Διαβάσετε απόσπασμα από το πρώτο
έργο (πρόκειται να κυκλοφορήσει σε βιβλίο) του ξεχωριστού Αλέξη Πανταζή που
μιλάει για τη μεγάλη αγάπη του συγγραφέα που είναι το χωριό του, η Πλαγιά
(Δήμος Ακτίου Βόνιτσας).
Πάνω σε μια πλαγιά φτιαγμένη από βράχους ρίζωνε κείνο
το χωριό. Και κάθε χωριό σ' αυτό τον τόπο. Λες και βάλθηκαν οι γίγαντες στα
χρόνια τα αρχαία ν' αδειάσουνε τη θάλασσα ώστε να κολυμπάνε, και ρίξανε όσες
πέτρες μάζεψαν να φτιάξουν το Ξηρόμερο και το βουνό ετούτο. Το βουνό της
Στέρνας, που ποιος γνωρίζει ποιος έζησε 'κει πάνω.
Στα νότια του χωριού, μόνο τις
βραχόσπαρτες κορφές μπορούσες να κοιτάξεις κι ύστερα να σηκώσεις ακόμα λίγο το
κεφάλι να δεις ψηλότερα, τον ουρανό, τα νέφη. Eκεί στα νότια του χωριού
κρυβότανε κι η θάλασσα του Ιονίου........
Πίσω απ' την κορφή της Στέρνας. Η θάλασσα
που φιλοξένησε του κόσμου ταξιδιώτες και ναυτικούς αμέτρητους.
Δεν
μπορούσε κανείς να τη δει απ' το χωριό. Να δει τα νερά που κράτησαν δέσμιο στην
ψυχή, εκείνον που έκανε να τα γευτεί, να πιει απ' την αρμύρα τους και να
βρεχτεί όλο χαρά, κοντά είκοσι χρόνια.
Κείνον τον άπιαστο ταξιδευτή, τον
ξακουστότερο όλων, που ανάθεμα κι αν έζησε κανείς σαν τη ζωή του. Που
άλλος δεν είδε ποτέ όσα είδανε τα μάτια τα δικά του. Οντα δαιμονικά και θεϊκά,
γυναίκεια και άλλα, ακόμα πιο παράξενα και πιο τρομερά συνάμα.
Στα βόρεια αχνοφαίνονταν τα ηπειρωτικά βουνά,
Θεσπρωτικό και Ζάλογγος. Στα ανατολικά τα όρη τα Ακαρνανικά, γυμνά και
πετρωμένα, γκρίζα κι απότομα δίχως την τόση βλάστηση, δίχως τον ένα θάμνο.
Φράζουν τείχη κρατερά όλους τους δρόμους προς την υπόλοιπη Στερεά, ψηλά και
παγωμένα στις κορφές, με μαγεμένο πέπλο, λευκό κι όλο μυστήριο, με παγωμένη
ανάσα.
Στη δύση βρίσκεται 'κείνο το νησί που κλέβει το χειμωνιάτικο ήλιο, πριν
να βρεθεί εκείνος χαμηλά, να βυθιστεί στη θάλασσα όπως το καλοκαίρι. Χάνεται ο
ήλιος πίσω από την ορεινή Λευκάδα τους χειμώνες κι αφήνει τούτο εδώ το μέρος να
τρεμουλιάζει στις βροχερές του μέρες, να κροταλίζουνε τα δόντια μες τα στόματα,
να βγαίνουνε τα χνώτα, πόδια ξυπόλυτα να πατούν σε λάσπες που δε θα στεγνώσουν
όσο να έρθει η άνοιξη.
Χτισμένο στην πλαγιά εκείνο το
χωριό, έχοντας πλάτη όλο το βουνό με τις κορφές βραχώδεις, με κλίση απότομη που
δεν μπορεί κανείς να το ανέβει αν δε σταθεί να πάρει λίγες γερές ανάσες, αν τα
πόδια του δε φορούν γερά υποδήματα που δε γλιστρούν στις πέτρες.
Ένα μονοπάτι βρίσκεται όμως, που
γέλασε την τρομερή ετούτη κλίση που έδωσε ο δημιουργός, οι γίγαντες οι αρχαίοι.
Διαγώνια διαβαίνει απ' το χωριό προς την κορφή και πάνω. Κάνει στροφές εδώ κι
εκεί σα θήραμα που τρέχει να γλιτώσει. Δεξιά κι αριστερά αφήνει πίσω βράχους,
αφήνει κόπους και ανηφοριές και γίνεται πορεία. Πορεία αγαλλίασης, πορεία
ευδαιμονίας.
Θεούς ανθρώπινους, θνητούς, με
αθάνατες ιδέες, με πνεύμα αθάνατο ελληνικό, που ζει στον ουρανό, στη γη, στο
τελευταίο πλάσμα και μέσα σε κάθε δέντρο. Που καρτερεί την ώρα να 'ρθουν να το
ξεθάψουν. Και κάθε τόσο κερνάει κάποιον περίεργο που θα σταθεί και θ'
αναρωτηθεί. Κερνάει μια χούφτα.
"Πάρε παιδί ν' αγιάσεις,
λίγη ψυχή ελληνική, λίγο από το πνεύμα."
(Απόσπασμα...)
ΜΠΡΑΒΟ ΑΛΕΞΗ ΧΙΛΙΑ ΜΠΡΑΒΟ
ΑπάντησηΔιαγραφή