Του Παναγιώτη Στάϊκου
Χθες γιορτάσαμε τον
ξεσηκωμό του γένους του
1821 απέναντι στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Επανάσταση όπως αναμενόταν, συνάντησε την σκληρή αντίδραση των Οθωμανών, οι οποίο
προσπάθησαν να την πνίξουν στο αίμα , με αποτέλεσμα οι νεκροί Έλληνες να ξεπεράσουν τους 800.000.
Όμως
υπήρξαν περιπτώσεις
όπως αυτή του
Ιμπραήμ στο Μανιάκι, οποίος παρά το γεγονός, ότι λίγο νωρίτερα είχε δώσει την εντολή για φωτιά και λεπίδι σε ολόκληρο τον Μοριά, δεν
δίστασε να εκφράσει τον θαυμασμό και τον σεβασμό του για τον νεκρό
Παπαφλέσσα.
Χθες όμως μια άλλη Αυτοκρατορία των Κεντροευρωπαϊκών
Χωρών εκτός από την απίστευτη σκληρότητα απέναντι
στο Λαό της Κύπρου, έδειξε και ασέβεια, η οποία θα προβλημάτιζε, ακόμη και τον Ιμπραΐμ
αν ζούσε σήμερα..........
Σοκαρισμένος από αυτή
την σκληρότητα και ασέβεια της Μέρκελ και της παρέας της , μου ήρθε στο μυαλό ένα υπέροχο κείμενο του Λογοτέχνη
Μιχάλη Μητσάκη, με λεκτικό
και συντακτικό πλούτο, το οποίο είχε δημοσιευτεί
τον Μάϊο του 1892 στον Παρνασσό, επάνω
στο οποίο μου είχε αναθέσει ένας καθηγητής στο Γυμνάσιο να γράψω μια εργασία.
Έψαξα λοιπόν στο Internet και βρήκα αυτό το υπέροχο κείμενο, το οποίο δείχνει
τον σεβασμό και τον θαυμασμό του Ιμπραΐμ
Πασά για το νεκρό Παπαφλέσσα.
Το
φίλημα
του
Μιχαήλ Μητσάκη
Εις το Μανιάκι, επί της κορυφής του
λόφου, εκ των τριακοσίων μαχητών δεν απέμεινεν ούτε ένας ζωντανός. Ο ήλιος
προβάλλων από τας χιόνας των βουνών τους εχαιρέτησεν, ορθίους όλους, εφώτισε
τας λευκάς φουστανέλλας, εχάιδευσε τας μαύρας κόμας των, απήστραψεν εις τους
φλογερούς των οφθαλμούς, κατωπτρίσθη εις τον χάλυβα των σπαθιών των, εχρύσωσε
των αρμάτων των τας λαβάς.
Και τώρα δύων εκεί κάτω, μέσα εις το πέλαγος, τους
αποχαιρετίζει λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους επάνω εις το χώμα, και χάνεται,
αργά-αργά, ως μέγα κλειόμενον ερυθρόν όμμα, όπερ σβύνον θέλει ακόμη να ρίψη
τελευταίον βλέμμα προς τους γενναίους.
Όλην την ημέραν άσιτοι και άποτοι
επάλαισαν προς την θύελλαν των σφαιρών, αντέστησαν εις την χάλαζαν των βομβών,
κατήσχυναν την βροχήν των μύδρων, εχλεύασαν την ορμήν της ρομφαίας και της
λόγχης την βίαν.
Και αφού έφαγαν την μπαρούτην με την φούχταν, αφού και το
έσχατον σπειρί της εσώθη μέσα εις τις παλάσκες των, αφού ερραγίσθη και του
τελευταίου όπλου των η κάννα, αφού και το ύστατον γιαταγάνι έσπασε μέσα εις το
χέρι των, έπεσαν χαμαί, άψυχοι ναι, ηττημένοι όχι.
Κι εν τω μέσω των ο
Παπαφλέσσας, ο πρώτος αρχίσας την σφαγήν και τελευταίος σταματήσας, πελιδνός,
ξαπλωμένος, με πλατείαν πληγήν επί του στήθους, κρατεί ακόμη το θραυσμένον
τμήμα, αιμοστάζον, με σφιχτά δάχτυλα, εν σπασμώ έρωτος και λύσσης.
Και ο
Αιγύπτιος ανέρχεται, εν καλπασμώ ίππων και κλαγγή ξιφών, εν ήχω τυμπάνων και
σαλπίγγων βοή, ενώ τα μπαϊράκια του αναπεπταμένα φρίσσουν εις τον άνεμον της
εσπέρας, και τα μισοφέγγαρα αστράπτουν επί του καθαρού ορίζοντος της δύσεως.
Μυρμηκιά ανά την πεδιάδα και τα πρανή ο συρφετός, και βαρύ ακούεται το βήμα του.
Επί της υγράς εκ του λύθρου γης οι Άραβες βαδίζουν επιμόχθως, των αλόγων τα
πέταλα γλυστρούν.
Αλλ΄ η χαρά επί τη ανελπίστω νίκη είναι τόση, τόση είναι η
μετά τον φόβον ηδονή, ώστε φέρει αυτούς ταχείς προς τον ανήφορον, ταχείς φέρει
αυτούς επί την ράχιν.
Ήδη ο αρχηγός των έφθασεν εις την οφρύν του λόφου, ανέβη,
κι επ΄ αυτής εστάθη, περιέφερε το βλέμμα, εκοίταξε το κοκκινίσαν έδαφος, όπερ
πίνει λαιμάργως το αίμα των ανδρείων, επεσκόπησε τον ανερχόμενον στρατόν, είδε
κύκλω τους πεσόντας.
Και μ΄ ανοικτόν το όμμα, έκπληκτον, αναμετρά τους υψηλούς
κορμούς των, τα ευρέα στέρνα των, και τους βραχίονάς των τους νευρώδεις, τας
ωραίας των μορφάς, τα μέτωπά των τα αγέρωχα. Και επί την βραχείαν όψιν του ως
νέφος τι διέρχεται, το βλέμμα του θολούται ελαφρώς, αδιόρατος παλμός συσπά τα
χείλη του.
— Κρίμα να χαθούν τέτοιοι λεβέντες.
Και βλέπει, βλέπει γύρω, βλέπει
θαυμάζων, βλέπει απορών, ωσάν να μην πιστεύει πως εχάθησαν τοιούτοι άνδρες, ότι
κείτονται αναίσθητοι, και δεν κοιμώνται μόνον, δια να ξυπνήσουν πάλιν
φοβερώτεροι, πως και ο ίδιος ο θάνατος υπήρξεν ισχυρότερος αυτών.
— Ποιος είναι ο
Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έσπευσαν, προσέδραμον,
έδειξαν το πτώμα, διάβροχον, περιρρεόμενον εκ του ιδρώτος του αγώνος,
κατερρακωμένον τα φορέματα, μαύρον από του καπνού.
— Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον...
Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το
παλληκάρι...
Δυο άνδρες έλαβαν αυτόν από των
μασχαλών, τον ήγειραν, τον έστησαν επάνω εις τους πόδας του, κι εβάδισαν,
διευθυνόμενοι προς παραρρέουσαν πηγήν. Εκεί τού έπλυναν τας χείρας και το
πρόσωπον, εξέτριψαν τον πηλόν και τον ιδρώτα, τον εκαθάρισαν εκ του κονιορτού
και της ασβόλης, του καπνού και του ιχώρος, τον εσπόγγισαν, διευθέτησαν τα
ξεσχισμένα του ενδύματα, κι εγύρισαν οπίσω, φέροντές τον.
— Στήστε τον εκεί από κάτω...
Οι άνδρες κρατούντες εκατέρωθεν αυτόν,
ώδευσαν προς το δειχθέν δένδρον, τον απέθηκαν παρά την ρίζαν του, τον ύψωσαν
και τον ακούμβησαν, τον εστερέωσαν επί το στέλεχος αυτού, τον ισορρόπησαν,
ωσανεί ζώντα.
Έπειτα ετραβήχθησαν, απεμακρύνθησαν, και τον αφήκαν μόνον,
βασταζόμενον δια της ιδίας του δυνάμεως.
Το πτώμα εναπέμεινεν ακίνητον, ευθύ
στηρίζον επί του κορμού την ράχιν, τον θώρακα προτεταμένον, και κρεμάμενα τα
χέρια, με αναπόσπαστον το τμήμα του σπασμένου χατζαριού, τα σκέλη διεστώτα,
υψηλά την κεφαλήν.
Τότε ο Ιμπραΐμης πλησιάζει βραδέως προς το δένδρον, ίσταται
και προσβλέπει σιγηλός επί μακρόν το άπνουν πτώμα του αντιπάλου και υπό το φως
της σελήνης ήτις ανέτελλε την ώραν εκείνην αιματόχρους, ωσεί βαφείσα και αυτή
εκ του λύθρου του χυθέντος κατά την μάχην, υπό τους σειομένους κλάδους, οίτινες
ανέφρισσον πενθίμως, φιλεί, παρατεταμένον φίλημα, τον όρθιον νεκρόν.-
ΚΥΡΙΕ ΣΤΑΙΚΕ, ΕΓΩ ΣΑΣ ΕΙΠΑ ΝΑ ΑΦΗΣΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΤΕ ΓΙΑ ΨΑΡΕΜΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΣΕΙΣ ΠΙΑΣΑΤΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ;ΠΟΛΥ ΣΟΥΛΕΙΜΑΝ ΒΛΕΠΕΤΕ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΤΕ ΚΑΙ ΤΡΕΧΑΤΕ ΝΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΖΕΤΕ ΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ "ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ" ΤΩΡΑ ΜΟΥ ΓΙΝΑΤΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ; ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΙ ΚΑΛΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΣΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΣΑΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ. ΦΙΛΑΚΙΑ.