Από τον Δημήτρη Αρβανίτη
Σάββατο,
σουρούπωνε κι εγώ καθόμουν κι απολάμβανα το εκπληκτικό ιταλικό παγωτό. Επιρρεπής
στην αμαρτία, δεν μπορώ να αντισταθώ στη γοητεία του, κι έτσι καταναλώνω τα
μισόκιλα για πλάκα. Αποτέλεσμα βέβαια να αυξάνονται τα κιλά μου, έτσι για
πλάκα. Ζέστη στη πόλη, τι ζέστη καύσωνας, τριανταπέντε και βάλε οι βαθμοί....
Έτρωγα και χάζευα, το σημείο κεντρικό, ο κόσμος πέρναγε, άλλοι καθόντουσαν
άλλοι παίρναν το παγωτό και φεύγαν. Σκοτώνοντας την ώρα και απολαμβάνοντας το
ΑΦΡΕΝΤΟ παγωτό μου, περιεργαζόμουν τους γύρω μου και τους περαστικούς
προσπαθώντας να μαντέψω τη καταγωγή τους, το επάγγελμα τους και άλλα
τέτοια σοβαρά πράγματα.
Ώσπου μπήκε στο ελαφρά υπερυψωμένο και
γεμάτο δέντρα χώρο ένα αλλόκοτο πλάσμα, τα κεφάλια όλα γυρίσαν, τα βλέμματα
καρφώθηκαν πάνω της άλλα με θαυμασμό, άλλα με φθόνο, των ομόφυλων και ομηλίκων
κι άλλα με πόθο, των ετερόφυλων ανεξαρτήτως ηλικίας.
Μπήκε
στην ντίσκο σαν άγριο παγόνι
Σάββατο
βράδυ κάτι μύρισε σαν αίμα
Όλη
τη νύχτα χόρεψε στην πίστα μόνη
Κι
ήτανε όμορφη σαν ψέμα
Ήτανε
όμορφη σαν ψέμα
Σούζυ
των φτηνών καλλυντικών
Σούζυ
με τα χίλια λόγια των περαστικών
Σούζυ
με τα όνειρα των περιοδικών
Όμως
αυτή ουδεμία σημασία έδωσε. Μπήκε στο χώρο, σαν άγριας ομορφιάς
παγόνι και κυριάρχησε. Τα μαλλιά κατάμαυρα, φυσικό χρώμα, χτενισμένα προς τα
πίσω με τζελ στο μέτωπο για να στέκονται, πέφτανε στους ώμους ανακατεμένα.
Αρχή με πειθαρχία και τέλος φακ γιου.
Δεν ξεπερνούσε τα 22 χρόνια κι ήταν
σίγουρα πάνω από 1,75 πλησίαζε το 1,80, τα στήθη της στητά και πλούσια
ασφυκτιούσαν στο κολλητό σομόν μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτο το μέρος της
κοιλιάς.
Το παντελόνι ανοιχτόχρωμο εφαρμοστό λιβάις 501 τόνιζε τις υπέροχες
καμπύλες της αμαζόνας που γνώριζε τη ταραχή που προκαλούσε γύρω της.
Φαινόταν ότι το απολάμβανε.
Παράγγειλε το παγωτό της, έβγαλε το κινητό κι
άρχισε να γράφει, δήθεν αδιάφορα, κάποιο μήνυμα. Είχα στα χέρια μου ένα
περιοδικό, προσποιόμουν ότι διάβαζα, όμως παρακολουθούσα κάθε κίνηση της.
Τα
χείλη ιδιαίτερα σαρκώδη, α-σιλικονάτα, έδιναν τόνο εξωτικό στην ασυνήθιστη
ομορφιά της. Τα μάτια της όμως τι χρώμα να είχαν; Στοιχημάτιζα για το
πράσινο της αγριόγατας, έπρεπε να δω από κοντά, στην απόσταση που ήμουν δεν
μπορούσα να διακρίνω.
Προσποιήθηκα ότι πάω στο μπαρ να πάρω κάτι και πέρασα
δίπλα της, δικέ μου το έχασα το στοίχημα, βαθύ μπλε, αιγαιοπελαγίσιο, τι
πάει εδώ το μάτια μπλε από τη ερωτική φωνή του Πάριου με το κρίσιμο
ερώτημα, ποιος ταξιδεύει στα μάτια σου, ποιος ξαγρυπνά στο κορμί σου, η το
αισθαντικό μέταλλο του Άντρα Μητροπάνου, θάλασσες, μέσα στα μάτια σου θάλασσες;
Και το άρωμα Γουίς, θα το ξεχώριζα σε χίλια, ήταν το χαρακτηριστικό
ΜΙΑΣ γυναίκας – πληγής. Γαμώτο ήταν ανάγκη τώρα; Μην ξανάρθουν οι μνήμες κι
αρχίσουν το κυνηγητό οι Ερινύες, είναι δίδυμο αυτές...
Γύρισα να πάω στη
θέση μου, τα βλέμματα διασταυρώθηκαν: Θεέ μου εμένανε κοιτάει -
της χαμογέλασα, με κοίταξε περίεργα, -όμως εκείνη έψαχνε να βρει το
σερβιτόρο-ρεζίλι γίναμε μεγάλε...
Πέρασε
λίγο η ώρα και φαινόταν να αδημονούσε, σίγουρα περίμενε κάποιον, μάλλον το
ταίρι της κι άρχισα να σκέφτομαι τι θα μπορούσε να ήταν η σχέση της.
Δύο τύποι
μου ερχόταν στο μυαλό υπό προϋποθέσεις βέβαια: Αν το παγόνι ήταν ξενικής
προέλευσης δηλαδή από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ή τις γειτονικές
βαλκανικές, ο τύπος ήταν μεταξύ σαράντα και πενήντα χρόνων, γοητευτικής ωριμότητας
και οικονομικής ασφάλειας, με πορσε καγιεν ή στη χειρότερη μερσεντές κάμπριο
να δένει με το φακ γιού μαλλί της.
Αν ήταν εγχώριας προέλευσης ο
τύπος θα ήταν νεαρός μάλλον γυμναστής, αρρενωπός με μοτοσυκλέτα αγώνων
για πυραυλικές ταχύτητες και τη Σούζυ στη σέλα της
Προσπαθούσα
να διακρίνω γνωρίσματα για να βγάλω συμπέρασμα. Κατέληγα στο πρώτο, δεν έδεναν
τα χαρακτηριστικά για Ελληνίδα
Μα
να, σηκώθηκε, άφησε χρήματα στο τραπέζι για το παγωτό και βγήκε απ το
χώρο, την ακολούθησα με το βλέμμα μου προσπαθώντας να εντοπίσω τον φραγκάτο
μεσήλικα και τη πόρσε ή τον αρρενωπό γυμναστή και απέστρεψα αστραπιαία τους
οφθαλμούς μου από το θέαμα.
Ξενέρωσα φίλε μου, η χώρα της ανωμαλίας
είμαστε... Ένας τυπάκος, νεαρός, που η Σούζυ του έριχνε ένα κεφάλι, ελαφρά
αξύριστος, με κοτσίδα τα μαλλιά, σκέτος βάτραχος, αφού μου ήρθε να φωνάξω κοάξ
– κοάξ ήλθε μ ενα ποδήλατο, φιλί στο στόμα και χάθηκαν στο ήδη καυτό
σκοτάδι της πόλης. Λες μετά το τρίτο φιλί ο βάτραχος, να
μεταμορφωθεί σε πρίγκιπα; Τι να πω;
Καλό
ταξίδι
Καλό
ταξίδι
Καλό
ταξίδι στα χρυσά σου παραμύθια
δίχως
το ψέμα θα ‘ταν μαύρη η αλήθεια
Καλό
ταξίδι...
Τώρα
βέβαια τι σας γράφω σε ένα ιστολόγιο με σοβαρές πολιτικοκοινωνικές
αναλύσεις... Πιθανόν να περιμένετε να σχολιάσω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης,
τους αδηφάγους τερμίτες που κλωθογυρίζουν τις εξουσίες, οι ίδιοι πάντα,
τη τρόικα που έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση και άλλα τέτοια.
Εντάξει
λοιπόν να το πολιτικό μου σχόλιο σε ποίηση Μιχάλη Γκανά και απολαυστική
αφήγηση του Χάρη Κατσιμίχα
Μια
τέτοια νύχτα πριν από χρόνια
Κάποιος
περπάτησε μόνος
Δε
ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα
Κάποιος
περπάτησε μόνος
Νύχτα
και συννεφιά, χωρίς άστρα
Πήγαινε
το δρόμο δρόμο
Ξημερώματα,
μπήκε στα Γιάννενα
Στο
πρώτο χάνι έφαγε και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα
Ξύπνησε
απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά
Στάθηκε
στο παράθυρο και άκουγε τα κλαρίνα
Και
άκουγε τα κλαρίνα
Πότε
θαμπά και πότε δίπλα του
Πότε
θαμπά
Και
πότε δίπλα του
Όπως
τα ‘φερνε ο άνεμος
Αχ...
Και
άκουσε μετά τη φωνή πεντακάθαρη
Από
κάπου κοντά την άκουσε
Σαν
αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν τη γυναίκα
Κι
ούτε καβγάς, ούτε τίποτα άλλο
Χιόνιζε
Όλη
νύχτα στα Γιάννενα χιόνιζε
Ξημερώματα,
πλήρωσε ότι χρωστούσε και γύριζε στο χωριό του
Στα
πενήντα του θα ‘τανε
Με
γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες, ανύπαντρες
Χήρος
τέσσερα χρόνια
Στα
πενήντα του θα ‘τανε
Χήρος
τέσσερα χρόνια
Με
τη μαύρη κάπα στις πλάτες
Αχ,
το τι χιόνι σήκωσαν
Τι
χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
Κανένας
δε το ‘μαθε...
Κανένας
δε το ‘μαθε...
Κανένας!
Για
το κουράγιο που οφείλουμε στα γκρίζα μαλλιά και τα αδιέξοδα παιδιά μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο