Γράφει ο: Νίκος
Ναούμης*
Συντροφιά με τις αναμνήσεις του και με βήματα βαριά,
ξεκίνησε για τον καθημερινό του περίπατο στο γραφικό λιμανάκι της κωμόπολης που
είχε απομονωθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Παρασκευή απόγευμα και η κίνηση ήταν
αρκετά ζωηρή σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Ο ήλιος, είχε μόλις κρυφτεί
στον ορίζοντα πίσω απ’ τους λόφους που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση από την
παραλία και σου έδιναν την εντύπωση ότι σχημάτιζαν ένα φυσικό φράχτη που
έκλεινε μέσα στην αγκαλιά τους τον μικρό αυτό παραθαλάσσιο παράδεισο, μοντέλο
για ταλαντούχους ζωγράφους να εμπνευστούν για να χρωματίσουν στο χαρτί, την πιο
όμορφη θαλασσογραφία......
Στάθηκε για λίγο και χάζεψε τον ορίζοντα πάνω απ’ τους λόφους, θαυμάζοντας την πανδαισία χρωμάτων που ο ήλιος άφηνε στον ουρανό καθώς αποσυρόταν, συνεχίζοντας το διαρκές του ταξίδι.
Άναψε τσιγάρο και ακούμπησε βαριεστημένα τους αγκώνες
του στα κάγκελα, γέρνοντας ελαφρώς μπροστά το μυώδες, νευρώδες κορμί του. Παρά
την ηλικία των πενήντα πέντε του χρόνων και με μόνη του παρασπονδία το
αγαπημένο του τσιγάρο, διατηρούνταν σε πολύ καλή φυσική κατάσταση, απότοκος της
αγαπημένης συνήθειας πολλών ετών, την πρωινή γυμναστική, συνήθεια από την
δίχρονη υπηρεσία του στις ειδικές δυνάμεις του στρατού, που ποτέ, παρόλο που
έχουν περάσει τριάντα και πλέον χρόνια από τότε, δεν εγκατέλειψε.
Πέταξε την γόπα στο νερό που ήταν αρυτίδωτο και
ακίνητο λόγω της άπνοιας κι άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Ο νους του ταξίδευε…
Πήγαινε στα τρία του παιδιά.
Τις δύο του κόρες, τριάντα χρόνων η μεγάλη,
φιλόλογος στην Αθήνα παντρεμένη εδώ και δύο χρόνια μ’ έναν συνάδελφο της, πέντε
χρόνια μεγαλύτερο από εκείνη.
Η δεύτερη του κόρη, στα εικοσιπέντε, ακολουθεί
καριέρα εντελώς διαφορετική από την μεγάλη της αδερφή. Πλάσμα εξαιρετικής
ομορφιάς, κληρονομιά από την μάνα της που τους εγκατέλειψε για τον κόσμο της
αιωνιότητας δέκα χρόνια πριν, με μια φωνή αγγελική και σπουδές πάνω στην μεγάλη
της αγάπη την μουσική, ακολουθεί καριέρα στις μεγάλες λαϊκές πίστες της
Θεσσαλονίκης.
Έχει κι έναν μικρότερο γιο, στα δεκαπέντε του σήμερα, καρπός του
βραχύβιου έρωτα του με την Χάνα, μοντέλο διεθνούς φήμης με ρίζες απ’ το Μαρόκο,
μεγαλωμένη στο Παρίσι. Στο Παρίσι, είχε βρεθεί ως εκπρόσωπος της θυγατρικής
εταιρείας που δούλευε τότε στην Αθήνα μεγάλης πολυεθνικής, με αντικείμενο τις
τηλεπικοινωνίες και έδρα την πόλη του φωτός.
Η σχέση του και η επαφή με τα παιδιά του, είναι μια
ανοιχτή πληγή για εκείνον που τον συντρίβει. Με την μεγάλη του κόρη την
Αναστασία, αρκείται σ’ ένα τηλεφώνημα την εβδομάδα και μόνο από εκείνη… Ποτέ
δεν είχε τον αριθμό της… Αν και είναι η μεγάλη του αδυναμία, η Αναστασία είδε
κι έζησε πολλά δίπλα στους γονείς της.
Ο άστατος χαρακτήρας και οι ερωτικές,
εξωσυζυγικές σχέσεις του πατέρα της, δεν πέρασαν απαρατήρητες απ’ την κοπέλα.
Πολλές φορές, είχε δει την μάνα της να κλαίει εξαιτίας του. Αγαπούσε πολύ τον
μπαμπά της, όμως, η παιδική ψυχή της, γέμισε και πλημμύρισε από τα δάκρυα της
μαμάς της. Δεν κατάφεραν να πνίξουν τα αισθήματα βέβαια για τον γεννήτορά της,
τα πάγωσαν όμως όταν εκείνη έφυγε από κοντά τους.
Με την άλλη του κόρη την Ιφιγένεια, τα πράγματα είναι
λίγο διαφορετικά… Εκείνης το τηλέφωνο το έχει. Οι πολλές επαγγελματικές της
όμως υποχρεώσεις και η μεγάλη της καριέρα, κάνουν την επικοινωνία τους
προβληματική εκ των πραγμάτων. Κι εκείνη βέβαια έζησε την δύσκολη κατάσταση με
τους γονείς της… Όμως, ο δρόμος της ζωής και οι εμπειρίες της στην νύχτα, την
έσπρωξαν στο να συγχωρέσει γρήγορα τον πατέρα της και να τον καταλάβει πιο
εύκολα.
Με τον γιο του τον Ιάκωβο, Ζακ τον φωνάζουν όλοι, τα
πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Τον έχει δει απ’ την στιγμή της γέννησης του
πέντε – έξι φορές όλες κι όλες.
Αιτία φυσικά, η μάνα του και πρώην ερωμένη του,
που δεν άντεξε να είναι μια γκόμενα απλά για να καλύψει τις ανάγκες του για σεξ
στην ξενιτιά. Τον είχε πιστέψει πολύ και την είχε πατήσει μαζί του άγρια,
πιστεύοντας πως βρήκε τον ιππότη που περίμενε, αγνοώντας πως είναι παντρεμένος
στην Ελλάδα με παιδιά. Του δόθηκε σωματικά και ψυχικά, τόσο που δεν δίστασε να
κρατήσει τον καρπό του πάθους τους, παρόλο που στα εικοσιπέντε της χρόνια
έπαιρνε ένα τόσο μεγάλο ρίσκο να μείνει έγκυος, ρισκάροντας την καριέρα της,
ίσως, στην καλύτερη της φάση. Ένιωσε τόσο προδομένη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, όταν
ανοίγοντας τα μάτια της η μελαχρινή καλλονή στο διπλό της κρεβάτι, αντί για τον
πρίγκιπα του παραμυθιού, είδε την πλευρά του άδεια, μ’ ένα μπουκέτο κόκκινα
τριαντάφυλλα κι ένα σημείωμα που έλεγε:
«Σ’ ευχαριστώ για τους πέντε υπέροχους μήνες
που περάσαμε μαζί, όλα τα ωραία όμως κάποτε τελειώνουν. Επιστρέφω στην πατρίδα
μου, την οικογένεια και τα παιδιά μου. Συγνώμη που δεν ανέφερα ποτέ κάτι γι’
αυτούς. Να προσέχεις…Θα σε σκέφτομαι… Αντρέας».
Άρπαξε τα τριαντάφυλλα και τα πέταξε απ’ το ανοιχτό
της παράθυρο, ξεσπώντας σε λυγμούς. Το προηγούμενο βράδυ, είχε μάθει πως ήταν
έγκυος. Κάνανε έρωτα σαν να’ τανε η τελευταία τους φορά, για διαφορετικούς
λόγους απ’ την πλευρά του ο καθένας. Λίγο πριν χαράξει, όταν αποκαμωμένη έγειρε
στο πλευρό της να κοιμηθεί, κατάστρωνε ήδη σχέδια για την επόμενη μέρα.
Σχέδια,
που είχαν να κάνουν με την έκπληξη που του ετοίμαζε, ανακοινώνοντας του την
ύπαρξη του παιδιού τους. Που να’ ξερε όμως, ότι το… πουλάκι, είχε ήδη πετάξει.
Έμαθε για την ύπαρξη του γιού του, δύο χρόνια μετά την εγκατάλειψη της…
γκομενικής εστίας, μέσα από ένα απρόσωπο e-mail! Ως γνήσιο αρσενικό που σέβεται τα παντελόνια του και
παραδέχεται τα λάθη του, αναγνώρισε τον Ζακ, όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για να
τον βλέπει όσο συχνά ήθελε.
Αυτά σκεφτόταν ενώ ο ήλιος είχε χαθεί πια για τα καλά
στον ορίζοντα κι έπαιρνε να σκοτεινιάζει. Πάντα στην ίδια θέση, με ένα τσιγάρο
στην άκρη των χειλιών του για συντροφιά.
Εδώ και δυο περίπου χρόνια, ζει σαν
ερημίτης στο μικρό αυτό ψαροχώρι, θυμίζοντας ελέφαντα που αποσύρεται ήσυχα για
να πεθάνει.
Θα μπορούσε να επιστρέψει πίσω στο χωριό του βέβαια, γλυτώνοντας
και τα έξοδα διαμονής στην κατάσταση που βρίσκεται, ιδέα που απέρριψε εξ’
αρχής.
Ο λόγος, απλός… Όταν έρθει η στιγμή, που τα μεγαλεία τελειώσουν, η
αίσθηση της αποτυχίας, σε κυνηγάει παντού. Αυτό συμβαίνει ακόμα και, κατά κύριο
λόγο, στα μέρη που μεγάλωσε. Τα μέρη που πρωτοπερπάτησε. Που πήγε σχολείο. Η
ελληνική επαρχία, είναι σκληρή για όσους απέτυχαν, έστω για μία φορά στην
επιτυχημένη γενικότερα ζωή τους. Είναι δακτυλοδεικτούμενοι. Ευτυχώς, που είχε
προνοήσει και είχε κάνει ένα αρκετά καλό κομπόδεμα στην διάρκεια της καριέρας
του και δεν του τα’ φαγαν όλα οι ερωμένες της μιας και των περισσότερων ημερών
και μπόρεσε να βρει ένα μικρό σπιτάκι με φτηνό ενοίκιο, σε τούτη εδώ την
ξεχασμένη γωνιά, πενήντα χιλιόμετρα μακριά από την πατρογονική του εστία.
Αν το ασθενές φύλο ήταν η μεγάλη του αδυναμία, τα
μπουζούκια και τα πάσης φύσεως ξενυχτάδικα, ήταν η άλλη μεγάλη του αγάπη.
Πάντα
ήθελε να εντυπωσιάζει τις καλλίγραμμες ως επί το πλείστον, νεαρές, πολύ νεαρές
σε σημείο παρεξηγήσεως συνοδούς του στα ατέλειωτα βράδια της κραιπάλης στα
χρόνια της δόξας του.
Όλα αυτά βέβαια, δεν περνούσαν απαρατήρητα από την
συγχωρεμένη την γυναίκα του την Μαρίνα. Τι να κάνει όμως…; Ήταν και τα παιδιά
στη μέση… Έκανε υπομονή κι ανεχόταν τα κέρατα που της φορούσε.
Ήταν και
μεγαλωμένη στην επαρχία, κάτι που την δίδαξε ότι ο άντρας, αν φέρνει βόλτα το
σπίτι του και είναι κύριος με την ίδια στα βασικά συζυγικά του καθήκοντα και κυρίως
αν φροντίζει να μην λείψει τίποτα στα παιδιά, έχει το δικαίωμα, να κάνει ότι
του καπνίσει.
Δεν είχε παράπονο η Μαρίνα. Σε όλες τις υποχρεώσεις του και με
την ίδια, ήταν αυτό που λέμε κύριος. Ήταν και ομορφάντρας βλέπεις και
μορφωμένος… Σε αντίθεση μ’ εκείνη που ήταν του δημοτικού…
Όμορφη γυναίκα η
μακαρίτισσα, με μια ομορφιά μαραζωμένη και χαρακωμένη από τα ξενοπηδήματα του
άντρα της. Την έκλαψε πολύ ο Αντρέας όταν έφυγε. Την αγαπούσε αυτή την γυναίκα.
Ήταν μαζί από μικρά παιδιά στο χωριό. Η επιτυχία του όμως στην Αθήνα, στις
διάφορες μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, τον μέθυσαν. Τον ξεγέλασαν. Παρόλο
που το δυνατό του σημείο ήταν το πάνω του κεφάλι, όταν σκεφτόταν με το κάτω,
όλα άλλαζαν. Δεν υπήρχε χώρος για οικογένειες και άλλες σκοτούρες.
Αλλιώς τα υπολόγιζε κι αλλιώς του ήρθαν… Η οικονομική
κρίση, όσο γρήγορα ήρθαν τα χρόνια της επιτυχίας, τόσο γρήγορα τερμάτισε το
παραμύθι του… Απ’ την μια στιγμή στην άλλη, η μητρική εταιρεία με ειδίκευση
στην επικοινωνία και το marketing αμερικανικών
συμφερόντων, αποφάσισε να κλείσει την θυγατρική της στην Αθήνα.
Ο Αντρέας τότε,
ήταν διευθυντής προσωπικού με μισθό κοντά στις δέκα χιλιάδες ευρώ… Πήρε μια
αποζημίωση αρκετά καλή, μαζί με την λύση της συνεργασίας του. Χτύπησε πόρτες
και φίλησε κατουρημένες ποδιές, κάτι που δεν συνήθιζε, τα πράγματα στην αγορά
ήταν τόσο ζόρικα, που απελπίστηκε όταν με τρόμο διαπίστωσε ότι ο κόσμος του
γκρεμίζονταν.
Ξενοίκιασε το μεγάλο του διαμέρισμα στο Κολωνάκι, μάζεψε τα
πράγματά του, χαρίζοντας αρκετά σε φίλους και αποσύρθηκε στην απόμερη αυτή
γωνιά, με χρονοδιάγραμμα δύο – τριών μηνών για να ξελαμπικάρει το μυαλό του.
Οι
δυο μήνες γίναν τρεις, πέντε, δέκα, δυόμιση χρόνια σχεδόν κι ακόμα τίποτα…
Έστελνε παντού βιογραφικά, μάταια όμως… Η κατάσταση στην οικονομία, χειροτέρευε
αντί να βελτιώνεται. Γέμιζε τον χρόνο του με ατελείωτες ώρες σκέψεων, διάβασμα,
μια συνήθεια που την είχε εγκαταλείψει τα χρόνια της ακμής του.
Επέστρεψε
επίσης και σε μια άλλη αγαπημένη συνήθεια άλλων εποχών, το γράψιμο. Είχε ήδη
τελειώσει δυο μυθιστορήματα και τρία θεατρικά έργα! Σχολίαζε με ανώνυμες
παρεμβάσεις και τακτική αρθρογραφία στο διαδίκτυο, την τρέχουσα επικαιρότητα με
μεγάλη επιτυχία…
Το παρατσούκλι του, «ο κομάντο», είχε διαδοθεί ευρέως
στον ελληνικό κυβερνοχώρο και είχε τραβήξει την προσοχή, τόσο σε πολιτικό, όσο
και σε δημοσιογραφικό επίπεδο.
Ψαχούλεψε το δερμάτινο τσαντάκι που είχε περασμένο στη
μέση του. Έμεινε για λίγο να χαϊδεύει το παγωμένο μέταλλο του περιστρόφου
μπράουνινγκ των εννέα χιλιοστών που είχε μέσα, δώρο απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα
του, όταν αποφοίτησε με άριστα από την ΑΣΟΕΕ. Ότι κι αν του συνέβαινε, όπου κι
αν πήγαινε, πάντα το κουβαλούσε μαζί του. Ήταν το γούρι του. Σπάνια το έπαιρνε
μαζί του στους περιπάτους και γενικά σε εξόδους.
Σήμερα όμως, μια παρόρμηση τον
έσπρωξε να το ρίξει μέσα στο τσαντάκι… Έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Ένα είχε
μείνει. Ευτυχώς τα περίπτερα λόγω κίνησης σήμερα, μένουν ανοιχτά λίγο παραπάνω
απ’ τις καθημερινές και θα προλάβαινε να… ανεφοδιαστεί. Κάπνιζε ήρεμος χωρίς να
σκέφτεται πια κάτι. Κουράστηκε γι’ απόψε.
Κάπου εκεί κοντά, ακουγόταν μια πολύ όμορφη μελωδία,
λίγο λυπητερή βέβαια μα ταξιδιάρικη που τέντωσε τ’ αυτί του για να την ακούσει
καλύτερα…
«Όταν σωπαίνει η θάλασσα,
Κι ο ουρανός κοιμάται,
Πιάνω ρωτώ τα’ αστέρια του,
Να δω ποιος με θυμάται…»
Ξημέρωσε για τα καλά… Η μικρή κωμόπολη ωστόσο, δεν
είχε συνέλθει ακόμα. Όχι απ’ τον βαρύ ύπνο της καλοκαιριάτικης νύχτας… Δεν
είναι και μικρό πράγμα για μια τόσο κλειστή κοινωνία, να συμβαίνει ένα γεγονός
όπως το χτεσινό…
Το πιο έγκυρο ιστολόγιο της περιοχής με θέματα της
τρέχουσας τοπικής επικαιρότητας, έγραψε για τα γεγονότα της προηγούμενης
νύχτας… :
«Όλοι πάγωσαν στο άκουσμα του πυροβολισμού. Τα
μαγαζιά κάτω στην παραλία, ήταν γεμάτα κόσμο. Κανείς δεν αντιλήφθηκε κάτι πιο
πριν. Ο αυτόχειρας, ονομαζόταν Ανδρέας Ευθυμίου, με καταγωγή από το Ριζοβούνι,
περίπου πενήντα χλμ μακριά από εδώ. Έμενε μόνος του και ύστερα από πληροφορίες
που συλλέξαμε από την αστυνομία, ο αυτόχειρας ήταν πενήντα πέντε χρόνων,
άνεργος οικονομολόγος και πατέρας τριών παιδιών. Για ότι νεότερο, θα σας
κρατάμε ενήμερους…»
*Νίκος Ναούμης
Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο