Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Ο κ. Τσίπρας πρότεινε ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό ένα… «μεταρρυθμιστή»!


    Κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου «Η μεγάλη φούσκα της οικονομίας, 1981 – 2001» το 2001 ο κ. Γεράσιμος Αρσένης είχε επισημάνει, μεταξύ πολλών άλλων, ότι  «πίσω από το πολιτικό και οικονομικό δράμα κρύβεται η αντιπαράθεση της παραδοσιακής κουλτούρας, η οποία δεν θέλει ανοιχτούς ορίζοντες, φοβάται το καινούργιο, θέλει το κεκτημένο και την προστασία του κράτους, και της μεταρρυθμιστικής κουλτούρας, η οποία είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν αποδεχτεί ότι ο τόπος πρέπει να αλλάξει»
Από τον Δημήτρη Στεργίου*

        Είμαι σίγουρος ότι αν ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξης Τσίπρας γνώριζε τις ξεκάθαρες απόψεις του πρώην υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών («τσάρου» της οικονομίας) κ. Γεράσιμου Αρσένη για το τα πραγματικά αίτια του «πολιτικού και οικονομικού δράματος» της χώρας μας, δεν θα τον πρότεινε ποτέ  στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό!.....


       «Πίσω από το πολιτικό δράμα και από τις οικονομικές εξελίξεις στην περίοδο 1981 – 2001 κρύβεται μία βασική αντιπαράθεση της παραδοσιακής κουλτούρας, η οποία δεν θέλει ανοιχτούς ορίζοντες, φοβάται το καινούργιο, θέλει το κεκτημένο και την προστασία του κράτους, και της μεταρρυθμιστικής κουλτούρας, η οποία είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν αποδεχτεί ότι ο τόπος πρέπει να αλλάξει».
      Αυτό επεσήμανε, μεταξύ πολλών άλλων, ο κ. Αρσένης κατά την παρουσίαση στη Στοά του Βιβλίου το 2002, μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον τότε πρόεδρο του Συνασπισμού κ. Νίκο Κωνσταντόπουλο, με συντονιστή το συνάδελφο και τότε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Πάνο Παναγιωτόπουλο, του βιβλίου μου «Η μεγάλη φούσκα της οικονομίας, 1981 – 2001».
       Κατά την παρουσίαση αυτή, ο κ. Αρσένης (μίλησε πρώτος) αναφερόμενος στις εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας μετά το 1981 και ιδιαίτερα στην περίοδο ευθύνης του ως υπουργού Εθνικής Οικονομίας επεσήμανε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
    «Έτσι ή αλλιώς το βιβλίο αυτό είναι μια σημαντικότατη συμβολή στην κατανόηση της οικονομικής πορείας της χώρας μας στην κρίσιμη περίοδο 1981 – 2001. Και πιστεύω ότι είναι καιρός τώρα να ανοίξουμε ένα διάλογο και να μιλήσουμε γι’ αυτή την περίοδο για να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα που τότε ίσως δεν τα καταλάβαμε σωστά, για να διορθώσουμε την πορεία μας, για να μάθουμε και από τα λάθη μας και για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις προκλήσεις που έρχονται. Πρέπει με άλλα λόγια να ξέρουμε σωστά την ιστορία μας. Και είναι μια σημαντικότατη συμβολή προς σ’ αυτή την κατεύθυνση το βιβλίο. Ο Γιάννης Μαρίνος στον πρόλογό του λέει ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό. Η ιστορία καμιά φορά γράφεται και από συκοφάντες, οι οποίοι υπάρχουν και στις φάλαγγες των νικητών και των ηττημένων. Γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα την ιστορική ανάλυση και να βγάλουμε και τα σωστά συμπεράσματα. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες του βιβλίου. 
Θα ήθελα να κάνω δύο βασικές παρατηρήσεις. 
    Η πρώτη βασική παρατήρηση είναι ότι, όπως και να το κάνουμε, μεταξύ του 1981 και του 2001 έχει γίνει μια μεγάλη και σημαντική πρόοδος στον τόπο. Δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε αυτό και να το μηδενίσουμε.
       Η Ελλάδα του σήμερα δεν ήταν η Ελλάδα 20 χρόνια πριν. Εχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι και νομίζω ότι η πιο σημαντική πρόοδος είναι τώρα. Εχουμε μια κοινωνία, η οποία δεν είναι γαντζωμένη σε παρωχημένες νοοτροπίες, έχουν επουλωθεί τα τραύματα της μεταπολεμικής διένεξης στην Ελλάδα και νομίζω ότι σήμερα έχουμε μια νέα γενιά επιχειρηματίες, με διαφορετική αντίληψη από τους επιχειρηματίες που είχαμε στο παρελθόν, μια νέα γενιά πιο μορφωμένη και πιο έτοιμη να δεχτεί τις προκλήσεις της νέας εποχής των ανοιχτών οριζόντων και να δεχτεί την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, μεταρρυθμίσεων που σωστά υπογραμμίζει συχνά – πυκνά το βιβλίο.
      Θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν πάει καλύτερα; Ασφαλώς ναι, βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, αλλά θα μπορούσαν να είχαν πάει και χειρότερα. Νομίζω ότι αυτή η άσκηση, πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να πάνε τα πράγματα αν δεν γινόταν το ένα ή αν δεν γινόταν το άλλο, δεν είναι και ιδιαίτερα χρήσιμη. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε πώς διαμορφώθηκαν τελικά οι πολιτικές σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, ποιες ήταν οι αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία, οι αντιθέσεις μέσα στα πολιτικά κόμματα, μέσα στα ίδια τα  κόμματα και στην κυβέρνηση και πόσο τελικά βγήκε προς τα έξω μια κυβερνητική πράξη και ποιο ήταν το αποτέλεσμά της.
      Η ζωή η πολιτική δεν ξεκινάει με την αντίληψη ενός καθαρού οικονομικού μοντέλου που ο ηγέτης καλείται να το εφαρμόσει και δεν μετράμε το μέγεθος της πολιτικής ηγεσίας με αυτό το μέτρο. Γιατί η πολιτική είναι το άθροισμα αντιθέσεων, είναι το αποτέλεσμα συγκρούσεων και πρέπει να καταλάβουμε τι γίνεται πριν εμφανιστεί μια κυβερνητική πράξη και τι γίνεται κατά την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου κυβερνητικού έργου. Και αυτό δεν θα το δούμε τόσο πολύ στη μακροοικονομική πολιτική, θα το δούμε στην άσκηση της μικροοικονομίας. Γι’ αυτό δεν νομίζω ότι θα πρέπει να μείνουμε σε μια απλουστευτική ερμηνεία των πραγμάτων ότι ο Καραμανλής τα έκανε όλα καλά πριν από τη 10ετία του ’50, ’60 και μετά το ’74 και ότι ο Παπανδρέου κατέστρεψε την οικονομία στη 10ετία του ’80, ότι ο Μητσοτάκης προσπάθησε αλλά είχε και εσωτερικά προβλήματα και εν πάση περιπτώσει ήταν βραχύβιος η κυβέρνησή του και ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση με το Μάαστριχ κατά κάποιο τρόπο μας έδειξε το δρόμο και σώθηκε και η οικονομία.
        Αυτό θα είναι μια απλουστευτική ερμηνεία των πραγμάτων που δεν δείχνει τις μεγάλες αντιθέσεις και τα προβλήματα που υπήρχαν κάτω από την επιφάνεια. Ούτε πιστεύω ότι πρέπει να μείνουμε σε μια ακραία διαίρεση της πολιτικής περιόδου αυτής και να πούμε ότι όλα έγιναν καλά όταν εφαρμόστηκε ένα φιλελεύθερο ή νεοφιλελεύθερο μοντέλο και όλα πήγαν λάθος όταν εφαρμόστηκε μια πολιτική, ας πούμε σοσιαλδημοκρατίας ή κοινωνικής αλληλεγγύης. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, τα πράγματα είναι πιο μεικτά. Και αυτό με φέρνει στο δεύτερο σημείο που θέλω να τονίσω. Εγώ πιστεύω ότι πίσω από το πολιτικό δράμα και πίσω από τις οικονομικές εξελίξεις  1981 – 2001 κρύβεται μια βασική αντιπαράθεση δύο πολιτισμικών παραδόσεων στην Ελλάδα.
            Η μια πολιτισμική παράδοση αναχρονιστική, αλλά για να αποφύγω φορτισμένες λέξεις ας την πούμε παραδοσιακή κουλτούρα, είναι η κουλτούρα εκείνη η οποία δεν θέλει ανοιχτούς ορίζοντες. Φοβάται το καινούριο, φοβάται την αβεβαιότητα, θέλει το κεκτημένο και θέλει πάντοτε και την προστασία ενός κράτους, της πολιτείας, και ζητά πάντοτε μια αντισταθμιστική δικαιοσύνη για τις αδικίες που έχουν γίνει σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η αναχρονιστική, ας την πούμε παραδοσιακή κουλτούρα, η οποία βασικά είναι αντίθετη στην έννοια της αλλαγής και των μεταρρυθμίσεων, είναι διάχυτη. Υπάρχει σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Είναι μέσα στους αγρότες, είναι μέσα στους εργαζόμενους, είναι μέσα στους συνταξιούχους, βρίσκεται στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, αλλά βρίσκεται και σε μεγάλους βιομηχάνους και επιχειρηματίες της 10ετίας του ’60, του ’70 και του ’80.
Είναι οι δυνάμεις αυτές οι οποίες κατά κάποιο τρόπο αντιστάθηκαν και αντιστέκονται σε βασικές δομικές αλλαγές της οικονομίας και της κοινωνίας. Και αυτές οι δυνάμεις δεν βρίσκονται μόνο σε ένα κόμμα, βρίσκονται σε όλα τα κόμματα από τη δεξιά μέχρι την αριστερά.
             Είναι η μάχη μέσα στα κόμματα ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις και στην άλλη κουλτούρα για την οποία θα μιλήσω τώρα, τη μεταρρυθμιστική που διακρίνει το δράμα της πορείας 1981 – 2001. Ποια είναι η άλλη κουλτούρα; Είναι η κουλτούρα η μεταρρυθμιστική, είναι οι κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν αποδεχτεί ότι ο τόπος αυτός έπρεπε να αλλάξει και πρέπει να αλλάξει. Ότι πρέπει η οικονομία να μπει σε μια άλλη βάση, σε βάση ανταγωνιστική, ότι πρέπει η κοινωνία να αναπτυχθεί ποιοτικά, ότι πρέπει να υπάρξει μια βαθύτατη δημοκρατία με κοινωνική αλληλεγγύη και για να γίνουν αυτά έπρεπε να αλλάξουν οι δομές άρα και να αλλάξουν και οι κοινωνικές και οι οικονομικές ισορροπίες πολύ ριζικά.
          Το θέμα είναι ότι αυτές οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις είναι δύο ειδών. Υπάρχει η μεταρρυθμιστική δύναμη του φιλελευθερισμού ή νεοφιλελευθερισμού, η οποία ουσιαστικά εκχωρεί τις περισσότερες ευθύνες για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στην κοινωνία, στον πολίτη και στον ιδιωτικό τομέα, και υπάρχει και η μεταρρυθμιστική δύναμη εκείνη, η οποία δίνει μεγάλη έμφαση στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη όχι του κράτους αλλά της πολιτείας, στη συμμετοχική δημοκρατία για να αλλάξουν οι κοινωνικές και οι οικονομικές δομές του κράτους. Είναι αυτές οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης που ήρθαν σε σύγκρουση συνεχώς από το 1981 μέχρι σήμερα με τις δυνάμεις αυτές που λέω τις παρωχημένες ή την παραδοσιακή δύναμη της μη μεταρρύθμισης. Οι δυνάμεις, ας πούμε, της παραδοσιακής κουλτούρας έδειξαν την πολιτική τους δύναμη πριν από το 1981 με την εμφάνιση του λεγόμενου πολιτικού κόστους και τις μεγάλες παροχές που έγιναν επί κυβερνήσεως Ράλλη.
Οι δυνάμεις αυτές φάνηκαν ακόμα πιο δυνατές μετά τον Οκτώβρη του 1981 μέχρι τον Ιούλιο του 1982, όπου κυριάρχησε η αναδιανεμητική πολιτική και κυριάρχησε ουσιαστικά η κουλτούρα της αποζημιωτικής δικαιοσύνης δηλαδή να αποζημιωθούν οι λαϊκές μάζες οι οποίες είχαν αδικηθεί στο παρελθόν. Υποχώρησε αυτή η δύναμη στις δυνάμεις της μεταρρύθμισης 1982 -1985. Επανήλθαν το 1988 – 1989 καταργώντας το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη, επανεμφανίστηκαν γύρω από το 1990 –1991, υποχώρησαν πάλι επί Μάνου και μετά το 1993 έχουμε ένα ενδιαφέροντα συμβιβασμό αυτών των δυνάμεων με τις μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
        Άφησαν να γίνουν οι εκσυγχρονιστικές κινήσεις για να επιτευχθεί ο στόχος του Μάαστριχ, αλλά ανέκοψαν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, στις δομές της οικονομίας και κυρίως της κοινωνίας και στην παιδεία. Τώρα για τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Εγώ θέλω να πω δύο λόγια και κυρίως για την πρώτη 4ετία, για την εμφάνιση μιας μεταρρυθμιστικής δύναμης μέσα στο ΠΑΣΟΚ, η οποία έδωσε τη μάχη όχι τόσο με την αντιπολίτευση, αλλά έδωσε τη μάχη μέσα στο ΠΑΣΟΚ για βασικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Η μεταρρυθμιστική κίνηση, η έννοια της αλλαγής η οποία, όπως είπα, κυριάρχησε το 1982 – 1985 μέχρι τα μέσα του 1985 είχε ένα σαφή ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα. Ηταν η συμμετοχική δημοκρατία, ο αποκεντρωμένος δημοκρατικός προγραμματισμός, όπου η πολιτεία έδινε κατευθύνσεις στην πορεία της οικονομίας, αλλά η οικονομία λειτουργούσε απόλυτα μέσα στο πλαίσιο της αγοράς, της λογικής της αγοράς και της απελευθέρωσης των τιμών.
         Δεν θα μιλήσω γι’ αυτή την περίοδο και για τις διαρθρωτικές αλλαγές εκείνης της περιόδου, αλλά θέλω να αποκαταστήσω την αλήθεια σε δύο συγκεκριμένα πράγματα. Λέγεται συνήθως ότι κατά την πρώτη 4ετία του ΠΑΣΟΚ έγιναν μεγάλες μεταβιβάσεις χρήματος προς τις φτωχότερες κοινωνικές δυνάμεις και αυξήθηκαν τα ελλείμματα. Αυτό δεν αληθεύει. Τα στατιστικά στοιχεία τα οποία υπάρχουν και στο βιβλίο δείχνουν ότι πράγματι έγινε μια μεγάλη αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος στην περίοδο 1982 Ιούλιος του 1985, αλλά αυτή η αναδιανομή του εισοδήματος, η κοινωνική πολιτική του κρατικού προϋπολογισμού, καλύφθηκε δραχμή προς δραχμή με αύξηση των φορολογικών εσόδων.
      Μάλιστα το λειτουργικό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού εκείνη την περίοδο δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε σημαντικά. Από αυτή την άποψη η μεταρρυθμιστική πολιτική της πρώτης 4ετίας ακολούθησε μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική και θα θυμηθείτε και τον ετεροχρονισμό της ΑΤΑ και το σταθεροποιητικό πρόγραμμα 1983 – 1984. Η αύξηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα οφείλεται στην αύξηση του επενδυτικού προγράμματος, το οποίο πράγματι έδειξε μια ανοδική πορεία και ο δανεισμός του κράτους οφείλεται σε αυτή τη δραστηριότητα. Ένα άλλο θέμα το οποίο θέλω να τονίσω είναι ότι η αντιπαράθεση, η οποία έγινε στην πρώτη 4ετία, δίνει τη σύγκρουση μεταξύ μεταρρυθμιστικών δυνάμεων και αναχρονιστικών δυνάμεων.   Ηταν η όλη συζήτηση που έγινε και για την εισοδηματική πολιτική και για την ΑΤΑ αλλά και για το άρθρο 4.
          Νομίζω ότι η κυβέρνηση τότε κατάφερε να περάσει τις βασικές μεταρρυθμίσεις χωρίς ιδιαίτερα μεγάλες αντιδράσεις από τους εργαζόμενους. Η μεγάλη αντίδραση ήρθε από μια άλλη τάξη αναχρονιστικής κουλτούρας και αυτή ήταν από τους λεγόμενους ιδιοκτήτες προβληματικών υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι οποίοι υπήρχαν επί πρωθυπουργίας Ράλλη,  οι οποίοι ζητούσαν μια συνέχιση των επιδοτήσεων από το τραπεζικό σύστημα, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να δοθεί και δεν δόθηκε. Η σύγκρουση τότε δεν ήταν μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων, ήταν μεταξύ κυβέρνησης και συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων, οι οποίοι είχαν αναπτύξει μια βιομηχανική δραστηριότητα κάτω από προστατευτικούς δασμούς και ιδίως κάτω από την προστασία της Νομισματικής Επιτροπής και βιομηχανικών χορηγήσεων.
       Πού μας οδηγεί όλο αυτό; Μας οδηγεί ότι είχαμε μια περίοδο, όπου υπήρχε μια έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυνάμεις  που ήθελαν έναν εκσυγχρονισμό και μια μεταρρύθμιση και άλλων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίοι μας πήγαιναν πίσω. Και θα είδατε από αυτά που σας είπα ότι αυτό περίπου διαρκεί δύο – τρία χρόνια. Κάθε τρία χρόνια έχουμε μια αντιστροφή του πολιτικού κύκλου και έχουμε μια υποχώρηση της πολιτικής απέναντι σε απαιτήσεις περισσότερες, είτε για εγκατάλειψη μεταρρυθμιστικών κινήσεων ή για μια αύξηση των χορηγήσεων προς ορισμένες συγκεκριμένες τάξεις. Το ίδιο θα μπορέσουμε να δούμε και στις επόμενες περιόδους. Η περίοδος 1993 – 2001 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική σε μακροοικονομικό επίπεδο που εφαρμόστηκε δεν ήταν προϊόν πολιτικής διεργασίας στο εσωτερικό της χώρας. Ηταν εισαγόμενο προϊόν από τους όρους τους Μάαστριχ και έγινε αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία όχι τόσο για το περιεχόμενό της, αλλά για το αποτέλεσμα που θα είχε ότι συμμόρφωση της οικονομίας και της χώρας σε αυτούς τους τόπους θα μας έφτανε στο ποθητό παράδεισο της μετά ΟΝΕ εποχής.
        Το πρόβλημα είναι ότι ο κοινωνικός και ο πολιτικός συμβιβασμός που έγινε μας οδήγησε μεν στην ονομαστική σύγκλιση, αλλά μας άφησε πίσω στην πραγματική σύγκλιση, διότι η πραγματική σύγκλιση χρειάζεται βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις, όπου ακόμα η παραδοσιακή κουλτούρα, πολιτιστική κουλτούρα, δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε χωρίς εμπόδια. Εγώ αντιμετώπισα αυτό το πρόβλημα στην περίοδο 1996 – 2000 με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και μπορώ να σας πω ότι δεν διαπίστωσα ότι η ελληνική κοινωνία συγκλονίζεται από ένα αίσθημα ανάγκης βασικών μεταρρυθμίσεων. Μας αρέσει να μπαλώνουμε τα πράγματα, μας αρέσει ο ανώδυνος τοκετός, αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι πρέπει να γίνουν βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις για να κερδίσουμε το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας, που ακόμα δεν το έχουμε κερδίσει, και έχουμε μόνο 3-4 χρόνια μπροστά μας πριν από το 2006 για να πετύχουμε το στοίχημα αυτό».

       Επίσης, ο τότε πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος υπογράμμισε ότι «Η φούσκα την περίοδο αυτή είναι της πολιτικής και όχι της οικονομίας» και ότι «Σε αυτήν την περίοδο η μεγαλύτερη, η γρηγορότερη, η βιαιότερη αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και της αποταμίευσης που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ενώ τα 60 τρις που εισέρρευσαν στη χώρα μας δεν εξασφάλισαν την κοινωνική συοχή, τη δυναμική ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και των αποκλίσεων από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο»
             Στη συνέχεια, είπε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
«Πιστεύω ότι την 20ετία 1981 - 2001 έχουν συντελεστεί οι μεγαλύτερες κοινωνικές και άλλες διεργασίες στη χώρα μας, οι μεγαλύτερες ίσως μετά από την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής και της 10ετίας που άρχισε από το ’21 και μετά. Εχουν συντελεστεί ραγδαίες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον και στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και το ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτές οι αλλαγές αντιστοιχούνται στις δομές του πολιτικού μας συστήματος, στον τρόπο με τον οποίο παίρνονται οι πολιτικές αποφάσεις και στις μορφές με τις οποίες παράγεται η πολιτική «διεύθυνση» της οικονομίας και της κοινωνίας.    
      Το λέω αυτό γιατί είναι βαθύτατα πολιτικό το βιβλίο, είναι ένα βιβλίο κρίσιμο για να μειώσουμε κάποτε ένα μεγάλο έλλειμμα που έχουμε, ένα έλλειμμα ιστορικής και πολιτικής αυτογνωσίας. Νομίζω ότι μας λείπει η θεώρηση των πραγμάτων σε έναν μεσοϊστορικό ορίζοντα και η αποτίμηση των δεδομένων έξω από τη λογική του άσπρο – μαύρο, έξω από την πρακτική των απολογητών και των κατεδαφιστών. Αυτό το μοντέλο δυστυχώς κυριαρχεί. Το λέω δε διότι κάποτε πρέπει να δούμε και να αποτιμήσουμε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα που είναι το κυρίως πεδίο της ζωής μας, όλων μας όσων είμαστε εδώ. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αμέσως μετά έναν δραματικό εμφύλιο με όλα όσα έμειναν ανολοκλήρωτα από την περίοδο της κατοχής και της αντίστασης.
       Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, η τραυματική μετεμφυλιακή Ελλάδα με τις αντιφάσεις της με το ειδικό καθεστώς, η τσακισμένη, η ακρωτηριασμένη 10ετία του 1960, η μεταπολίτευση, η ανολοκλήρωτη μεταπολίτευση, η μεταπολίτευση που έχασε πριν ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό της χαρακτήρα. Δεν είναι η Ελλάδα του 1980, η σημερινή Ελλάδα του 2001, του 2002 δυσκολεύεται να βρει τη θέση της στο νέο διεθνές περιβάλλον, το στρατηγικό, το οικονομικό. Οσο είναι λαϊκισμός η θρηνολογία της ψωροκόσταινας και της φτωχής και έντιμης Ελλάδας, άλλο τόσο είναι λαϊκισμός η θριαμβολογία περί ισχυρής Ελλάδας.
        Δεν είναι η ίδια η χώρα μας, αλλά όμως είτε δυσκολεύεται είτε πληρώνει υπέρμετρο κόστος για να βρει τη θέση της σ’ αυτό το νέο διεθνές περιβάλλον. Όταν μου ζητήθηκε και μένα να είμαι ανάμεσα στους εκλεκτούς φίλους για την παρουσίαση αυτού του βιβλίου ανταποκρίθηκα αμέσως και για δύο λόγους προσωπικούς. Διότι με τον εκδότη, τον Βίκτορα τον Παπαζήση, έχουμε ανεξόφλητους λογαριασμούς φιλίας από δύσκολες περιόδους και έχουμε μοιραστεί μαζί και συνθήκες παρανομίας και συνθήκες φυλακής και συνθήκες ελευθερίας, χωρίς να έχουμε βγάλει τα μάτια μας, διατηρώντας αυτό το βιωματικό στοιχείο μιας φιλίας με περιεχόμενο και γιατί ο Δημήτρης ο Στεργίου διέτρεξε αυτή την περίοδο στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως ασκώντας έντιμη δημοσιογραφία, ασκώντας κριτική δημοσιογραφία, ασκώντας δημοσιογραφία, η οποία ποτέ δεν υπέκυψε στην ευκολία της εκ των προτέρων δημαγωγίας και ποτέ δεν υιοθέτησε την ευκολία της εκ των υστέρων πρόγνωσης.
                        Ο Δημήτρης ο Στεργίου υπήρξε έντιμος δημοσιογράφος, μαχόμενος δημοσιογράφος, δεν υπηρέτησε ούτε υπουργούς ούτε κυβερνήσεις. Δεν υπηρέτησε ούτε εκδότες, ούτε συγκροτήματα και διαμόρφωσε μια στάση ζωής που έχει περιεχόμενο και μήνυμα ήθους. Σήμερα που μιλάμε υπάρχει ανάγκη να αποτιμήσουμε κάποια δεδομένα αναντίρρητα. Δεν θα ήθελα να πούμε ποιος τα έκανε καλύτερα, ποιος τα έκανε χειρότερα. Άλλωστε όλα αυτά μπορούν να αξιολογηθούν. Εγώ θα ήθελα να πω κάτι πέραν αυτών. Πιστεύω ότι  σήμερα που μιλάμε πρέπει να δούμε ότι υπήρξαν ευκαιρίες μεγάλες στην ελληνική πολιτεία για να αξιοποιήσει καλύτερα τις οικονομικές διεργασίες της ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας και κοινωνική συνοχή αλλά και πολιτικά αποτελέσματα συλλογικής ευημερίας, γιατί σε τελευταία ανάλυση η πολιτική εκεί δικαιώνεται. Η πολιτική δικαιώνεται στο αν και κατά πόσο στο κοινωνικό και ηθικό πεδίο νομιμοποιείται βελτιώνοντας τις συνθήκες ζωής για τους περισσότερους, μειώνοντας τις αντιθέσεις, μειώνοντας τις ανισότητες, διαμορφώνοντας συλλογική ευημερία.
             Νομίζω ότι το σχέδιο Μάρσαλ ως πρώτη μεγάλη ευκαιρία δεν αξιοποιήθηκε σωστά μέσα στις συνθήκες που υπήρχαν. Σε μια δεύτερη περίοδο, υπήρχε το μεταναστευτικό και ναυτιλιακό συνάλλαγμα στη 10ετία θα έλεγε κανένας του ’60 μέχρι και το ’74. Επίσης, δεν αξιοποιήθηκε σωστά ως συγκεκριμένη ευκαιρία και πόρος και τέλος η περίοδος από το ’75 μέχρι το 2000. Επίσης, δεν αξιοποιήθηκε σωστά και σήμερα που μιλάμε έχουν προηγηθεί το Α’ και το Β’ ΚΠΣ, έχει σχεδιαστεί το Γ’ ΚΠΣ και στο μεταξύ σε αυτή την περίοδο είχαμε και τη μεγάλη ευκαιρία του τουριστικού συναλλάγματος το οποίο εισέρρεε. Αθροιστικά αυτά ανέρχονται σε κάπου 60 τρις, αν κάνει κανένας μια σχηματική άθροιση, που σημαίνει 30% περισσότερο από τον ετήσιο πλούτο που παράγει σήμερα η χώρα. Και όμως δεν εξασφαλίσαμε την κοινωνική συνοχή που θα έπρεπε να έχουμε εξασφαλίσει, τη δυναμική ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και το σοβαρότερο τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και των αποκλίσεων από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
         Αυτό είναι μια πραγματικότητα, γι’ αυτό δυσκολευόμαστε. Και μέσα στην ΟΝΕ φαίνονται πολύ πιο έντονες οι πιέσεις που ασκούνται. Τέλος, σε αυτή την περίοδο και εγώ πιστεύω ότι συντελέσθηκε πράγματι ένα πρωτοφανές και με πρωτότυπο τρόπο, αν και είναι γνώριμος ο τρόπος, θα έλεγα είναι πρωτότυπος πολιτικά, για τα όσα ειπώθηκαν και τα όσα ξεχάστηκαν τόσο εύκολα. Σε αυτή την περίοδο στο τέλος του 1999 – 2001 έχει ιστορική σημασία πιστεύω αυτό το γεγονός που συντελέστηκε, είναι η μεγαλύτερη, η γρηγορότερη, η βιαιότερη αναδιανομή εθνικού εισοδήματος και αποταμίευσης που έγινε ποτέ στην Ελλάδα. Η άποψή μου είναι αυτή και το λέω για να πω ότι μαζί με την προηγούμενη παρατήρησή μου οδηγούμαι σε ένα συμπέρασμα. Ότι μέσα από αυτή τη «φούσκα» της οικονομίας, που λέει ο Δημήτρης ο Στεργίου, μέσα από αυτή την έλλειψη αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευκαιριών και των δυνατοτήτων, μέσα από αυτή την εξακολουθητική μη ορθολογική αξιοποίηση των πόρων και των θυσιών προκύπτει η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί σωστά.
         Προκύπτει δηλαδή ένα αδύναμο, ανίκανο ή και διαβρωμένο σύστημα πολιτικής διεύθυνσης της οικονομίας και της χώρας, γιατί μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι αυτό που θεωρείται ως δημόσιο αγαθό που προστατεύεται σε όλες τις χώρες, η ιδιωτική και εθνική αποταμίευση, λεηλατήθηκαν στην περίοδο αυτή. Το λέω επίσης διότι είμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο που καλό είναι βέβαια να κοιτάμε προς τα πίσω και να κάνουμε με τη μέσα ματιά κάποιες αξιολογήσεις, αλλά μπροστά μας, μας περιμένουν όχι ευνοϊκές συνθήκες. Δεν είναι η ευνοϊκότερη διεθνής συγκυρία, είναι η δυσμενέστερη διεθνής συγκυρία και σ’ αυτή τη δυσμενέστερη διεθνή συγκυρία έχουν συσσωρευτεί οι πιο φιλόδοξες εξαγγελίες από πλευράς πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας.  
           Όλα όσα δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα έχουν εξαγγελθεί ότι θα γίνουν σε αυτή την περίοδο που έρχεται μπροστά μας. Αλλά ο ορίζοντας είναι στενός, διότι παύει κάποτε η ελληνική οικονομία να είναι επιδοτούμενη οικονομία. Στο διεθνές περιβάλλον οι ανταγωνιστικές πιέσεις είναι μεγάλες και όσο καθιερώνεται το κριτήριο της ανταγωνιστικότητας ως κριτήριο ύπαρξης και βιωσιμότητας των κρατικών οικονομιών, τόσο θα διαμορφώνονται πολύ πιο έντονες οι διαφορετικές ταχύτητες. Αρα είμαστε σε μια περίοδο πάρα πολύ κρίσιμη, όπου μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες θα πρέπει να πληρώσουμε αρκετά, από τον τρόπο διαχείρισης του Β’ ΚΠΣ, έχουμε να πληρώσουμε αρκετά, από το Γ’ ΚΠΣ, θα βρεθούμε με ανοίγματα, με επιστροφές ή με έργα και σχεδιασμούς στα χέρια. Και αναρωτιέμαι από πού αντλείται αυτή η υπεραισιοδοξία ότι όλοι αυτοί οι φιλόδοξοι στόχοι που εξαγγέλλονται ως διά μαγείας αντιπροσωπεύουν τη γη της επαγγελίας για τη χώρα μας.
      Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όχι μόνο καθυστερούν, αλλά φαλκιδεύονται, γιατί οι μεταρρυθμίσεις είναι συνολικές δεν είναι αποσπασματικές. Μεταρρυθμίσεις στην κοινωνία, μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα. Δεν μπορεί όλα να αλλάζουν και να χρειάζονται διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμιστικές τομές και το μόνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο να είναι ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο μας επιφύλαξε σε όλη αυτή την περίοδο πιστεύω μια εμπειρία χρήσιμη για όλους μας. Νομίζω ότι σε όλη αυτή την περίοδο στην Ελλάδα όλοι έχουμε την εμπειρία όλων των ειδών των –ισμών. Και ιδεολογισμούς και δογματισμούς και λαϊκισμούς και κομματισμούς και παραγοντισμούς. Εχουμε όλων των ειδών τις πολιτικές συμπεριφορές και κόμματα εξουσίας και κόμματα πελατειακών σχέσεων και αρχηγισμούς και αρχηγικά κόμματα και κόμματα διαμαρτυρίας και κόμματα περιθωριακά και κόμματα του Χρηματιστηρίου,  όλα τα έχουμε βιώσει. Αρα, αν μιλάμε για κάποια φούσκα, μικρή ή μεγάλη εγώ, δεν θα ήθελα να εμπλακώ για να μην χρεωθώ πολιτική αντιπαράθεση, αυτή η φούσκα δεν είναι της οικονομίας, είναι της πολιτικής.
      Όχι ότι δεν έγιναν αλλαγές στην εικοσαετία  1981 – 2001.   Έγιναν αλλαγές. Και το 1981 είναι ορόσημο και το 1974 είναι ορόσημο. Και εγώ θέλω να πω ευθέως την άποψή μου ότι από το 1974 και μετά έχουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα ως χώρα να έχουμε πολιτική σταθερότητα με εναλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας, μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και εκλογικών παρατάξεων και αυτό είναι πλεονέκτημα και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση στο όνομα της οποιασδήποτε πόλωσης, αυτό το πλεονέκτημα να διακυβευτεί. Η πολιτική και δημοκρατική σταθερότητα είναι πάνω από την κομματική εκλογική πόλωση. Και σ’ αυτό συνέβαλε και ο Καραμανλής μετά το 1974 και το λέω εγώ που μεγάλωσα σε συνθήκες Καραμανληλοκρατίας ή αστυνομικού κράτους, αλλά συνέβαλε ο Καραμανλής το 1974 για την πολιτική σταθερότητα, όπως συνέβαλε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως συνέβαλαν και οι μετέπειτα πρωθυπουργοί.
          Ο πολιτικός κόσμος της χώρας δεν είναι για να αλληλοαφορίζεται, γιατί τελικά έτσι διαμορφώνεται ένα αντιδημοκρατικό κλίμα. Ο καθένας έχει τις ευθύνες του και ο καθένας έχει τη συμβολή του, τις αντιφάσεις του, τις διαφορετικές συμπεριφορές. Όμως στην περίοδο αυτή μπορούσαν και έπρεπε να γίνουν περισσότερα. Αυτό δεν είναι μικρολογία, δεν είναι μιζέρια, είναι πολιτική ευθύνη. Όταν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω και δεν το κάνεις και το βλέπεις ότι έπρεπε να γίνει κάτι παραπάνω, έχεις πολιτική ευθύνη γι΄ αυτό το έλλειμμα. Αν η πολιτική σου παράγει κοινωνικό έλλειμμα, έχεις ευθύνη. Αν η πολιτική σου δεν μεγαλώνει την πραγματική οικονομία, έχεις ευθύνη. Αν η πολιτική σου δεν ενισχύει την πολιτική συνοχή, έχεις ευθύνη. Αν η πολιτική σου δεν νομιμοποιείται στον κόσμο, έχεις ευθύνη. Αν η κοινωνία δεν καταλαβαίνει την πολιτική σου, πάλι έχεις ευθύνη. Διότι οι κοινωνίες δεν φτιάχνονται μόνες τους έτσι, με κοινωνικό αυτοματισμό, διαπαιδαγωγούνται και διαμορφώνονται γι’ αυτό και έχουν μεγάλη ευθύνη σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ουσιαστικά υποκαθιστούν τα κόμματα στη διαδικασία της διαμεσολάβησης της πολιτικής προς την κοινωνία. Τεράστια ευθύνη, την οποία θα την πληρώσουμε όλοι και τα μικρά και τα μεγάλα κόμματα και οι πολίτες και οι Ενώσεις πολιτών και οι αδιάφοροι και οι φανατικοί και οι οπαδοί και οι ακαταστάλαχτοι.
         Στην 20ετία του 1981 – 2001, κατά τη γνώμη μου, έχουμε μια μεγάλη ονομαστική έκρηξη των οικονομικών δεδομένων, αλλά και ταυτόχρονα μια μεγάλη πραγματική και κοινωνική απόκλιση της χώρας από την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι η 20ετία που διαμορφώθηκαν δυναμικές αλλά ταυτόχρονα και αποκλίσεις. Πιστεύω ότι αυτή η 20ετία μπορούσε και έπρεπε να αξιοποιηθεί καλύτερα. Θέλω να πω αυτή την απλή διαπίστωση που για μένα έχει πολύ μεγάλη ουσία. Μπορούσε και έπρεπε να αξιοποιηθεί καλύτερα, στο βαθμό που δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε φάγαμε από τα ψωμιά των παιδιών μας. Και για να θυμίσω στο φίλο μου τον Βίκτορα Παπαζήση κάτι πολύ απλό από αυτή την απλή φράση του Σάκη του Καράγιωργα, όταν απολογούμενος στο έκτακτο στρατοδικείο είπε «τη δικτατορία σας την μάχομαι όχι μονάχα διότι περιορίζει την ελευθερία και σφαγιάζει τη δημοκρατία, αλλά διότι για να υπάρξει τρώει από τα ψωμιά των μελλοντικών γενεών».
          Αυτό το φαινόμενο να πάψουμε να τρώμε από τα ψωμιά των παιδιών μας είναι που κυριαρχεί. Η μεγάλη αλλαγή που έγινε στο πολιτικό σκηνικό του 1981 (γιατί έγινε), ευαγγελίστηκε τη μεγάλη κοινωνική και πολιτική αλλαγή, δεν ολοκληρώθηκε μια τέτοια αλλαγή. Έγιναν προσπάθειες αναδιανομών και από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.  Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη πιστεύω ότι με καθαρά φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους όρους και με πρακτική διαφορετική επιχείρησε κάποια πράγματα που μεγάλωσαν τις κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις, υιοθετήθηκε μια εισοδηματική πολιτική, η οποία έκτοτε μονόπλευρα ακολουθιέται. Είμαστε ως χώρα περίπου σε μια 15ετία αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, που σημαίνει μονόπλευρης εισοδηματικής πολιτικής, που σημαίνει πολιτικής η οποία μεγαλώνει το κοινωνικό έλλειμμα.
          Όταν μεγαλώνει το κοινωνικό έλλειμμα και μεγαλώνουν οι αποκλίσεις, η πραγματική οικονομία δεν ανθεί. Θέλω επίσης να πω ότι σήμερα είμαστε σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Το βιβλίο, ο στοχασμός οι διαγνώσεις και οι παρατηρήσεις του Δημήτρη του Στεργίου είναι περισσότερο από ποτέ ωφέλιμες και μακάρι να συμβάλουν στο να διευρυνθεί αυτός ο πολιτικός προβληματισμός γύρω από τα θέματα της οικονομίας. Μην ξεχνάμε ότι σ’ αυτές τις συνθήκες από τον τρόπο διεύθυνσης και διαχείρισης της οικονομίας και λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος γιγαντώθηκε η διαπλοκή και η διαφθορά, είναι η πραγματική αιτία που ουσιαστικά δημιουργεί τις στρεβλώσεις και τις ανεπάρκειες, η διαπλοκή και η διαφθορά, και από τις διεθνείς εκθέσεις επισημαίνονται ως το κύριο αίτιο που παράγει τις μεγάλες αποκλίσεις και δυσχεραίνει τις πολιτικές, οι οποίες θα μπορούσαν να διαμορφώσουν συλλογικότερη ευημερία και ορθολογικότερη αξιοποίηση των πόρων».

(* Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Στεργίου γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας και διετέλεσε διευθυντής μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και περιοδικών).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο