Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Γιορτάζει ο Άγιος Νικόλαος Κρεμαστός στο Αιτωλικό


Η χαμηλή οροσειρά του Αρακύνθου (Ζυγού) φημίζεται για την πυκνή βλάστηση και για τα δάση από βελανιδιές και καστανιές. Εξαίρεση αποτελεί η νοτιοδυτική πλευρά, που βλέπει προς την λιμνοθάλασσα Αιτωλικού. Εκεί οι βράχοι πέφτουν απότομοι και κοφτεροί. Εντυπωσιάζει το πλήθος των πολλών απόκρημνων σπηλαίων, που δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί. 
Ένα από αυτά, ο Άγιος Νικόλαος ο Κρεμαστός, παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον, γιατί φαίνεται πως ήταν «το πιο σημαντικό ασκητικό κέντρο της περιοχής του Μεσαίωνα».....


  Το επίθετο «Κρεμαστός» φαίνεται πως δόθηκε από τον ιδρυτή της Μονής Νίκανδρο, κατά μεταγενέστερη μαρτυρία του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννου Αποκαύκου (1199-1232), εξαιτίας του απόκρημνου βουνού: « ή κατά την επίσκεψιν Αχελώου μονή του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, ήτινι κλήσιν εξ εαυτού ο πρώτως ταύτην δομησάμενος εχαρίσατο, έρωτι τω θείω γενόμενος εκκρεμής και ακολούθως τω τρόπω εν αποκρήμνω τη πέτρα επικρεμάσας το δόμημα και παρονομάσας ούτω του Κρεμαστού».
Ξεκινώντας από το Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού και βαδίζοντας βορειοανατολικά, ύστερα από κοπιαστική πορεία μιάμισης ώρας, φτάνει κανείς σε απότομη χαράδρα, πάνω από την οποία βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Νικολάου. Στη χαράδρα υπάρχουν ερείπια παλαιών χτισμάτων.
Σε ύψος 50 περίπου μέτρων από το βάθος της χαράδρας, ανεβαίνει κανείς δύσκολα ως την απόκρημνη σπηλιά. Το άνοιγμα της σπηλιάς στο στόμιο είναι 6 περίπου μέτρα, στο κέντρο 8 και ο κατά μήκος άξονας από το στόμιο ως το βάθος 12.50 μ. Ανατολικά, απέναντι από το στόμιο της εισόδου, υπάρχει λιθόχτιστο τέμπλο, που χωρίζει το σπήλαιο σε ιερό και κύριο ναό. Στο ιερό, παρ’όλη τη δυσκολία εντοπισμού τους, που οφείλεται στις ακανόνιστες επιφάνειες του βράχου, δημιουργείται είδος κόγχης και παραβημάτων. Στο κέντρο περίπου του κύριου ναού σώζεται πλατιά και βαθιά στέρνα που συγκέντρωνε απ’έξω με αγωγούς το νερό της βροχής. Μικρό σπήλαιο βρίσκεται στα βόρεια του μεγάλου, σε απόσταση 20 περίπου μ. με είσοδο επίσης από νοτιοδυτικά. Και τα δύο σπήλαια είναι τοιχογραφημένα με τοιχογραφίες που αποτελούν οριακό σταθμό για την εξέλιξη της τέχνης στο δυτικό στερεοελλαδίτικο χώρο. Από την άποψη της διατήρησης θα βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση, αν μερικοί, που κατά καιρούς κατόρθωσαν να ανεβούν ως το σπήλαιο, δεν χάραζαν πάνω στις τοιχογραφίες τα ονόματά τους. Στα τελευταία χρόνια τοποθετήθηκε στο άνοιγμα του σπηλαίου ξύλινη εξέδρα από τους εθελοντές, για να διευκολύνονται οι προσκυνητές που ανεβαίνουν για να τιμήσουν τη μνήμη του αγίου, που γιορτάζεται εκεί δύο φορές το χρόνο, στις 6 Δεκεμβρίου και στις 20 Μαΐου.
     Οι τοιχογραφίες: Διαπιστώνεται οργανωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα με κύριο γνώρισμα τις μεγάλες χριστολογικές και θεομητορικές γιορτές. Δεν υπάρχει θεματική  ενότητα, γιατί τη θέση της καθεμιάς παράστασης την καθόριζε η καταλληλότητα του χώρου:
Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος. Γέννηση του Χριστού. Η σκηνή του Ευαγγελισμού. Εις Άδου Κάθοδος Η Μεταμόρφωση. Η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Βαϊοφόρος. Η Σταύρωση. Ο Ευαγγελισμός.
Όλες οι σκηνές, και στο μεγάλο και στο μικρό σπήλαιο, χωρίζονται μεταξύ τους  με παχιές γραμμές και κάποτε με γεωμετρικές διακοσμήσεις. Το μοτίβο που επαναλαμβάνεται είναι καστανόχρωμοι σταυροί σε λευκό έδαφος, που τοποθετούνται σε σειρές οριζόντιες και κάθετες, καθώς και ομόκεντροι κύκλοι, που επαναλαμβάνονται σε οριζόντιες σειρές.
Πάνω στους προπλασμούς, χρώματος ώχρας, σημειώνονται οι σκιές με καστανό, ενώ τα περιγράμματα γράφονται με βαθύ κεραμιδί. Τα πρόσωπα και τα γυμνά μέρη φωτίζονται με λευκές μικρές ή μεγαλύτερες επιφάνειες. Γενικά εντυπωσιάζει ο λιτός τρόπος απόδοσης των προσώπων με τις αδρές γραμμές και κυρίως τα ορθάνοιχτα, μεγάλα και έκπληκτα μάτια που « αντικατοπτρίζουν την εσωτερική λαμπρότητα των εικονιζομένων», οι ίσιες μύτες, τα τονισμένα στόματα και τα καλοσχεδιασμένα μαλλιά.

   Χρονολόγηση: Το σπουδαίο αυτό ασκητικό κέντρο χρονολογείται στο διάστημα από τον 10ο ως τον 13ο αιώνα. Στοιχεία που βοηθούν στην παρακολούθηση της ιστορίας και καλλιτεχνικής εξέλιξης της μονής του Αγίου Νικολάου του Κρεμαστού είναι:
Α) Επιγραφή με το όνομα του πρώτου ιδρυτή. Β) Σιγίλλιο του Ναυπάκτου και Άρης Ιωάννου Απόκαυκου. Γ) Επιγραφή δεξιά της εισόδου, δίπλα στον αρχάγγελο Μιχαήλ. Δ) Συγκριτική μελέτη παρόμοιων σύγχρονων μνημείων.
Το όνομα του πρώτου ιδρυτή, διασώθηκε σε επιγραφή, που βρίσκεται στη μεγάλη σπηλιά. Πρόκειται για το μοναχό Νίκανδρο, που έδρασε στην περιοχή στη δεκαπενταετία από το 990 ως το 1005. Οι αρχαϊκές τοιχογραφίες του μικρού σπηλαίου πρέπει να είναι σύγχρονες με την ίδρυση του μοναστικού αυτού κέντρου. Στην ίδια εποχή, δηλ. στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα, πρέπει να τοποθετηθούν και δύο παραστάσεις της μεγάλης σπηλιάς, με κριτήρια κυρίως τεχνοτροπικά: η Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος και η Θεοτόκος η Σπηλαιώτισσα. Με το πέρασμα του χρόνου η μονή μεγάλωσε και η φήμη της ξαπλώθηκε στην περιοχή. Στο 12ο αιώνα απέκτησε μεγάλη περιουσία και σε δεύτερη φάση ζωγραφίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης σπηλιάς. Από το σιγίλλιο του Αποκαύκου φαίνεται πως στις αρχές του 13ου αιώνα (1205-1229), όταν ήταν ηγούμενος ο Θεοδόσιος, πρώην αρχιεπίσκοπος Ζικχίας, το μοναστήρι πέρασε μια περίοδο οικονομικής εξαθλίωσης και μαρασμού και χρειάστηκε, ύστερα από παράκληση του Αποκαύκου, η επέμβαση του «μεγαλυπερόχου δουκός της επισκέψεως Αχελώου κυρ Νικολάου του Γοριανίτου». Αυτός μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, τοποθέτησε ηγούμενο τον ιερομόναχο Τιμόθεο τον Πολύλογο, που τον επέλεξε ο μητροπολίτης, για να επιμεληθεί «τους, υπ’αυτόν μοναχούς, της συστάσεως του θείου ναού, της λυχνοκαΐας αυτού, της ιεράς ψαλμωδίας, τά υπό την μονήν βοσκήματα, τους αμπελώνας…».
Μπορεί έτσι να υποστηριχτεί ότι η τοιχογράφηση του κύριου ναού έγινε πριν από την ηγουμενία του Θεοδόσιου, δηλαδή στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Στη χρονολόγηση αυτή συμφωνούν σύγχρονα μνημεία της ίδιας τεχνοτροπίας και ιδίως καππαδοκικά πρότυπα, όπως η μορφή της Παναγίας στη Γέννηση και τα χαρακτηριστικά των γυναικών στην Έγερση του Λαζάρου και στη Σταύρωση και γενικότερα τα αδρά περιγράμματα των προσώπων στις τοιχογραφίες της εκκλησίας του Goreme Carikli Kilise της ίδιας εποχής. Τα πρόσωπα στη Μετάδοση και Μετάληψη των Αποστόλων, με τα σκληρά χαρακτηριστικά και το ιδιαίτερο γνώρισμα των ορθογώνιων σαγονιών, μας μεταφέρουν στον 12ο αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες που βρίσκονται εξωτερικά, δεξιά της εισόδου, κρίνοντας από όσα τεχνοτροπικά στοιχεία σώζονται και κυρίως αν ερμηνεύουμε σωστά την επιγραφή, μπορούν να χρονολογηθούν στις αρχές του 13ου αιώνα. Πιθανόν ο ικέτης της επιγραφής να είναι ο Μιχαήλ Κομνηνοδούκας (1204-1214), που θεωρείται ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο