τη νουβέλα της φίλης Βάντας. Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου, σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια και να το προτείνω σε αναγνώστες που αγαπούν τη  λογοτεχνία με ιστορικό και κυρίως κοινωνικό περιεχόμενο.

Μνήμες, άνθρωποι και φωτεινά σημάδια…

  Η συγγραφέας Βάντα Παπαϊωάννου – Βουτσά με το βιβλίο της «Τα λουμινάκια» μας μεταφέρει, με ευαισθησία, σε μια εποχή και μια κοινωνία, όπου η σιωπή θεωρούνταν αρετή, η υπακοή καθήκον και η διαφορετικότητα πρόβλημα. Με κεντρική ηρωίδα τη Χαρά, ένα όμορφο κορίτσι, το οποίο δεν χωρά εύκολα σε καλούπια, το έργο φωτίζει  ζητήματα της εποχής εκείνης, τα οποία παραμένουν επίκαιρα, παρά τη χρονική απόσταση…

Ο τίτλος της νουβέλας «Τα λουμινάκια» δεν είναι απλώς μια ποιητική λέξη που επέλεξε η συγγραφέας. Η λέξη φέρνει στο νου μας τα φυτιλάκια που ανάβουν στα καντήλια με το λάδι. Και μάλιστα αυτά τα λουμινάκια, στην κοινότητα των προσφύγων, στην οποία αναφέρεται, ήταν τα ανθάκια ενός φυτού, της λουμινιάς, τα οποία τα μάζευαν το καλοκαίρι, τα αποξήραναν και τα κρατούσαν σαν φυσικό φυτίλι για το καντήλι.

Κάθε κεφάλαιο σαν ένα μικρό λουμινάκι. Μια φλογίτσα που φωτίζει έναν άνθρωπο, μια ανάμνηση, μια στιγμή.  Ιδιαίτερα μου άρεσε στο Κεφάλαιο 2, με τίτλο: «Να μύριζε χώμα η γειτονιά…», η αναφορά στο έθιμο του πλυσίματος και σιδερώματος της προίκας του κοριτσιού. Η γλαφυρή περιγραφή αυτής της κοπιαστικής αλλά ευχάριστης διαδικασίας,  ζωντανεύει στη μνήμη μου το αντίστοιχο έθιμο του ξηρομερίτικου χωριού μου. Κατάγομαι από τον Μαχαιρά Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Θυμάμαι τη γυναικεία αλληλεγγύη στο πλύσιμο και σιδέρωμα της προίκας, αλλά, κυρίως, συγκρατώ τις ωραίες στιγμές, πριν το γάμο, όταν γινόταν  η έκθεση των προικιών στο σπίτι της νύφης!

Ο Ζήσης, κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ξεκινά το ταξίδι του στα είκοσί του χρόνια, ολομόναχος, και κατά ένα κυκλικό και ποιητικό τρόπο, το τελειώνει επίσης στα είκοσι. Σ’ αυτή την πορεία του περνά από όλους τους σταθμούς της ζήσης του: τη ρίζα, την απώλεια, την αναζήτηση, τη μνήμη… Γύρω του ένα σκηνικό προσώπων, παππούς, γιαγιά-μάνα, μάνα, παραμάνα, πρόσωπα που υπήρξαν βράχοι ή καταφύγια για κείνον… Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, υπάρχει και το τελευταίο λουμινάκι. Ένα φως φέγγει, και στην πιο σκοτεινή ώρα, για να φωτίσει τη ζήση του μοναχικού Ζήση.

Κεντρική ηρωίδα η Χαρά. Η Χαρά διεκδικεί το δικαίωμά της να είναι ο εαυτός της. Γεννήθηκε για να αμφισβητήσει την «κληροδοτημένη υπακοή» της εποχής και των προσδοκιών της οικογένειας. Είναι μια μορφή αντίστασης στην προκαθορισμένη ζωή της γυναίκας. «Επαναστάτρια η Χαρά. Γεννήθηκε διαφορετική. Άλλαξε το μοντέλο. Έσπασε το καλούπι παραγωγής προδιαγεγραμμένων χαρακτήρων. Η Χαρά κρατούσε άμυνα απέναντι στην κληροδοτημένη υπακοή – δουλικότητα, που διέκρινε στην εποχή τους, την οικογένειά τους και όχι μόνο. Τι άνθρωποι σκεφτόταν συχνά. Μαριονέτες. Το κεφάλι δεν το σήκωναν ποτέ μοναχοί τους. Έπρεπε κάποιος μεγαλύτερος να τραβήξει την κλωστή. Μα τούτη, δεν είναι αληθινή ζωή, θέατρο είναι…».(σελίδα 50). Μέχρι που σβήνει, νωρίς, το καντήλι της και αφήνει ορφανό το μοναχοπαίδι της, παιδί «αγνώστου πατρός»…

Η γιαγιά – μάνα του Ζήση είναι βράχος για το ορφανό παιδί.

«Πάντα καταφύγιό του η γιαγιά», (σελ. 117), μέχρι το τέλος της ζωής της. Πολύ δυνατή η εικόνα της νεκρής γιαγιάς με γεμάτα τα χέρια και την ποδιά της λουμινάκια…

«Η γιαγιά είχε τελειώσει […].Και η μπροστοποδιά με γυρισμένες τις άκρες και δεμένες στο κορδόνι της μέσης ένας ντορβάς φορτωμένος λουμινάκια, πιο πολλά, άπειρα λουμινάκια… Κατάφορτη «λυχναράκια της γης» έφυγε η γιαγιά, να εφοδιάσει εκεί ψηλά στον ουρανό τους αγαπημένους. Να τρεμοσβήνουν οι φλογίτσες τους τις νυχτιές στο ουράνιο χάος, να τους θυμούνται οι αγαπημένοι».( σελίδες 133-134).

Τα λουμινάκια, το βιβλίο της Βάντας Παπαϊωάννου – Βουτσά, αξίζει να διαβαστεί!

 Θίγει με τρυφερότητα, αλλά και με τόλμη, σημαντικά θέματα, όπως η μνήμη της προσφυγιάς. Προσφυγικής καταγωγής η ίδια γνωρίζει και διατηρεί τη μνήμη ζωντανή. Επίσης, αναφέρεται στη θέση της γυναίκας, την κοινωνική καταπίεση,  την διαχρονική ανάγκη για ελευθερία…

Αναδεικνύει την αξία των «μικρών» ζωών, των ταπεινών 

ηρώων που φώτισαν, με το δικό τους τρόπο, τις γενιές που

 ακολούθησαν.

Αποτελεί ένα αληθινό δείγμα λογοτεχνίας το οποίο

 συνδέει το παρελθόν με το παρόν, χωρίς να γίνεται

 διδακτικό και βαρύ. Μέσα από εικόνες της

 καθημερινότητας και λεπτομέρειες που αποπνέουν

 αυθεντικότητα, καταφέρνει να συγκινήσει τον αναγνώστη

 χωρίς υπερβολικούς συναισθηματισμούς, αλλά με μέτρο.

Με τα λουμινάκια, η Βάντα φτάνει σε μια ώριμη έκφραση

 της προσωπικής και συλλογικής μνήμης…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο