Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Η ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΥΛΑΣ (Γράφει η Μαρία Μπαμπάνη )



Πηγή: βιβλίο Μαρίας Μπαμπάνη: «Στον ίσκιο της Βελανιδιάς»

Μοναχοκόρη η μια, μοναχογιός ο άλλος. Τα χωράφια τους στον κάμπο κοντά στον γερομπόρο γειτόνευαν και οι γονείς τους διαρκώς κακιωμένοι. Αιτία η μεγάλη γέρικη βελανιδιά. Γέρικη μια κουβέντα είναι γιατί μόνο γριά δεν ήταν, την έλεγαν έτσι επειδή δεν ήξεραν ότι οι βελανιδιές μπορούσαν να ζήσουν δέκα φορές τη δική τους ζωή, κι αφού την θυμόντουσαν από τα γεννοφάσκια τους γι' αυτούς είχε γεράσει......
Διαβάστε περισσότερα »
Η βελανιδιά λοιπόν ήταν ακριβώς στο σύνορο των χωραφιών τους, ο κορμός της μισός στο ένα χωράφι και μισός στο άλλο και τα περήφανα κλαδιά της απλώνονταν χαρίζοντας παχύ-παχύ ίσκιο και όχι μόνο. Μιά ομορφιά, μια γοητεία αξεπέραστη που έχουν θαρρώ όλες οι καμπίσιες βελανιδιές, έτσι που τίποτα δεν τις εμποδίζει ν' αναπτυχθούν σ' όλο τους το μεγαλείο. Στεκόσουν και την χάζευες και σου φαίνονταν σαν πανύψηλη τεράστια μπαλαρίνα έτοιμη με το πρώτο φύσημα ν' αρχίσει να λικνίζεται μια από δω μια από κει. Μα ο μπάρμπα Μήτσος δεν έβλεπε τις χάρες της. Έβλεπε μόνο ότι έχανε περίπου ένα κατεβατό καλλιεργήσιμη γή, δηλαδή αμπέλι που κείνα τα χρόνια εκεί γύρω στον χείμαρρο καλλιεργούσαν οι περισσότεροι έτσι ίσα για το φρούτο τους και λίγο κρασί. Ήθελε λοιπόν να την κόψουνε. Είχε μάλιστα επιχειρήσει και δυο τσεκουριές , μα στη μια του χάλασε το τσεκούρι και στην άλλη διπλώθηκε από 'να σφάχτη στη μέση και τα παράτησε. Μάταια ο γείτονάς του ο μπαρμπα Στέφος - πιο ανοιχτόμυαλος αυτός- προσπαθούσε να τον συνετίσει.

Mωρέ Μήτσο τ' αμπέλια θα χαλαστούν όπου να'ναι, τέτοια αούμπρα (ισκιο) που θα ματαβρούμε όταν θα φυτεύουμε καπνά, που θα ξεκουράζονται τα ζά μας όταν οργώνουμε, θάχουμε τα χαμόκλαδά μας τη χαμάδα, τα χάχλα μας, γιατί μαθές γίνεσαι τούρκος. Είδε κι απόιδε ο μπαρμπα Στέφος τίποτα δεν κατάφερε. Στράφηκε τότε στο μοναχογιό του Μήτσου , τον Μίχα, τελευταία του ελπίδα αν και δεν ήτανε παρά 15χρονο παιδί. Τότε δεν ήξερε ακόμα ότι δεν ήταν ανάγκη να επικαλεστεί τα αισθήματα του νέου για το δέντρο, αφού άλλα πιο βαθιά αισθήματα τον είχαν λαβώσει για την κόρη του την Διαμαντούλα. Δεν είχε ανταμώσει το βλέμμα του παιδιού όταν η κόρη του μάζευε καπνά κι ο νιός έφτιαχνε σκιάχτρα στ΄αμπέλι τους για τις καλιακούδες που τρώγαν τα σταφύλια. Μα όταν ο μπάρμπα-Μήτσος κατάλαβε πως ό,τι δεν κατάφεραν τα επιχειρήματα του συνορίτη του το κατάφερε χωρίς κόπο ο έρωτας αφού το μοναχοπαίδι του συμμάχησε μαζί του κι ήταν αντίθετος στο κόψιμο του δέντρου ,έγινε πράγματι τούρκος. Όταν δε του μολόγησε ότι αγαπούσε τη Διαμαντούλα και θέλει να την παντρευτεί γύρισε καβάλα στ' άλογο στο χωριό γιατί δεν τον βαστούσαν τα πόδια, κι άφησε την κυρά του ν' ακολουθάει πεζή. Το έγκλημα είχε συντελεστεί μια μέρα πού 'πιασε βροχή και η Διαμαντούλα έτρεξε κάτω από το δέντρο απ' τη δική τους πλευρά να προφυλαχτεί. 


Είχε πάει να ξεριζώσει καπνόριζες κι εκείνος όπως πάντα την είχε ακολουθήσει και με τη βροχή έτρεξε κι αυτός κάτω από το δέντρο από την άλλη πλευρά. Δυό κορμιά ακουμπισμένα στον κορμό πλάτη με πλάτη. Και τότε μες στ' αστραπόβροντα πήρε το θάρρος ο Μίχας και με μια ανάσα-μη τυχόν και ντραπεί και δεν προλάβει- είπε «Διαμαντούλα μ' έχεις λαβώσει, αν δε με θέλεις θα πεθάνω εδώ νά κάτω απ΄τη βελανιδιά». Γυρίζει αλαφιασμένη η Διαμαντούλα και ψάχνει γύρω να ιδεί μήπως άκουσε άλλος κανείς. Κι αφού βεβαιώθηκε έτρεξε να πάει από την άλλη πλευρά μολογώντας κι αυτή τον κρυφό της έρωτα. Μα ο ένας έτρεχε απ' τη μια και ο άλλος απ' την άλλη και πέρασαν λίγα λεπτά που τους φάνηκαν αιώνες ν' ανταμώσουν γελώντας από ευτυχία. «Ναι Μίχα μου σ' μίνι τη βόι (κι εγώ σε θέλω) μα οι πατεράδες μας θα μας σκοτώσουν». Μή σκιάζεσαι αν μ' αγαπάς είπε ο Μίχας και σα ν' ανδρώθηκε με μιας της πρότεινε να ορκιστούν κάτω απ' το δέντρο της αγάπης τους ότι τίποτα δεν θα τους χώριζε και μήτε το δέντρο θα κόψουνε. Εδώ θα ξεκουραζόμαστε για το κολατσιό μας, εδώ θ' ακουμπάμε αργότερα τη σαρμανίτσα με τα παιδιά μας, εδώ θα γεράσουμε. Μικρά παιδιά, μεγάλα λόγια .Χάραξαν λοιπόν στο δέντρο τ' αρχικά τους κι αυτό λές και συνομώτησε μαζί τους έριξε τα πίσω κλαδιά του ως το χώμα κι τους εξασφάλισε κονάκι για τον καιρό και την αγάπη τους. Με το πείσμα τους έκαμψαν την σκληράδα του μπάρμπα-Μήτσου, πράγμα όχι και τόσο δύσκολο πιά, αφού τα χωράφια θα ενώνονταν μαζί με τα παιδιά τους. Παντρεύτηκαν, καρπίσανε σαν την βελανιδιά κι άφησαν ευχή και κατάρα στους απογόνους τους να μη την κόψουν ποτέ. Κι αυτό στάθηκε αιτία να σωθεί το δέντρο για δεύτερη φορά όταν χρόνια αργότερα με την ανακατανομή των ιδιοκτησιών στον κάμπο οι απόγονοί τους παρακάλεσαν τον νέο ιδιοκτήτη να σεβαστεί την επιθυμία των μακρινών προγόνων τους, μια και νομικά πλέον ο λόγος τους δεν είχε έρεισμα.



Έτσι μια περήφανη βελανιδιά ομόρφυνε τον κάμπο, αντιστάθηκε στη στενομυαλιά, ένωσε δυο οικογένειες, κατάφερε έναν τρίτο να σεβαστεί ξένες επιθυμίες και στέκεται ακόμα στο ύψος της έναν αιώνα μετά.



Αν ανεβείτε ποτέ από τον κάμπο προς το χωριό θα την ακούσετε να σιγοτραγουδά: Διαμάντω ποιος καλέ σε φίλησε και σού'βαλε σημάδι Διαμάντω μου και σού'βαλε σημάδι βρε μάτια μου………

1 σχόλιο:

  1. Σας θυμάμαι μαθήτρια στο Γυμνάσιο του Αστακού.Ευγενικη,όμορφη,πάντα καθαρη και περιποιημενη!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο