Μι κόλασε πρωί-πρωί. Πάω στο Πανάκια, στ’ Αι ποστόλους να πάρω μια μανέστρα, να τ’ κάνω κοκκινιστή μι τράγιο. Να μπροστά η γυναίκα τ΄Τακούλα. Είχε φτάσει για να ανάψει ένα κερί στ΄ εκκλησία, αφού ήτανε ξενιτεμένη τ’ Αι ποστόλων.
Σίμωσε κοντά μ’ κι ξεμοτόχ’ για να μι πράξ’, μι λέει:
-Δήμητρα διάβασες τους Φαινάρσιαλ Ταίμς για την κατάσταση της Ελλάδας;
-Την τράω και την ξανατράω. Τα΄είχα μαζωμένα πολλά για αυτά που τραβάει ο Τακούλας. Ακ΄εκεί άντρας ο Τακούλας. Να τον πάει ο Αμαδερός και τον ρίξει στην Ορνίτσα. Ο Ανιψιός μ’ ο Τακούλας δεν παντρεφκε μόνο αυτό το τούβλο, παντρέφκε και τα πεθερκά τ’. Η γνέκα τ΄Τακούλα του παίζ μορφωμένη αλλά στα γράμματα η μόν’ σχέση πούχε είναι κατά που έπεφτε το Δημουτικό.
-Ακ Τακούλενα....
Δε πρόπσα να τ’ πώ κι κατέβασε τα μούτρα.....
-Εγώ το συνέχσα. Τακούλενα, τ΄θυμάσε τη δασκάλα τ’ Μαρία; Αχά , κάτι δουλεύει ακόμα στο μυαλό σ’. Ε, μια φορά ήθελε να φαρμόσ’ το νέο σύστημα, για τσ΄πρωτουβουλίες τ’ παιδιών.
-Τσλέει. Να φτιάξτε μια ιστορία π΄ναχει μέσα τ΄λέξη «συνεπώς».......
-Η Μαρούλα παντάει: Ο πατέρας μου είναι πολύ μορφωμένος. Εχει βγάλει το εξατάξιο δημοτικό αλλά τους καταφέρνει όλους και πάντα βγάινει δήμαρχος. Συνεπώς είναι έξυπνος.
-Ο Κώτσος παντάει: Ο παππούς μου έχει σε κάθε χωριό από κανά δυό χαμένους και του μαζώνουν ψήφους για να είναι πάντα βουλευτής. Συνεπώς είναι ένας καλός πολιτικός.
-Ο γιός σ’ Τακούλενα παντάει: Πέρισυ το καλοκαίρι η μαμά μου με έστειλε στους γονείς της πάνω στο Βάτο για διακοπές. Οι γονείς της είναι αγράμματοι αλλά με το πρόγραμμα της ΕΟΚ δήλωναν 500 βόδια και είχαν μόνο 5. Από τα πολλά χρήματα της επιδότησης έδωναν και ένα μερίδιο για τον κομματάρχη που διόρθωνε το 5 σε 500. (εδώ το παιδάκι ξέχασε να προσθέσει και ένα ακόμα βόδ’ , τον Τακούλα, π’ ανέχετε ακόμα).
-Συνεχίζει ο γιός σ΄ Τακούλενα. Μια ημέρα βλέπω την γιαγιά μου να τρέχει γρήγορα και να πηγαίνει πίσω από μια σκινάρα. Στα χέρια της κρατούσε το νέο φύλλο των Φαινάρσιαλ τάιμς. Η γιαγιά μου δεν γνωρίζει ούτε τα Ελληνικά. Προφανώς πήγαινε για χέσιμο....
Η γναίκα τ΄Τακούλα έκανε πως δεν άκγε κι τραβξε κατ΄τ΄Αι Δημήτρη.....
Ο Πανάκιας με το μαναβκο κι παντοπουλείο, δε μ΄πήρε λεφτά για τ΄μανέστρα. Να τ΄άρεσε αυτό π’ άκσε ή νατανε του τηλέφουνο πουχε κι τούλεγε για δύο «μωρα» στ΄Σωτήρα. Δεν ξέρω, θα ρωτήσω αύριο τ΄μανούλα τ’.....
Η Θειά Δημήτρω
προφανως ή συνεπως ;
ΑπάντησηΔιαγραφή