Πριν προχωρήσουμε σε οποιεσδήποτε αλλαγές, είναι απαραίτητο να ξαναθυμηθούμε και να συνειδητοποιήσουμε τις αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η λειτουργία του ΕΣΥ και να συζητήσουμε με ειλικρίνεια εάν εξακολουθούμε να τις ασπαζόμαστε ή επιθυμούμε να τις τροποποιήσουμε συναινετικά......
Το ΕΣΥ συμπληρώνει πλέον 50 χρόνια λειτουργίας και όλοι συμφωνούμε για την αναγκαιότητά του, απαιτώντας ταυτόχρονα την αναμόρφωσή του.
Πριν προχωρήσουμε όμως σε οποιεσδήποτε αλλαγές, είναι απαραίτητο να ξαναθυμηθούμε και να συνειδητοποιήσουμε τις αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η λειτουργία του και να συζητήσουμε με ειλικρίνεια εάν εξακολουθούμε να τις ασπαζόμαστε ή επιθυμούμε να τις τροποποιήσουμε συναινετικά. Μόνο με αυτό τον τρόπο το νέο ΕΣΥ θα αποκτήσει συνοχή στην λειτουργία του και αποδοχή
από την κοινωνία.
Οι αρχές στις οποίες δομήθηκε το ΕΣΥ θα μπορούσαν να αποτυπωθούν ως εξής:
1. Ολοι οι πολίτες συνεισφέρουν υποχρεωτικά στο κράτος, το ίδιο ποσοστό του εισοδήματός τους όταν είναι υγιείς και το κράτος έχει υποχρέωση, να τους προσφέρει δωρεάν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας
2. Οι πολίτες απολαμβάνουν το ίδιο είδος υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας, άσχετα με το απόλυτο χρηματικό ποσό που έχουν συνεισφέρει
3. Ο ασθενής στο Νοσοκομείο του ΕΣΥ έχει σχέση με το ίδρυμα και όχι με τον γιατρό, τον οποίο δεν μπορεί νόμιμα να επιλέξει
4. Οι γιατροί αμείβονται κατά κύριο λόγο με βάση μηνιαίο μισθό και όχι με βάση την παραγωγικότητά τους.
Πριν απαντήσουμε εάν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τις παραπάνω αρχές και προτείνουμε αλλαγές είναι σκόπιμο να εξετάσουμε γιατί έγιναν αποδεκτές πριν από 50 χρόνια καθώς και τα πιθανά προβλήματα που δημιουργούν στην καθημερινή λειτουργία του συστήματος.
Καταρχάς η υποχρεωτική συνεισφορά του πολίτη όταν είναι υγιής και επομένως δυνητικά ενεργός οικονομικά και η υποχρέωση του κράτους να προσφέρει σε όλους υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας θεωρήθηκε επιβεβλημένη καθώς η ευρωπαϊκή ηθική (και η Ελλάδα αποτελεί τμήμα του σκληρού πυρήνα της) θεωρεί αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα κάθε πολίτη να απολαμβάνει το μέγιστο των υπηρεσιών υγείας ασχέτως της οικονομικής του κατάστασης.
Το αυξανόμενο κόστος
Το πρόβλημα που δημιουργεί η αποδοχή των παραπάνω αρχών, που θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να απεμποληθούν χωρίς να προκληθούν ρήγματα στην κοινωνική συνοχή είναι το απαιτούμενο κόστος, που βαίνει αυξανόμενο εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της ανάγκης χρήσης προηγμένης τεχνολογίας υπηρεσιών.
Σε κάθε περίπτωση το κόστος πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με τα έσοδα από τις εισφορές των πολιτών, με το τρόπο που κατανέμονται οι πόροι του συστήματος και με την δυνατότητα που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες να μειώνουν το κόστος της συνολικής δαπάνης για την επιβίωση των πολιτών, που σε κάθε περίπτωση δεν συνυπολογίζεται στο κόστος των υπηρεσιών υγείας.
Η επιλογή γιατρού
Η αδυναμία επιλογής γιατρού στο Νοσοκομείο αποτελεί αρχή που ουδέποτε έγινε πλήρως αποδεκτή ούτε από την κοινωνία ούτε από τον ιατρικό κόσμο. Οι βασικοί λόγοι (πέραν των οικονομικών οφελών των γιατρών), είναι η αφαίρεση της δυνατότητας από τον πολίτη να επιλέξει τον κατά την γνώμη του καλύτερο γιατρό και η απώλεια της προσωπικής σχέσης γιατρού ασθενή που
αποτελεί βαθιά ριζωμένη Ιπποκρατειακή αντίληψη.
Τα ερωτήματα που πρέπει επομένως να απαντηθούν είναι:
1. Εάν υπάρχουν καλύτεροι και χειρότεροι γιατροί,
2. Εάν είναι σε θέση ο πολίτης να διαλέξει τον καλύτερο γιατρό, και
3. Εάν η προσωπική σχέση ασθενή – γιατρού συνάδει με τον σύγχρονο τρόπο άσκησης της νοσοκομειακής ιατρικής.
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι σαφώς ΝΑΙ γιατί αφενός μεν η ανθρώπινη φύση το επιβάλλει, αφετέρου δε γιατί η πολιτεία δεν έχει φροντίσει να εξασφαλισθούν υψηλές, ομοιογενείς προδιαγραφές προπτυχιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης των γιατρών.
Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση είναι περισσότερο πολύπλοκη καθώς ο πολίτης σίγουρα μπορεί να διαλέξει τον γιατρό που του ταιριάζει και πιθανά να διαλέξει έναν καλό γιατρό.
Στο τελευταίο ερώτημα η απάντηση είναι ΟΧΙ, διότι η άσκηση της νοσοκομειακής ιατρικής είναι ομαδική συντονισμένη εργασία και δεν βασίζεται στην μοναδιαία σχέση ιατρού – ασθενή, γεγονός που αποτελεί και το βασικό εγγενές πρόβλημα των Ιδιωτικών Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων. Το ζητούμενο επομένως είναι να αποκτήσει ο πολίτης εμπιστοσύνη στο Σύστημα, που βέβαια απαιτεί εκπαίδευση υψηλών προδιαγραφών όσον αφορά τους γιατρούς και επίλυση των οργανωτικών προβλημάτων του. Σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα του πολίτη να επιλέγει τον γιατρό στα πλαίσια του ΕΣΥ αποτελεί νομιμοποίηση μια de facto κατάστασης, που όμως πρέπει να γίνει με τρόπο που δεν θα διαταράξει την δυνατότητα των Κλινικών να λειτουργούν σαν μία ενιαία οντότητα με κεντρικό συντονισμό.
Γιατροί ως …ανειδίκευτοι εργάτες
Η αμοιβή τέλος των γιατρών με μισθό και όχι με βάση την παραγωγικότητά τους επιβλήθηκε πριν από 50 χρόνια αφενός μεν για να μην μπαίνουν στον πειρασμό οι γιατροί να πραγματοποιούν μη αναγκαίες ιατρικές πράξεις που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι βλαβερές, αφετέρου δε για να μην υπάρχουν τριβές μεταξύ των γιατρών. Το πρόβλημα όμως που δημιουργεί η άτεγκτη λειτουργία
αυτής της αρχής είναι ότι στερεί από τους γιατρούς τα κίνητρα εξέλιξης και εργασίας. Στην πράξη η αρχή αυτή μερικά παρακάμπτεται από τη «μη νόμιμη» σχέση επιλογής γιατρού από τον ασθενή που όμως αφορά του κλινικούς γιατρούς και δημιουργεί κατά κύριο λόγο προβλήματα σε ειδικότητες που δεν υπάρχει ανάγκη αυτής της σχέσης. Αυτό τελευταία είχε σαν αποτέλεσμα η
Πολιτεία να θεσπίσει ειδικά επιδόματα σε ορισμένες ειδικότητες γιατρών (αναισθησιολόγους, γιατρούς Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, ΤΕΠ) με την αιτιολογία της ανάγκης προσέλκυσης γιατρών σε αυτές τις θέσεις.
Η λύση του προβλήματος χρειάζεται επομένως μία συνολική αντιμετώπιση που θα περιλαμβάνει γενναία αύξηση των αμοιβών ολων των γιατρών (ο λόγος μισθού ιατρού / ανειδικεύτου εργάτη είναι στην χώρα μας 1.76 – ίσως ο χαμηλότερος στην Ευρώπη), δυνατότητα επιλογής ιατρού, αποτίμηση της αξίας των διαφόρων ιατρικών πράξεων με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων (γιατρών, ασφαλιστικών φορέων, κοινωνικών ομάδων), δυνατότητα ολοήμερης λειτουργίας του Νοσοκομείου με τις αμοιβές που θα προκύψουν από την αποτίμηση των ιατρικών πράξεων, και αμοιβές βασικού μισθού και εφημεριών ανάλογα με την βαρύτητα και την ποσότητα του κλινικού έργου που παρέχεται.
Ας ελπίσουμε επομένως ότι θα αρχίσει ένας γόνιμος, ειλικρινής και ανοικτός διάλογος για ην δημιουργία ενός νέου σύγχρονου ΕΣΥ.
Ο κ. Λάμπρος Κ.Μιχάλης είναι καθηγητής καρδιολόγιας, διευθυντής στην καρδιολογική κλινική στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων
tovima.
AΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΜΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΝΑ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ .
ΑπάντησηΔιαγραφή