Η ζωοκλοπή στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα είχε γίνει μάστιγα για την ύπαιθρο.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση και ο Βάλτος «ανέδειξε» αρκετούς
«ξακουστούς» κατσικοκλέφτες και γενικότερα ζωοκλέφτες.Ένας τέτοιος ήταν
και ο μπάρμπα Στέλιος από τα Βρουβιανά, που η φήμη του όπως λένε οι
παλιότεροι είχε ξεπεράσει την επαρχία μας, για τη δεξιοτεχνία με την
οποία έκλεβε.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και ο μπάρμπα Στέλιος γέρασε και δεν μπορούσε
πλέον να κάνει τη δουλειά του όπως εκείνος ήθελε και μπορούσε. Ήταν
πραγματικός θάνατος γι’αυτόν.
Μια παροιμία λέει «ο λύκος την τρίχα αλλάζει τη γνώμη δεν την
αλλάζει», έτσι και ο μπάρμπα Στέλιος που δεν μπορούσε να αλλάξει το
«χούι» έπρεπε κάτι να κάνει και να τι σκαρφίστηκε:
Πήρε μια πρόκα και την κάρφωσε στο κάτω μέρος της γκλίτσας του. Έπειτα τρόχισε καλά την πρόκα και την έκανε μυτερό κοπίδι.
Πήγαινε λοιπόν στο μαντρί που είχε τα γίδια ο αδελφός του και αφού εντόπιζε το υποψήφιο θύμα, το κάρφωνε στην καρδιά με το κοπίδι (φυσικά χωρίς κανείς να τον καταλάβει) και το ζώο έπεφτε και ψόφαγε από άγνωστη αιτία.
Στον στενοχωρημένο αδελφό του έλεγε:
-μη στινουχουργιέσει αδιρφέ μ’ συμβαίνουν αυτά, αλλά καλό θα ‘νάταν να μην πάει θράσιου (χαμένο) να τ’ απουσφάξουμει!
Ο άλλος όμως φοβόταν μήπως πάθει τίποτα από το αρρωστημένο κρέας και ο μπάρμπα Στέλιος «ξαναχτυπούσε»:
-άφτου να του φάου ιγώ πού ‘μει γέρουντας κι δεν παθένου τίπουτα!
Έτσι το έτρωγε κλεμμένο και το ευχαριστιόταν η ψυχή του!
Πήρε μια πρόκα και την κάρφωσε στο κάτω μέρος της γκλίτσας του. Έπειτα τρόχισε καλά την πρόκα και την έκανε μυτερό κοπίδι.
Πήγαινε λοιπόν στο μαντρί που είχε τα γίδια ο αδελφός του και αφού εντόπιζε το υποψήφιο θύμα, το κάρφωνε στην καρδιά με το κοπίδι (φυσικά χωρίς κανείς να τον καταλάβει) και το ζώο έπεφτε και ψόφαγε από άγνωστη αιτία.
Στον στενοχωρημένο αδελφό του έλεγε:
-μη στινουχουργιέσει αδιρφέ μ’ συμβαίνουν αυτά, αλλά καλό θα ‘νάταν να μην πάει θράσιου (χαμένο) να τ’ απουσφάξουμει!
Ο άλλος όμως φοβόταν μήπως πάθει τίποτα από το αρρωστημένο κρέας και ο μπάρμπα Στέλιος «ξαναχτυπούσε»:
-άφτου να του φάου ιγώ πού ‘μει γέρουντας κι δεν παθένου τίπουτα!
Έτσι το έτρωγε κλεμμένο και το ευχαριστιόταν η ψυχή του!
Όταν γέρασε πιο πολύ και ούτε με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να κλέψει, βρήκε άλλο τρόπο:
Έβραζε καλαμπόκι και το αρμάθιαζε σε ένα σπάγκο. Πετούσε στη συνέχεια έξω από το παράθυρο το αρμαθιασμένο καλαμπόκι κρατώντας την άλλη άκρη του σπάγκου. Μόλις η κότα έτρωγε το καλαμπόκι αυτός αυτόματα τραβούσε το σπάγκο και η κότα σύντομα βρισκόταν στο καυτό νερό, που από ώρα ζέστανε ο μπάρμπα Στέλιος.
Έβραζε καλαμπόκι και το αρμάθιαζε σε ένα σπάγκο. Πετούσε στη συνέχεια έξω από το παράθυρο το αρμαθιασμένο καλαμπόκι κρατώντας την άλλη άκρη του σπάγκου. Μόλις η κότα έτρωγε το καλαμπόκι αυτός αυτόματα τραβούσε το σπάγκο και η κότα σύντομα βρισκόταν στο καυτό νερό, που από ώρα ζέστανε ο μπάρμπα Στέλιος.
Όμως παρ’ όλα τα στρατηγήματα και την κάποια ικανοποίηση που ένιωθε, ο
μεγάλος του καημός ήταν για τον ξεπεσμό. Από ξακουστός κατσικοκλέφτης,
έγινε κλεφτοκοτάς!
πηγη syllogosvrouvianon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο