Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Ο δικός μας με καταγωγή από τον Μύτικα Αιτ/νίας Θοδωρής Λύτρας στο iEidiseis: Οι ανεμβολίαστοι, το όραμά του για το ΕΣΥ και η μελέτη Τσιόδρα.




Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαρρηκώστας.
08:08 - 27/02/2022

O Θεόδωρος Λύτρας στο iEidiseis. Η Δημόσια Υγεία, όσα αποκαλύπτει για τη μελέτη που ολοκλήρωσε με τον κ. Τσιόδρα και η επόμενη πανδημία.......

Ένας άνθρωπος μεθοδικός με σημαντικό επιστημονικό υπόβαθρο που τάραξε τα νερά με τις μελέτες που πραγματοποίησε από κοινού με τον κ. Τσιόδρα ανοίγει τα χαρτιά του στο iEidiseis. O κ. Θεόδωρος Λύτρας, με αφορμή την συμπλήρωση δυο ετών από τα πρώτα κρούσματα κορονοϊού στην Ελλάδα, μιλάει για την «πανδημική κόπωση», τους ανεμβολίαστους και πως πρέπει να τους προσεγγίσουμε, αλλά και για τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, όπως την εμφάνιση μιας νέας πανδημίας.
Ο επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Υγείας, μέσω του iEidiseis, συνιστά στον κόσμο να μην χαλαρώνει αλλά να παραμείνει σε «εγρήγορση τηρώντας μεγάλη προσοχή σε στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης». Όπως τονίζει «δεν είναι κακό και δε μας κοστίζει τίποτα να φοράμε τη μάσκα μας, τουλάχιστον όσο ο ιός έχει σημαντική κυκλοφορία στην κοινότητα», ενώ για τα διδάγματα από την πανδημία αναφέρει ότι «έχει μια πολύ έντονη κοινωνική διάσταση, πέρα από την ιατρική ή τη “διοικητική”».
Για τη μελέτη «Τσιόδρα – Λύτρα» που προκάλεσε σεισμό και έντονες αντιπαραθέσεις ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας νιώθει χαρά αλλά και λύπη. «Χαίρομαι που η μελέτη που κάναμε με τον κ. Τσιόδρα άνοιξε τη συζήτηση για αυτό το θέμα, λυπάμαι βέβαια που αποτέλεσε αντικείμενο στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά χαίρομαι που “χτύπησε το καμπανάκι” κι αρχίσαμε να συζητάμε γι’αυτά ακριβώς τα θέματα. Οτι δηλαδή δεν αρκεί μόνο ένας βαρέως πάσχων να βρίσκει κρεββάτι ΜΕΘ, αλλά πρέπει να κοιτάμε τι πιθανότητα επιβίωσης έχει εκεί, κάτι που δεν εξαρτάται μόνο από την αυτοθυσία και το φιλότιμο των υγειονομικών» τονίζει και συμπληρώνει: «Δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αποδεκτό, άλλες πιθανότητες να έχει ένας ασθενής στην Αττική και άλλες στη Θεσσαλονίκη ή την επαρχία. Ελπίζω να συνεχίσουμε να συζητάμε για αυτά, να μη τα ξεχάσουμε, όχι για να τρώγονται τα κόμματα μεταξύ τους αλλά για να δούμε πως πραγματικά θα τα λύσουμε. Αυτός ήταν εξ αρχής κι ο σκοπός της μελέτης: να αναδείξει το πρόβλημα, για να αναζητήσουμε λύσεις».
Παράλληλα, ο κ. Λύτρας κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για το πως πρέπει να αναπτυχθεί και να ενισχυθεί το ΕΣΥ, τονίζοντας ότι στην επόμενη πανδημία «δεν είναι βέβαιο ότι θα σταθούμε τόσο τυχεροί».
Την ίδια στιγμή αναλύει στο iEidiseis το όραμά του αλλά και το κεντρικό κοινωνικό αίτημα που πρέπει να διαπνέει «συνολικά την πολιτική μιας χώρας και όχι μόνο του υπουργείου Υγείας». Όπως ο ίδιος λέει «είναι θέματα συστημικά, όχι ατομικά, κι ως επιστήμονας δουλειά μου είναι να τα αναδεικνύω ώστε όλοι μαζί να βελτιώνουμε την υγεία των ανθρώπων στη χώρα μας».


Αναλυτικά όσα είπε ο κ. Λύτρας στο iEidiseis:


-Κύριε Λύτρα, που βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με την πανδημία του κορονοϊού σε παγκόσμια κλίμακα και πόσο μακριά ή κοντά είμαστε ώστε να μιλάμε για ενδημία;
Έχουμε χτίσει με τον εμβολιασμό ένα σημαντικό βαθμό ανοσίας στον πληθυσμό, ιδιαίτερα στις μεγάλες ηλικίες, που μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον σε ότι αφορά το πλήθος των ανθρώπων που νοσούν βαριά και πεθαίνουν. Όμως αυτό αφορά μόνο τις πλούσιες χώρες του πλανήτη – όπως είναι και η Ελλάδα – γιατί οι φτωχές υστερούν σημαντικά σε εμβολιαστική κάλυψη λόγω έλλειψης εμβολίων.
Επίσης, παραμένουν σημαντικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες στον ορίζοντα: Εκτός από τον κίνδυνο ανάδυσης νέων χειρότερων παραλλαγών του ιού, θεωρώ την «πανδημική κόπωση» το μεγαλύτερο μας πρόβλημα, όπως βλέπουμε να συμβαίνει ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες. Αποσύρονται μέτρα προφύλαξης τα οποία θα είναι πολύ δύσκολο να επανέλθουν αν η επιδημιολογική κατάσταση επιδεινωθεί αργότερα. Η εμπιστοσύνη στις αρχές δημόσιας υγείας φοβάμαι πως έχει τρωθεί καίρια – κι όχι τελείως αδικαιολόγητα – ενώ έχει διαμορφωθεί ένας «πυρήνας» συνανθρώπων μας που επιμένουν να μην εμβολιάζονται και θα είναι δύσκολο να μεταπειστούν. Αυτοί θα είναι οι πρώτοι που ενδέχεται να κινδυνέψουν στο μέλλον, κι αντί να αδιαφορήσουμε γι’αυτούς όπως κάποιοι προτείνουν, θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τους προσεγγίσουμε και να προστατέψουμε την υγεία τους, όπως και την υγεία όλων. Άρα νομίζω έχουμε αρκετές προκλήσεις μπροστά μας.


-Από τις αναλύσεις και τις μελέτες βλέπουμε ότι η Ελλάδα, οδεύει προς μια σημαντική μεν αποκλιμάκωση της πανδημίας, αλλά με πολύ αργά βήματα. Σας φοβίζει ότι ενδεχομένως θα έχουμε νέα κύματα και αναζοπυρώσεις του ιού τους επόμενους μήνες ή ακόμη και από το ερχόμενο Φθινόπωρο;
Ελπίζω να μην έχουμε άλλα πανδημικά κύματα μέχρι τον επόμενο χειμώνα, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορώ να αποκλείσω μια αναζωπύρωση λόγω μιας καινούργιας παραλλαγής. Είναι ένας κίνδυνος για τον οποίο θα πρέπει να είμαστε όλοι προετοιμασμένοι. Από κει και πέρα το πιθανότερο είναι να έχουμε άλλον ένα δύσκολο χειμώνα (το 2022-23), ενδεχομένως όχι μόνο λόγω κορονοϊού αλλά και λόγω γρίπης. Υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν όπως η διάρκεια της ανοσίας μετά από τρεις δόσεις εμβολίου, αν θα χρειαστεί αναμνηστική δόση το φθινόπωρο και για ποιούς, με τι εμβόλιο (αν δηλαδή θα απαιτηθεί επανασχεδιασμός του εμβολίου), και πόσο αποτελεσματική θα είναι τυχόν αναμνηστική δόση. Επίσης το πόσοι άνθρωποι θα προσέλθουν αν χρειαστεί να την κάνουν είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, καθώς και πόσοι θα τηρήσουν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και προφύλαξης αν η επιδημιολογική κατάσταση ξεφύγει μελλοντικά.


Εγρήγορση και στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης.
Άρα η πανδημία, τουλάχιστον για εμάς τους επιστήμονες, δεν έχει τελειώσει και θα μας απασχολεί για πολύ καιρό ακόμη. Ελπίζω να περιοριστεί ο αντίκτυπος της στην καθημερινότητα των ανθρώπων, τουλάχιστον μέχρι τον επόμενο χειμώνα, αλλά και πάλι θα συνιστούσα εγρήγορση και προσοχή σε στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης. Δεν είναι κακό και δε μας κοστίζει τίποτα να φοράμε τη μάσκα μας, τουλάχιστον όσο ο ιός έχει σημαντική κυκλοφορία στην κοινότητα.


-Με τον κ. Τσιόδρα χτυπήσατε πρόσφατα ένα ηχηρό καμπανάκι για τη θνητότητα και την πίεση στο ΕΣΥ, ειδικά για τους ασθενείς εκτός ΜΕΘ και ιδίους για όσους διαμένουν εκτός Αττικής. Γιατί ακόμη και σήμερα - παρά την αποκλιμάκωση- οι απώλειες είναι σε τόσο υψηλές; Που οφείλεται;
Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα, μια εξίσωση με πολλές παραμέτρους, που χρήζουν αναλυτικότερης μελέτης. Τα χρόνια προβλήματα του συστήματος υγείας, και η πίεση που δέχθηκε κατά την πανδημία, είναι σίγουρα μια από τις παραμέτρους. Μια άλλη πάρα πολύ σημαντική είναι τα ποσοστά εμβολιασμού, που θα θέλαμε να είναι υψηλότερα ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες. Και μια τρίτη είναι η μεγάλη διασπορά, η μεγάλη κυκλοφορία του ιού στην κοινότητα, καθώς η κινητικότητα των ανθρώπων έχει πρακτικά επανέλθει σε προπανδημικά επίπεδα και τα μέτρα τηρούνται μάλλον χαλαρά.
Αυτό το τελευταίο δε το λέω ως μομφή στον κόσμο. Ο Mike Ryan, ο διευθυντής απόκρισης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, έχει πει μια πολύ σοφή κουβέντα για την πανδημία: “όταν ζητάς από τον κόσμο να κάνει εξαιρετικά (extraordinary) πράγματα, η υποστήριξη που τους παρέχεις θα πρέπει να είναι επίσης εξαιρετική”.


Η αντιμετώπιση της πανδημίας έχει έντονη κοινωνική διάσταση.
Φοβάμαι αυτό το έχουμε λίγο παραμελήσει, κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, όταν ζητάς από κάποιον εργαζόμενο να μείνει στο σπίτι για μια βδομάδα μετά από ένα θετικό τεστ, για μένα που είμαι καθηγητής πανεπιστημίου είναι εύκολο, για πολλούς όμως είναι αρκετά δύσκολο. Κι όχι μόνο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά ενδεχομένως και για οικογενειακούς ή άλλους κοινωνικούς λόγους. Τελικά η αντιμετώπιση μιας πανδημίας έχει μια πολύ έντονη κοινωνική διάσταση, πέρα από την ιατρική ή τη “διοικητική”, κι αυτό νομίζω είναι ένα σημαντικό δίδαγμα για το μέλλον.


-Τι πρέπει επιτέλους να αλλάξει ώστε να μην χάνουμε τόσους πολλούς συμπολίτες μας;
Στη φάση που είμαστε, θα πρέπει να ενισχύσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας με κάθε πρόσφορο τρόπο. Δε θα κρίνω εγώ αν ενισχύθηκε ή τι άλλο θα μπορούσε να γίνει, πάντως θα πρέπει να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια. Από κει και πέρα θα πρέπει να κάνουμε σοβαρές και μακρόπνοες επενδύσεις ξεκινώντας από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (που για μένα και νομίζω για τους περισσότερους είναι απλά ανύπαρκτη), τα νοσοκομεία μας, αλλά και τις υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας που θα πρέπει να αναπτυχθούν σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με κατάλληλη εκπαίδευση και συντονισμό. Δε γίνεται η Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα να εξαντλείται στον οργανισμό που λέγεται ΕΟΔΥ. Νομίζω στα πρώτα στάδια αυτής της πανδημίας πληρώσαμε την έλλειψη αυτή με τις δυσκολίες στην ιχνηλάτηση και διαχείριση των κρουσμάτων, και θα μπορούσαμε να την έχουμε πληρώσει πολύ περισσότερο αν είχε καθυστερήσει το εμβόλιο.


Την επόμενη φορά δεν είναι βέβαιο ότι θα σταθούμε τόσο τυχεροί.
Πραγματικά σταθήκαμε πάρα πολύ τυχεροί με τα εμβόλια σ’ αυτή την πανδημία, καθώς ήρθαν αρκετά γρήγορα και αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικά και ασφαλή. Την επόμενη φορά δεν είναι βέβαιο οτι θα σταθούμε τόσο τυχεροί. Γι’ αυτό πρέπει να επενδύσουμε σοβαρά στη Δημόσια Υγεία γενικότερα, και την πανδημική προετοιμασία ειδικότερα.


-Εκτιμάται ότι θα ζήσουμε άμεσα με έναν καινούριο θανατηφόρο ιό; Πριν από λίγες βδομάδες η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Σάρα Γκίλμπερτ, μίλησε για νέους φονικούς ιούς προ των πυλών. Συμμερίζεστε αυτές τις απόψεις;
Απολύτως τις συμμερίζομαι γιατί είναι αλήθεια. Κανείς δε ξέρει πότε θα χτυπήσει η επόμενη πανδημία, ούτε πως ακριβώς θα μοιάζει – από ποιό παθογόνο θα προκύψει και τι χαρακτηριστικά θα έχει. Όμως το μόνο σίγουρο είναι πως οι πανδημίες συνοδεύουν το ανθρώπινο είδος από αρχαιοτάτων χρόνων, και δε θα πάψουν τώρα.
Υπάρχουν επίσης πολλές άλλες σοβαρές απειλές για τη Δημόσια Υγεία οι οποίες είτε δε γιγαντώνονται στο επίπεδο μιας πανδημίας, είτε από μόνες τους, είτε επειδή τις προλαβαίνουμε ως ανθρωπότητα. Θυμηθείτε για παράδειγμα το 2003 με την επιδημία του ιού SARS-CoV-1, ενός κορονοϊού συγγενικού με τον σημερινό. Νόσησαν χιλιάδες άνθρωποι σε 29 χώρες, πέθαναν 774 παγκοσμίως, και ήταν η τεράστια κινητοποίηση των αρχών Δημόσιας Υγείας διεθνώς που απέτρεψε τα χειρότερα. Να θυμίσω το 2014 στην Ελλάδα που είχαμε εισαγόμενο κρούσμα κορονοϊού MERS, πάλι υπήρξε τεράστια κινητοποίηση – στην οποία μάλιστα είχε κομβικό ρόλο ο κ. Τσιόδρας – και δεν υπήρξε περαιτέρω διασπορά του επικίνδυνου αυτού ιού στη χώρα μας. Μεγάλο πρόβλημα επίσης αποτελούν τα παθογόνα που μεταδίδονται με διαβιβαστές, όπως ο ιός Δυτικού Νείλου και η ελονοσία: λόγω της κλιματικής αλλαγής τα νοσήματα αυτά γίνονται όλο και πιο συχνά στη χώρα μας και αλλού, κι απαιτούν έγκαιρη και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση για να προλάβουμε τους θανάτους που προκαλούν.
Επομένως ούτε οι απειλές για τη Δημόσια Υγεία σταματούν, ούτε κανείς ξέρει πότε και πως θα μας χτυπήσει η επόμενη πανδημία. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, να έχουμε συστήματα επιδημιολογικής επιτήρησης, οργανωμένες δομές Δημόσιας Υγείας κεντρικά και περιφερειακά, και βεβαίως ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας.


-Κατά την γνώμη σας, προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί το ΕΣΥ. Βλέπουμε πολλούς να μιλάμε για ένα νέο ΕΣΥ, αλλά πώς θα μπορέσει να αντέξει η σημερινή Δημόσια Υγεία σε μια νέα πανδημία;
Νομίζω όλοι συμφωνούμε πως πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση της ποιότητας των υπηρεσιών και της ισότιμης πρόσβασης σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες αυτής της χώρας. Αυτό απαιτεί να κλείσουν τα μεγάλα κενά στο σύστημα όπως αυτά της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας – που στην Ελλάδα διαχρονικά αποτελεί “γεφύρι της Αρτας” – και των υπηρεσιών αποκατάστασης χρονίως πασχόντων ασθενών. Όλα αυτά απαιτούν σοβαρές επενδύσεις στην υγεία, και δυστυχώς δε γίνονται σε ένα περιβάλλον όπου ιατροί και νοσηλευτές εύκολα μπορούν να βρουν στο εξωτερικό πολύ καλύτερες συνθήκες εργασίας και – κυριολεκτικά – τριπλάσιους μισθούς. Για να μη πω και για την επιστράτευση, που όχι μόνο λύσεις δεν έδωσε, αλλά απλώς ενθάρρυνε τη μετανάστευση των υγειονομικών…
Εν πάση περιπτώσει, ας το πάρουμε απόφαση πως πρέπει να χτίσουμε ισχυρό Εθνικό Σύστημα Υγείας και δη στις “καλές εποχές”, ώστε να μην είμαστε ξεκρέμαστοι όταν χτυπήσει η επόμενη πανδημία, όποτε κι αν συμβεί αυτό.


Σκοπός της μελέτης που κάναμε με τον Τσιόδρα ήταν να αναδείξει το πρόβλημα, για να αναζητήσουμε λύσεις.
Αν θα μπορούσα να επανέλθω λίγο στις δύο κατευθύνσεις που ανέφερα, την ποιότητα των υπηρεσιών και την ισότιμη πρόσβαση. Χαίρομαι που η μελέτη που κάναμε με τον κ. Τσιόδρα άνοιξε τη συζήτηση για αυτό το θέμα, λυπάμαι βέβαια που αποτέλεσε αντικείμενο στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά χαίρομαι που “χτύπησε το καμπανάκι” κι αρχίσαμε να συζητάμε γι’αυτά ακριβώς τα θέματα. Οτι δηλαδή δεν αρκεί μόνο ένας βαρέως πάσχων να βρίσκει κρεββάτι ΜΕΘ, αλλά πρέπει να κοιτάμε τι πιθανότητα επιβίωσης έχει εκεί, κάτι που δεν εξαρτάται μόνο από την αυτοθυσία και το φιλότιμο των υγειονομικών. Επίσης οτι δεν είναι – δεν μπορεί να είναι αποδεκτό, άλλες πιθανότητες να έχει ένας ασθενής στην Αττική και άλλες στη Θεσσαλονίκη ή την επαρχία. Ελπίζω να συνεχίσουμε να συζητάμε για αυτά, να μη τα ξεχάσουμε, όχι για να τρώγονται τα κόμματα μεταξύ τους αλλά για να δούμε πως πραγματικά θα τα λύσουμε. Αυτός ήταν εξ αρχής κι ο σκοπός της μελέτης: να αναδείξει το πρόβλημα, για να αναζητήσουμε λύσεις.


-Κύριε Λύτρα, ως καθηγητής Δημόσιας Υγείας ποιο είναι το όραμά σας;
Το δικό μου όραμα είναι αυτό της ειδικότητας την οποία υπηρετώ: όλοι οι άνθρωποι να απολαμβάνουν την καλύτερη δυνατή υγεία, σε όλες της τις διαστάσεις. Αυτό είναι μια υπόθεση πολύ ευρύτερη από το σύστημα υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Για παράδειγμα, δε μπορεί να ζούμε με υγεία αν δεν έχουμε χρόνο ή πρόσβαση σε χώρους αναψυχής και άθλησης, ούτε αν αναπνέουμε μολυσμένο αέρα και τρεφόμαστε φτωχά. Όλα αυτά – και πολλά άλλα ακόμη – θα πρέπει να αποτελούν κεντρικό κοινωνικό αίτημα και να διαπνέουν συνολικά την πολιτική μιας χώρας, όχι μόνο του υπουργείου Υγείας. Είναι θέματα συστημικά, όχι ατομικά, κι ως επιστήμονας δουλειά μου είναι να τα αναδεικνύω ώστε όλοι μαζί να βελτιώνουμε την υγεία των ανθρώπων στη χώρα μας.
mytikaspress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο