iii) Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου
Μαντριά: Γαλαρομάντρι, ψιμαδομάντρι, στερφομάντρι…
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη e-mail:agelimaria@yahoo.gr |
Σηκώθηκα μια χαραυγή προτού να ξημερώσει
Και τρών’ κλαρί τα γίδια μου ψηλά στα καταράχια
Κι από τ’ ασημοκούδουνα κι απ’ τα ψιλά τσοκάνια
Αχολογούν τα διάσελα κι αντιλαλούν τα δάσα.
Ζηλεύει τ’ άστρι που τ’ακούει κι αβγάτισε το φως του
Ζηλεύουνε κι οι πέρδικες κι αρχίσαν το κελάδι
[Δημοτικό τραγούδι].
Μαντρί: η λέξη είναι υποκοριστικό της λέξης μάντρα. Είναι η αρχαία ελληνική λέξη μάνδρα. Και σημαίνει: περιφραγμένος χώρος όπου φυλάγονται γιδοπρόβατα. Μαντριά: η λέξη στον πληθυντικό αριθμό, στην τσοπάνικη γλώσσα σημαίνει όλα τα περιφραγμένα «κατοικιά» των ζώων. Μαζί και την καλύβα του τσοπάνη. Από τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου και όλο το χειμώνα τα βράδια τα ζώα κλείνονταν στα μαντριά…
Ως κόρη κτηνοτρόφου θα καταγράψω τη βιωμένη εμπειρία στα μαντριά του. Αυτή η εμπειρία νομίζω συντελεί στην σωστότερη περιγραφή τους.
Ο πατέρας όταν μετοίκησε από τα Βλυζιανά στο Μαχαιρά Ξηρομέρου, επέλεξε να στήσει τα μαντριά του σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Μαναστράκια.
Ήταν ένα μέρος που πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τα ζώα που θα φυλάσσονταν εκεί. Η συλλογική μνήμη διασώζει ότι εκεί ήταν κάποτε η στάνη του Πλιάκου. Απείχε από το χωριό περίπου μισή ώρα δρόμο. Υπολογίζω την απόσταση που κάναμε με τα πόδια και όχι με αυτοκίνητο. Ακολουθούσαμε ένα ανηφορικό μονοπάτι που μας έβγαζε σε ένα πλάτωμα. Εκεί στο πάνω επικλινές μέρος ήταν τα μαντριά. Ο πατέρας έκανε αυτή τη διαδρομή καθημερινά πρωί και βράδυ. Είχε φτερά στα πόδια τότε. Έφευγε σαν ζαρκάδι, όπως μου είχε πει μετά από χρόνια ο ιερέας Κ. Σιάσος που με συνάντησε στο Αγρίνιο… Η μάνα και εμείς τα παιδιά κάναμε αυτό το δρομολόγιο με το γάιδαρο ή και πεζοί. Ο αδελφός μου σχεδόν πετούσε ! Εγώ βάδιζα πιο αργά και με λιγότερο ενθουσιασμό. Είναι αλήθεια πως δεν ένιωθα πολύ δεμένη με τα ζώα. Προτιμούσα να μένω σπίτι, να αναλαμβάνω δουλειές του νοικοκυριού και κυρίως να διαβάζω…Γίδια στα Βρύστιανα Ξηρομέρου… |
Ο τσοπάνης είχε την ανάγκη να κατασκευάσει ένα ξύλινο χώρο, «κατοικιό», για να στεγάσει τα ζώα. Μέσα σ’ αυτό το χώρο τα κλείνει για να τα προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες και από τα «ζουλάπια», τα τσακάλια, τους λύκους κ.λπ.
Ο τόπος, το ίδιο το περιβάλλον καθοδηγούν τον τσοπάνη που και με τι υλικά θα το φτιάξει. Η επιλογή του χώρου δεν ήταν τυχαία. Έπρεπε ο τόπος να είναι στραγγερός, απάγκιος και προσήλιος, να μην τον δέρνουν οι βροχές και οι αέρηδες του χειμώνα και να στραγγίζουν εύκολα τα νερά της βροχής.Επίσης να το βλέπει ο ήλιος. Έπρεπε δηλαδή να εξασφαλίζει τις ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης και ασφάλειας των ζώων.
Ο πατέρας, όπως και κάθε τσοπάνος, έβγαζε νοερά τα σχέδια για να κατασκευάσει τρία μαντριά: Γαλαρομάντρι, ψιμαδομάντρι και στερφομάντρι.
Και μια καλύβα για τον ίδιο και την οικογένειά του.[Βλέπετε: Μ.Αγγέλη, «Η καλύβα του τσοπάνη», https://xiromeronews.blogspot.com/2020/10/blog-post_405.html].
Υπήρχαν τα σχέδια του «αρχιτέκτονα τσοπάνη» πάνω στα οποία ο ίδιος σε συνεργασία με άλλους τσοπάνηδες κατασκεύαζε τα μαντριά.Θα περιγράψω στη συνέχεια λεπτομερώς τον τρόπο κατασκευής του μεγάλου μαντριού, που λέγεται γαλαρομάντρι ή γαλάρι:
i). ΓΑΛΑΡΟΜΑΝΤΡΙ
Υλικά: Ο τσοπάνης τα απαραίτητα υλικά για την κατασκευή τα έπαιρνε από τη φύση: πέτρες, ξύλα, φτέρες …Από το εμπόριο προμηθευόταν τσίγκια, σύρμα, πρόκες…Τα έμπειρα χέρια με αυτά τα απλά υλικά, με πολύ μεράκι και πολλή κούραση έφτιαχναν εξαιρετικά μαντριά.
Εργαλεία: Χρησιμοποιούσε τσεκούρι για το κόψιμο των ξύλων.Λοστό για να ανοίγει τρύπες στο έδαφος όπου θα έμπηγε τα ξύλα, τα παλούκια. Τανάλια για να κόβει τα σύρματα και να δένει τα ξύλα όπου χρειαζόταν και ένα σφυρί για να χτυπάει. Δρεπάνι για να κόβει τις φτέρες που χρειαζόταν για να «ντύσει» το μαντρί.
Κατασκευή: Πρώτα κατασκεύαζε με πέτρες τη μάντρα στο πάνω μέρος του μαντριού.Την έχτιζε ξερολιθιά. Χωρίς τσιμέντο και κάποιο άλλο υλικό. Μεγάλες πέτρες μαστορικά τοποθετημένες εξασφάλιζαν το πάνω μέρος.
Μετά έμπηγε περιμετρικά τα παλούκια, ξύλα σκληρά και ανθεκτικά για να στήσει το σκελετό του μαντριού. Από παλούκι σε παλούκι στερέωνε τα λούρια. Λούρια ήταν μακριές, εύκαμπτες, ξύλινες βέργες που στερεώνονταν πάνω στα παλούκια. Ανάμεσα στα λούρια έπλεκε σε παράλληλες σειρές τις φρεσκοκομμένες φτέρες. Παράλληλες σειρές που η πάνω σκέπαζε την κάτω σειρά. Πολύ πυκνή πλέξη ώστε να δημιουργούν ένα προστατευτικό πλέγμα. Εξασφάλιζαν έτσι προφύλαξη από τη βροχή και το χιόνι και στεγανότητα στο τμήμα κάτω από το φράχτη στο εσωτερικό μέρος που είχε μια κλήση. Επίσης προστασία από τα αρπακτικά…
Στην κάτω άκρη του μαντριού στέριωνε μια απλή πορτούλα από ξύλα. Με ένα αυτοσχέδιο σύρτη δικής του επινόησης, με χοντρό σύρμα που έκλεινε καλά…
Στην πάνω πλευρά, συνέχεια της μάντρας έφτιαχνε και ένα μικρό καλυβάκι τον τσάρκο για τα κατσίκια. Αυτός με μια μικρή πορτούλα επικοινωνούσε με το μαντρί και έβγαιναν τα μικρά για βύζαμα. [Βλέπετε: Μ.Αγγέλη, «Τσάρκος: καλύβι για τα αρνοκάτσικα…», https://www.astakos-news.gr/2020/10/blog-post_96.html].
Κατά τις ηλιόλουστες μέρες η γυναίκα ή κάποιο από τα παιδιά ανέβαινε στα μαντριά να ανοίξει τα κατσίκια από τον τσάρκο για να λιαστούν… Έτρεχαν τότε τα μικρά στο μεγάλο μαντρί, χοροπηδούσαν σαν παιδάκια από δω κι από κει, έπαιζαν, απολάμβαναν τις ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου. Όμορφες εικόνες ποιμενικής ζωής!
Η γυναίκα και τα παιδιά του τσοπάνη συμμετείχαν σε όλες τις εργασίες βοηθητικά. Κάποιες φορές αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου τη φύλαξη, τη βόσκηση, το πότισμα και το άρμεγμα του κοπαδιού, αν υπήρχε ανάγκη.
ii) ΨΙΜΑΔΟΜΑΝΤΡΙ
Το δεύτερο μαντρί ήταν για τα ζώα που γεννούσαν όψιμα. Ήταν πιο μικρό από το γαλαρομάντρι αλλά με την ίδια ακριβώς κατασκευή. Διέφερε ως προς το μέγεθος. Ήταν μικρότερο γιατί θα στέγαζε λιγότερα ζώα απ’ ότι το γαλαρομάντρι. Ο τσοπάνης γνώριζε πόσα ζώα ήταν πρώιμα και πόσα όψιμα.Aνάλογα σχεδίαζε και το μέγεθος.
iii) ΣΤΕΡΦΟΜΑΝΤΡΙ
Το στερφομάντρι ήταν δίπλα από το ψιμαδομάντρι. Aπαραίτητο για τη στέγαση του στειροκόπαδου. Δηλαδή για τραγιά, βιτούλια, γίδες που δεν γεννούσαν ή έχασαν το μικρό τους «τσαγκαδεύτηκαν» και λέγονταν «τσαγκάδες».
iv) AYΛΕΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
Επειδή και τα στείρα ζώα ήταν πολλά, ο πατέρας αργότερα έκλεισε έναν αύλειο χώρο από το στερφομάντρι μέχρι το γαλαρομάντρι. Στο πάνω μέρος υπήρχε φράχτης. Αυτό το έκανε για να απλώνονται άνετα τα μεγάλα ζώα και να μην χτυπιούνται με τα κέρατα δημιουργώντας συγκρούσεις και αναστάτωση στο κοπάδι.
Ήταν όλα τόσο μελετημένα, καλοστημένα και σχεδιασμένα θαρρείς κι ο πατέρας και κάθε νοικοκυρεμένος τσοπάνης διέθεταν γνώσεις αρχιτεκτονικής… Το στήσιμο των μαντριών ήταν μια εξαιρετική λαϊκή τεχνική, μαστοριά που είχε αποκτηθεί από την εμπειρία και την αγάπη για τα ζώα. Είναι βέβαια και στο χαρακτήρα του ανθρώπου η τάξη και το μεράκι για την τελειότητα, όσο είναι εφικτό. Και στην προσωπική ζωή , το ντύσιμο, τη συμπεριφορά, έτσι ήταν ο πατέρας. Καθαρός, οργανωτικός, ηθικός και ακέραιος… «Μερακλή τσέλιγκα», τον χαρακτήριζε ο κτηνοτρόφος Σπύρος Λιάπης.
«Τον μερακλή τσοπάνη τον ακούς από τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα γκεσέμια!», λέει μια λαϊκή παροιμία.
Και τον θαυμάζεις από τα μαντριά του!, θα πρόσθετα με βεβαιότητα.
Η ΒΑΣΚΑΝΙΑ : Εδώ θα αναφέρω και την πίστη των κτηνοτρόφων στη βασκανία, το μάτιασμα των ζώων. Πάνω στις άκρες των παλουκιών που εξείχαν από το φράχτη, κρεμούσαν παλιόρουχα, «παλιοσκούτια» για «σκιάχτρα». Πίστευαν ότι προστατεύουν από αρπακτικά πουλιά και ζώα. Κρεμούσαν επίσης, και σκορδοπλέχτρες. Πίστευαν ότι έτσι απομάκραιναν το «αβάσκαμα», το κακό μάτι από το κοπάδι.
«Το μάτι σκάει πέτρα!», έλεγε πολλές φορές ο πατέρας. Και φαινόταν να το πιστεύει πολύ. Ανέφερε και ένα περιστατικό «που μολόγαγαν οι παλιοί», πως ένας συγχωριανός είχε ματιάσει μια πλάκα η οποία έσκασε και έγινε κομμάτια!
Θυμάμαι τη μάνα, όταν κάποιο γίδι ήταν άρρωστο, να πηγαίνει σε τρεις γυναίκες «σαραντίστρες», για να «σαραντίσουν», δηλαδή να ξεματιάσουν το ζώο ή και το κοπάδι κάποιες φορές. Αυτό το νερό που χρησιμοποιούσε η γυναίκα για το ξεμάτιασμα, το έβαζε σε ένα μπουκαλάκι και το έπαιρνε στα μαντριά για να ραντίσει το άρρωστο ζώο, ή το κοπάδι και τα μαντριά. Έτσι θα έφευγε το κακό μάτι και η «βουή» του κακού ανθρώπου… Οι λαϊκές φράσεις «Κάλλιο φίδινη γλώσσα παρά ανθρωπινή» και «Κάλλιο οργή θεού παρά βοή λαού» αποδίδουν αυτή την πίστη του ανθρώπου στην αρνητική ενέργεια και στις επιπτώσεις της…
Οι τσοπάνηδες όταν πλησίαζαν τα μαντριά ή έβλεπαν το κοπάδι κάποιου άλλου είχαν τη συνήθεια να φτύνουν τρεις φορές, « φτού, φτού, φτού!» για να μην ματιάσουν τα ζώα. Εκτός αν κάποιος ήταν φθονερός και κακόβουλος και δεν το έκανε…. Πίστευαν ότι το φτύσιμο απέτρεπε τη βασκανία.
Στη συνέχεια παραθέτω την Προφορική αφήγηση του Δημήτρη Αγγέλη που ως παιδί τσοπάνη συμμετείχε ενεργά σε όλες τις διαδικασίες και τα στάδια της κτηνοτροφίας. Η μνήμη ενός παιδιού τότε συγκρατεί και όλη τη διαδικασία της κατασκευής των μαντριών. «Ακούστε» τον ενήλικα σήμερα αφηγητή:
«Η επιλογή του τόπου γινότανε, «έβγαινε παγανιά» ο τσοπάνης, περπάταγε σε διάφορα σημεία να ιδεί, να εντοπίσει το κατάλληλο μέρος. Δεν πήγαινε σε μια μεριά και έστηνε το μαντρί. Να διαλέξει, να είναι απάγκιο, να κόβει τον αέρα, να μην το πιάνει ο χειμώνας ο βαρύς και τα τρύπαγε το κρύο τα γίδια. Γιατί δεν είχανε και καλές εγκαταστάσεις τότε για να μην κρυώνουν τα γίδια. Τα γίδια είναι κρυουλιάρικα ζώα.Έπρεπε να κόβει ο αέρας, να έχει φυσική προστασία. Το βασικό: διάλεγε το σημείο να κόβει, να έχει προστασία από μόνο του. Και μετά να βοηθήσουν και αυτοί με «τις πλάτες», με τα πενιχρά μέσα που είχαν. Μην το πιάσει κάνας αέρας το χειμώνα και πάρει και το μαντρί. Μην είναι σε κάνα ρέμα και κάνει καμιά κατεβασιά το χειμώνα και του πάρει και τα γίδια. Αν είχε ρυάκια πρόσεχαν. Τα υπολογίζουν πολύ αυτά. Να προστατεύεται από τα φυσικά φαινόμενα!
Γι’ αυτό ο πατέρας διάλεξε τα Μαναστράκια. Αν το δεις σαν εικόνα, μην κοιτάς που μας κούρασε τότε, έχει μια φυσική προστασία από μόνο του.
Έφκιανε ο τσοπάνης το μαντρί του σε στραγγερό σημείο, σε πλαγίτσα να μην πιάνει λάσπες και λασπώνει, γιατί τα γίδια δεν πατάνε στις λάσπες, είναι καθαρά ζώα.Διάλεγαν σημεία να έχει μέσα πετρούλες. Βέβαια αυτό ήταν καλό για τα ζώα γιατί καθότανε, πάταγαν πάνω στις πέτρες,αλλά ήταν δύσκολο για τον ίδιο τον τσοπάνη, γιατί έπρεπε να καθαρίσει τις κοπριές ανάμεσα στις πέτρες με τη μάσα. Να περνάς τώρα ζικ ζακ, «σαλιγκαράκια» ανάμεσα από τις πέτρες. Αλλά για τα γίδια ήταν καλό. Μέσα στη λάσπη αρρώσταιναν.Έβγαζαν σπυρί, κουτσαίνονταν.Γιατί η λάσπη αυτή ήταν μολυσμένη, κάτουρα, κοπριές.Η πάνω πλευρά από το μαντρί που ήταν τα τσίγκια ήταν μάντρα ξερολίθι.Εκεί έβανε τα τσίγκια. Μια σειρά, μονά.Μια σειρά, δεν είχαν δυνατότητες για επεκτάσεις.Να βάλουν δυο,τρεις σειρές να’χει βάθος μέσα η στέγη. Μια σειρά μονή. Και γύρω γύρω ήταν οι πλάτες.Τι ήταν οι πλάτες: Μια σειρά από παλούκια που τα’πλεκαν με φτέρες. Έφερναν φτέρες και τα’πλεκαν.Τα πλαϊνά ήταν με ξύλα πουρνάρια χοντρά.Τα έδεναν με λούρια, μακριά ξύλα από φιλίκια, αριές και τα’δεναν με σύρμα. Να αγκαλιάζουν ας πούμε τα παλούκια. Οπότε έμπαινε η γίδα αποκάτω με το κατσικάκι της. Στη μια άκρη πάνω ήταν ο τσάρκος. Τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο καλυβάκι. Άνοιγε η πορτούλα του με «λεσά», το λέγαμε, με σύρτη.Τράβαγες την πορτούλα και πραπ πεταγότανε τα κατσίκια μέσα στο μαντρί. Έφευγαν οι γίδες για βοσκή έξω το πρωί, στεκότανε ένας στην πόρτα κι έκανε ένα πρρ με το στόμα του και γύριζαν όλα πίσω τα κατσίκια μέσα στον τσάρκο.
Μετά στην πορεία, στην εξέλιξη, στη μεταφορά του μαντριού λίγο παρακάτω έβαλαν απομέσα, πριν τη φτέρη, και πόχα. [συρμάτινο πλέγμα]. Εκείνη με τις ψιλές τρυπούλες. Γιατί: Πριν που ήταν μόνο οι φτέρες τι έκαναν οι διαόλοι τα κατσίκια, έβαναν το κεφάλι, έτρωγαν τη φτέρη και τακ μια δυο το τρύπαγαν το μαντρί. Έβαναν την πόχα και τώρα δεν μπορούσε το κατσίκι να κάνει ζημιά και ήταν ασφαλισμένο.
Κοίταζαν οι ανθρώποι το σημείο που θα στήσουν τα μαντριά. Και μετά έφκιαχναν το γαλαρομάντρι. Ήξεραν ο κόσμος. Κάθε χρόνο βγάζω τόσα κατσίκια. Εκατό, ενενήντα πρώιμα και καμιά τριανταριά ψιμάδια. Υπολογίζοντας το μέγεθος του μαντριού πόσα πρώιμα θα βγάλω. Ξέρει ο καθένας περίπου πόσα.
Δίπλα είχαν ένα άλλο μαντρί το ψιμαδομάντρι. Γιατί όταν γεννάνε τα ψιμάδια είναι αργά και δεν μπορείς να τα μπερδέψεις με τα άλλα.Είναι ολόκληρα ζώα εκείνα. Και δεν χωράνε κιόλας.Γι’ αυτό έφκιαχναν το ψιμαδομάντρι.
Δίπλα τώρα από αυτά ήταν το στερφομάντρι. Με τον ίδιο τρόπο.Με μια πόρτα ξύλινη κι αυτή. Με αγριόξυλα. Φαντάσου σα σκάλα ένα ξύλινο πλαίσιο. Αγριόξυλα τα κάρφωνε ο πατέρας με καμιά προγκούλα.
Και γύρω γύρω από τα μαντριά είχαμε κάνει μετά περίφραξη και πάνω πλάτη. Πολλές φορές αφήναμε την πόρτα από το στερφομάντρι ανοιχτή. Έπιαναν εκεί στην άπλα τα γίδια τα στέρφα για να μην στριμώχνονται.Να μην φύγει και κανένα και πιάσει την πλαγιά. Ήταν εκεί απλωτά και ελεγχόμενα.
Τα παλούκια τα έμπηγαν με το λοστό. Η κατασκευή του μαντριού ξεκινούσε από τη μάντρα. Οριοθετήθηκε η μάντρα, μετά έμπαιναν τα τσίγκια. Μετά το γύρω γύρω οι φούρκες. Μετά τα λούρια. Και μετά τα «πέτσωνε» με φτέρη. Είχε κλήση ώστε να χύνει το νερό προς τα έξω. Σαν σκεπή. Να μην πάει προς τα μέσα.
Τεχνίτες ήταν οι ίδιοι οι τσοπάνηδες. Αλλά ερχότανε κι άλλοι.Τότε που κάναμε εμείς, θυμάμαι, ήρθαν δυο τρεις. Ένας ήταν ο Σωτηράκης ο Στεργίου. Κουβαλάγαμε φτέρες απ’ τα Βλυζανά. Γιατί στην περιοχή μας δεν είχε φτέρες.
Ο πατέρας ήξερε τα πάντα, το πώς στήνεται ένα μαντρί. Αλλά ήθελε βοήθεια.Θέλει χέρια.Δεν μπορεί ένας.Βοηθούσε κι ο άλλος να δένει με το σύρμα. Με τα μουλάρια, με τα γαϊδούρια φέραμε από εκεί. Αλυσίδα τρία τέσσερα ζώα είχαμε. Φτέρες φορτώματα, φορτώματα! Κομμένες πρωί πρωί για να είναι δροσερές.Πρωί πρωί με τα δρεπάνια κόβανε και τη μεταφέρανε. Να’ναι κομμένη πρωί, μην ξεραθεί. Αν τη μεταφέρεις το μεσημέρι τρίβεται η φτέρη. Φέρνεις τα κοτσάνια. Πρέπει να είναι χλωρή.Αφού στήσεις το μαντρί έπρεπε να την πετσώσεις γιατί τρίβεται.Το πέτσωμα ξεκίναγε από χαμηλά και ανέβαινε προς τα πάνω.
Αφού είχες στήσει την ξυλεία έπρεπε να το ντύσεις.Αλλά νομίζω, αν την άφηνες ποστιασμένη με δροσούλα, όπως τα καπνά, γινόταν χειρισμός, την πέτσωνες. Σε μια μέρα το πολύ δυο είχες πετσώσει το ένα μαντρί. Δεν την πόστιαζες για πολύ.
Τεχνίτες ήταν οι ίδιοι οι τσοπάνηδες. Αν κάποιος δεν ήξερε έπαιρνε για παράδειγμα τον πατέρα που ήξερε από αυτές τις δουλειές. Αλλά ήθελε συνεργασία γιατί ήθελε χέρια. Δεν ήταν εύκολη δουλειά να στήσεις μόνος τα μαντριά. Να κάνεις τη μάντρα, να στήσεις τα παλούκια, να πετσώσεις τη φτέρη… Ήθελε χέρια να τελειώσεις. Δε γίνεται. Γιατί έχεις και το κοπάδι. Όσο εσύ δουλεύεις έπρεπε ένας άνθρωπος να είναι στο κοπάδι. Πήγαινα εγώ ή η μάνα. Πήγαινε όλη μέρα η μάνα κατά βάση.
Θυμάμαι ,τα τσίγκια στο τελευταίο μαντρί που φκιάξαμε ,μας βοήθαγε ο Γιώργος ο Περίσος (Παπατρέχας).Θυμάμαι πως έκοβε τον τσίγκο για να είναι ίσια με τα άλλα στο σκέπαστρο. Πρώτη φορά είχα δει αυτή την πατέντα, να κόβει τον τσίγκο με ένα χοντρό σύρμα από μπάλα χορτάρι.[…].
Τα τσίγκια τα καρφώνανε με ακανόνιστες, σκουριασμένες πρόγκες, ό,τι είχανε. Επειδή,συν τω χρόνω φθείρονται, για να είναι σταθερές έβαζαν πετσάκια ακανόνιστα από λάστιχο.Η πρόγκα είχε κεφαλάκι το πετσάκι, το ψίδι.
Και πίσω περιμετρικά στα μαντριά και στην καλύβα έβαζαν «σγατζαγριλίδια» και άγρια πυκνά πουρνάρια και τα πλάκωναν με μεγάλες κοτρώνες για να προστατεύονται από τα γίδια.[…].Το ίδιο έκαναν και στην καλύβα.
Τα γίδια έμεναν στα μαντριά μόλις γένναγαν, τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο εκεί. Μέχρι που σφάζονταν τα κατσίκια. Μέχρι το Μάη. Μετά βγαίνανε έξω…
Τα μαντριά τα καθάριζαν αναλόγως τον καιρό. Κάθε δυο τρεις μέρες θέλουν καθάρισμα. Με τη μάσα να καθαρίζεις ανάμεσα από τις πέτρες είναι δύσκολο».
[Προφορική αφήγηση Δ. Αγγέλη. Μαχαιράς,,23 Αυγούστου 2020]
Όμοια με τα γίδια ήταν και τα μαντριά των προβάτων. Τα γιδομάντρια ήταν πιο ευρύχωρα γιατί τα γίδια θέλουν απλωσιά και ευρυχωρία…
ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ: «Το αρνί που φεύγει απ’ το μαντρί το τρώει ο λύκος».
Αυτή η παροιμία έγινε ευρύτερα γνωστή όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που ήξερε πολύ καλά από στάνες και μαντριά, τη χρησιμοποίησε με μεταφορική σημασία. Την είπε σε δημόσιο λόγο του το 1985, όταν ο Κωστής Στεφανόπουλος που ηττήθηκε σε εσωκομματικές εκλογές, σχημάτισε δικό του κόμμα τη ΔΗΑΝΑ. Το κόμμα ήταν θνησιγενές και διαλύθηκε το 1994. Αποδείχτηκε δηλ. μετά από μερικά χρόνια ότι αυτό το τολμηρό πρόβατο δεν άντεξε έξω από την ασφάλεια του μεγάλου μαντριού του… Το έφαγε ο λύκος! Επαληθεύτηκε τότε η λαϊκή ρήση που είχε πει ο Αβέρωφ…
Φέτος, καλοκαίρι 2020,με τον αδελφό μου κάναμε μια περιήγηση στα χωριά του Ξηρομέρου, της Ακαρνανίας ευρύτερα. Η ματιά μας αντίκρισε σύγχρονα μαντριά σε κάθε χωριό. Χαρήκαμε πολύ που η κτηνοτροφία ανθεί ακόμα στην περιοχή. Διαπιστώσαμε βέβαια την αλλαγή και την εξέλιξη. Σύγχρονα ποιμνιοστάσια αντικατέστησαν τα παραδοσιακά μαντριά. Δεν υπάρχουν πια οι γραφικές καλύβες και τα ξυλόπλεχτα μαντριά που έδεναν αρμονικά με τη φύση, φτιαγμένα με υλικά που πρόσφερε η ίδια. Και που αυθόρμητα το χέρι με ένα κλικ θα αποτύπωνε στη φωτογραφική μηχανή. Και πιο απλά σ’ ένα κελί της μνήμης. Βλέποντας αυτή την αλλαγή συνειρμικά έρχονται στο νου μου εικόνες από τα μαντριά και την ξύλινη καλύβα του πατέρα. Νοσταλγία και συγκίνηση με διακατέχουν. «Όποιος γεννηθεί στη φυλακή, τη φυλακή θυμάται», λέει μια παροιμία. Όποιος μεγαλώσει σε μαντριά, τα μαντριά θυμάται, θα έλεγα αντίστοιχα…
Κατανοώ φυσικά την εξέλιξη. Και κρατώ το θετικό για τον τόπο. Υπάρχει συνέχεια της κτηνοτροφίας! Εμείς χάσαμε πια τη γραφικότητα της παραδοσιακής στάνης. Οι σύγχρονοι κτηνοτρόφοι όμως γλυτώσανε την πολλή ταλαιπωρία. Και όλοι απολαμβάνουμε τα αγαθά της κτηνοτροφίας…
Όταν έγραφα αυτό το κείμενο για τα μαντριά και τη στάνη του πατέρα, έφερα στο νου μου και το «πτωχόν βοσκόπουλον» του Παπαδιαμάντη. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπως γνωρίζουμε, έζησε στην Αθήνα κατά το 19ο αιώνα αλλά νοσταλγούσε πάντα τη ζωή στη Σκιάθο, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Από το έργο του :Όνειρο στο κύμα, αντιγράφω την πρώτη παράγραφο και την τελευταία φράση:
«Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τήν τελευταίαν φοράν ὁπού ἐγεύθην τήν εὐτυχίαν ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ' ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ' ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά βουνά».
«Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο