Ήταν
τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ΄90. Όχι για την Ελλάδα. Η χώρα μας
ζούσε τη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Του γκαντέμη, του γρουσούζη, του ληστή με το
τρίτο χέρι, για να χρησιμοποιήσω κάποιους απ τους πιo λάιτ χαρακτηρισμούς, που
ο τύπος του έδινε απλόχερα. Βέβαια σε πείσμα πολλών ο άνθρωπος αυτός ζει
ακόμα και ΄΄απολαμβάνει΄΄ τη δικαίωση του, για τα έργα, τα λόγια και τα
αλάρμ που έστελνε στην ελληνική κοινωνία για το οικονομικό μέλλον του τόπου.
Μήπως του τα αναγνώρισε ο διαπλεκόμενος τύπος; Σιγά μη δικαιώσει τον βρικόλακα,
τον προδότη της κατοχής. Που μ΄ αυτή τη μούρη, ήθελε να κυβερνήσει τη χώρα......
Τα
μεγάλα προβλήματα τότε ήταν για τις κομουνιστικές χώρες. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός
κατέρρευσε
και οι πολίτες των χωρών αυτών, πεινασμένοι και διψασμένοι για ελευθερία,
εγκατέλειπαν τον τόπο τους και πλημμύριζαν τον δυτικό κόσμο. Ούτε που
θυμάμαι ποια χρονιά ήταν. Υπηρετούσα στη Ρεντίνα, στο 1ο Σύνταγμα
Καταδρομών, μάλλον ταγματάρχης. Η κυβέρνηση ζήτησε απ΄τις ένοπλες δυνάμεις, να
σταματήσουν τη παράνομη είσοδο των Αλβανών, που είχαν κατακλύσει τα βουνά
της Ηπείρου. Οι επιτελείς του ΓΕΣ εκπόνησαν σχέδιο για την
αντιμετώπιση του φαινομένου. Αλήθεια, σταματιέται ο πεινασμένος; Αυτός που δεν
έχει να χάσει τίποτε όξω απ΄την απελπισμένη ζωή του, ορμάει στη φωτιά. Κι ας
καεί. Ήδη καμένος, χαμένος, τι να φοβηθεί;
Έτσι
με συνοπτικές διαδικασίες βρέθηκα στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, στα επιβλητικά
ορεινά συγκροτήματα της Ηπείρου, επικεφαλής συγκροτήματος καταδρομέων. Δεν ξέρω
εσείς τι πιστεύετε, αλλά εγώ νομίζω ότι τα βουνά δε διαμορφώνουν μόνο τους
κατοίκους αλλά επηρεάζονται απ΄αυτούς που ζουν εκεί κι από τις
καταστάσεις. Δηλαδή άλλα τα βουνά της Ηπείρου, άλλα της Μακεδονίας, άλλα της
Θράκης. Αυτά της Ηπείρου, είναι στεγνά, λιτά, λιγομίλητα αλλά
ιδιαιτέρως υπερήφανα. Τα είχα σε πολύ εκτίμηση από μικρός που μάθαινα για το
Αλβανικό έπος του ΄40. Και να που τότε τα γνώρισα από κοντά
Αποστολή
μας ήταν να αποτρέψουμε την είσοδο λαθρομεταναστών στη χώρα, αναπτύσσοντας
φυλάκια, περιπόλους και ενέδρες στο τομέα ευθύνης μας. Παλιά σχολεία,
πυροφυλάκια, εγκαταλειμμένα σπίτια χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση των
καταδρομέων. Χειμώνας καιρός, το κρύο ιδιαίτερα τη νύχτα ήταν τσουχτερό,
αλλά οι κομάντος, σκληροτράχηλοι κι εκπαιδευμένοι, αντιμετώπιζαν με ευρηματικότητα
τις καταστάσεις. Τα αποτελέσματα φάνηκαν γρήγορα. Τα κύματα των Αλβανών, έγιναν
μικρές ομάδες. Σε έπιανε η ψυχή, βλέποντας λιπόσαρκους, άπλυτους,
ταλαιπωρημένους ανθρώπους κάθε ηλικίας, να περπατάν μερόνυχτα, κάτω από
αντίξοες καιρικές συνθήκες. Να ψάχνουν τα χνάρια της ελευθερίας, να προσπαθούν
να δουν μια χαραμάδα φως, στο πηχτό σκοτάδι της μίζερης ζωής τους. Μακρύ ταξίδι
για το όνειρο της ελευθερίας, για την ελπίδα της καλύτερης ζωής.
Είχα
εγκατασταθεί, με την ομάδα διοίκησης, σ΄ένα εγκαταλειμμένο δημοτικό
σχολείο ενός μικρού χωριού. Ακριβώς στους πρόποδες ενός γυμνού βουνού, που στη
κορυφή του είχε γαντζωμένο ένα μοναστήρι. Στη διάρκεια της μέρας, κόσμος
πήγαινε κι ερχόταν, τζιπ, στάγιερ ήταν σε διαρκή κίνηση. Εφοδιασμός με τρόφιμα,
επισκέψεις ανωτέρων και τα ΄΄λάφυρα΄΄ των δραστηριοτήτων των καταδρομέων
να μεταφέρονται προς τη Κόνιτσα για τα περαιτέρω. Πολλές φορές έβλεπα έξω απ’
το μοναστήρι μια μορφή καλογέρου να στέκεται και να παρακολουθεί τα έργα μας.
Κάποια φορά πήρα τα κιάλια και προσπάθησα να διακρίνω τον άνθρωπο αυτό. Είδα
έναν καλόγερο πολύ αδύνατο φορώντας κατάμαυρο ράσο με ίδιο χρώμα καλογερίστικο
φεσάκι και σχεδόν χωρίς πρόσωπο. Δηλαδή στη θέση του προσώπου, θόλωνε η εικόνα.
Υπέθεσα ότι οι συνθήκες ορατότητας δεν επέτρεπαν να δω το πρόσωπο του μαύρου
καλόγερου.
Τις
επόμενες μέρες πυκνό χιόνι κάλυψε τα πάντα. Πάνω από ένα μέτρο είχε φτάσει και
συνέχιζε να ρίχνει. Όλα είχαν γίνει πιο δύσκολα. Οι κινήσεις, οι σκοπιές, οι
περιπολίες. Ήταν ημέρα Σαββάτου, μια πολύ δύσκολη μέρα. Οι καταδρομείς πρωινές
ώρες είχαν βρει δυο Αλβανούς, παγωμένους, χωμένους στο χιόνι. Πήγα στο σημείο
και το θέαμα το έχω ακόμα μπροστά στα μάτια μου. ΄Ισα που εξείχαν τα κεφάλια
τους στο χιόνι, στη ρίζα ενός δέντρου, ο ένας είχε το χέρι σηκωμένο σαν να
ζητούσε βοήθεια απ΄το Θεό. Βγάζοντας με φτυάρια το χιόνι, είδαμε τον
άλλον , που μάλλον ήταν ο πατέρας να κρατάει στην αγκαλιά του ένα μικρό,
κοντά στα εννιά με δέκα χρονών. Φαίνεται είχαν καθίσει να ξεκουραστούν κι
αποκοιμήθηκαν. Και το χιόνι τους έθαψε. Μια σκηνή για πίνακα του
Ντελακρουά, ή μήπως του Ιακωβίδη;
Κι
έτσι η μέρα πέρασε με τις διαδικασίες διακομιδής των άτυχων αυτών ανθρώπων. Η
νύχτα με πήρε στον ύπνο της κουρασμένο και θλιμμένο. Θα πρέπει να κοιμόμουν
βαριά όταν ξύπνησα αλαφιασμένος από δυνατά χτυπήματα στη πόρτα:
-
Κύριε Ταγματάρχα ξυπνήστε, τα παιδιά στο πυροφυλάκιο κινδυνεύουν τρέξτε
-
Μ α τι έγινε, ποιος είναι;
-
Βιαστείτε σας λέω, ο καλόγερος απ το μοναστήρι είμαι, κινδυνεύουν στο
πυροφυλάκιο
Ντύθηκα
πολύ γρήγορα, έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου και βγήκα. Φώναξα:
-
Παππούλη, παππούλη, που είσαι;
Δεν
πήρα απάντηση και δεν είδα κανένα. Πήρα μόνος μου το τζιπ , που να
ξυπνούσα τον οδηγό, θα έχανα χρόνο. Οδήγησα με όση ταχύτητα επέτρεπαν οι
αλυσίδες κι ο χιονισμένος δρόμος. Σε μισή ώρα ήμουν στο πυροφυλάκιο. Τέλεια
σιγή, η αγωνία μου είχε κάνει τα μηνίγγια μου να χτυπάνε σαν σε
ταμπούρλο. Δεν υπήρχε σκοπός, καμία κίνηση. Μπήκα μέσα κι ήταν όλοι σε βαθύ
ύπνο. Δεν ακούσαν το θόρυβο του τζιπ κι ούτε που ξύπνησε κανένας με την είσοδο
μου. Τότε πρόσεξα στη μέση του μικρού χώρου, ένα αυτοσχέδιο μαγκάλι από κάδο
απορριμάτων, έκαιγε κι ο καπνός φυσικά είχε μείνει στο χώρο και το μονοξείδιο
του άνθρακα δηλητηρίαζε κι έστελνε, αργά και γλυκά, τα νέα παιδιά στον άλλο
κόσμο. Ούρλιαξα, ΄΄ξυπνήστε ρε΄΄, άνοιξα διάπλατα το μοναδικό παράθυρο να
αεριστεί ο χώρος κι άρχισα να κλοτσάω τα σλίμπιγκ μπαγκ. Με μεγάλη δυσκολία
συνήλθαν. Τους έβαλα στο τζιπ και τους μετέφερα στην έδρα . Ο γιατρός τους
εξέτασε και τους μεταφέραμε στη Κόνιτσα. Ευτυχώς τους προλάβαμε στην αρχή της
δηλητηρίασης. Ήταν όλοι τους υγιείς. Τι είχε συμβεί; Η μικρή σόμπα πετρελαίου
που χρησιμοποιούσαν για τη θέρμανση τους είχε χαλάσει το βράδυ και κάποιος είχε
τη φαεινή ιδέα να μετατρέψει τον μεταλλικό κάδο απορριμάτων σε μαγκάλι.
Κι έτσι έγινε το κακό, αφού ούτε το έσβησαν μετά, ούτε και υπήρχε εξαερισμός
στο χώρο
Το
απόγευμα ανέβηκα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τον μαύρο καλόγερο. Φώναξα μόλις
έφτασα, ΄΄παππούλη, παππούλη΄΄. Βγήκε μια υπέργηρη καλόγρια, κρατώντας μια μαγκούρα
και ρώτησε: ΄΄Τον καλόγερο θέλετε; Ελάτε μαζί μου΄΄. Την ακολούθησα στο πίσω
μέρος του μοναστηριού, όπου ήταν και το μοναδικό δέντρο.
-
Να εδώ είναι θαμμένος, είπε δείχνοντας μιαν λευκή μαρμάρινη πλάκα με έναν μαύρο
σταυρό πάνω της. Οι Τούρκοι τον είχαν δέσει σ΄αυτό το δέντρο και τον έκαψαν
ζωντανό. Γιατί κρατούσε το Χριστό και τη θρησκεία μας σ΄ όλη τη περιοχή.
Ήταν άγιος, συμπλήρωσε
Δεν
είπα τίποτε, μόνο κοίταζα απορημένος, μια τη καλόγρια μια τη πλάκα. Πάνω της
έγραφε ΄΄ Πατήρ Θεόδωρος – έζησε και μαρτύρησε εδώ 1820 – 1897΄΄
Μπήκα
στο εκκλησάκι κι άναψα ένα κερί στη Παναγία και στη μνήμη του μαύρου καλόγερου.
Φώναξα
στον οδηγό μου να φύγουμε και βυθίστηκα στις σκέψεις. Τι να ήταν
άραγε αυτό; Όνειρο, φαντασία, θαύμα, τι ακριβώς;
Φτάνοντας
ο οδηγός μου λέει:
-
Κύριε Ταγματάρχα να σας κεράσω ένα γλυκό; Γιορτάζω, των Αγίων Θεοδώρων σήμερα
*Ο
τίτλος και η ιδέα είναι απ΄το ομώνυμο διήγημα του Αντον Τσέχωφ
frognews
πολυ ωραια ιστορια κυριε Αρβανιτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ διαπλεκόμενος τύπος που λετε δικαιωνει αυτον που γκρεμισε την πολυ καλη κατα εσας κυβερνηση μητσοτακη,και οχι μονο ο διαπλεκόμενος τύπος αλλα και ο κοσμος που ψηφιζει Σαμαρα,οσο για αυτα που λετε περι καταδρομεων ενεδρων κτλ και για τον ηρωικο καλογερο που μαρτυρησε απο τους τουρκους αυτα δεν πρεπει να γραφονται απο ενα δημοκρατικο αντρα του συνταγματικου τοξου,υποκεινουν τα μιση αναμεσα στους λαους ειναι ΄΄χρυσαυγητικα΄΄,αυτα πρεπει να τα διαγραψουμε απο την ιστορια μας και απο την μνημη μας,οι αλβανοι,οι τουρκοι και ολοι οι λαοι ειναι το ιδιο,ειναι αδερφια μας,δεν χρειαζεται πατριδα,απλα ενας τοπος καταγωγης,το μεγιστο ιδανικο μας ενας μισθουλης ενα κινιτο και ενα αμαξι.ΖΗΤΩ η απελευθερωση απο τα δεσμα των εθνικιστων δασκαλων που μας μιλουσαν για φιλικη εταιρεια διακους καραισκακηδες κολοκωτροναιους κτλ.Να ειστε καλα και καλη ψηφο,οταν φτασεις στην καλπη να τιμωρισεις τους φασιστες που σου μαθαιναν να τραγουδας ΄΄των εχθρων τα φουσατα περασαν ΄΄και το ΄΄εχω μια αδερφη την λενε βορειο ηπειρο την αγαπω πολυ΄΄.Τωρα εχουμε πολλες αδερφες.΄΄ΑΔΕΡΦΕΣ΄΄ και παληκαρια γιναμαι μαλλια κουβαρια.
Τρικυμία εν κρανίω φίλε μου. Πολύ μπερδεμένα τα έχεις. Και δε βλέπω πως μπορεί να τα ξεμπερδέψεις.Πάντως σεβαστή η γνώμη σου που είναι κάθετα αντίθετη απ τη δική μου. Να είσαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔ.Αρβανίτης
Κ Αρβανίτη, άκουσα ότι σε θαλάμους του τότε εγκαταλελειμμένου στρατοπέδου Καλπακίου όταν έδιναν σε αλβανίδες σερβιέτες, τις πετούσαν από τα παράθυρα διότι δεν ήξεραν τι είναι αυτά τα περίεργα πράγματα. Αυτές μόνο πανιά γνώριζαν να χρησιμοποιούν. Ο "νες καφές" έκανε πολύ καιρό να κατέβει στο στομάχι των αλβανών. Ήξεραν μόνο τα καβουρδισμένα ρεβύθια και το στομάχι αντιδρούσε . Αλβανός μεσήλικας που περιέργως πιάστηκε κινούμενος προς Αλβανία, μέσα σε τσουβαλάκι είχε δύο μπάλες ποδοσφαίρου πλαστικές και "αργασμένες" και 2-3 άδεια "πλαστικά μπουκάλια κόκα κόλα".Σε ερώτημα που του τέθηκε τι θα τα κάνει τα μπουκάλια απάντησε να τα βάλει στο "μχαρί"=τζάκι για μπιμπελό!!!!!! Ένας λαός που μαρτυρούσε στην αριστερή δημοκρατία των ηλεκτροφόρων συνόρων!!! του χόντζα προσπαθεί ακόμα μετά από 25 χρόνια να ορθοποδήσει. Μου έχει μείνει ένα ερώτημα. Αφού η δημοκρατίας της αριστεράς είναι τέλεια, γιατί τους φύλαγαν με ηλεκτροφόρα σύρματα στα σύνορα για να μη φύγουν και γιατί είχαν τα τείχη του αίσχους. Βλάκες ήταν να φύγουν από το παράδεισο και να έρθουν στη καπιταλιστική υποκουλτούρα της δύσης?
ΑπάντησηΔιαγραφή